«Τι θα έκανα αν αυτή ήταν η τελευταία μου ημέρα ζωντανός;», έχω σκεφτεί αρκετές φορές -κυρίως προτού πέσω για ύπνο το βράδυ.

Τι θα έκανα αν ήξερα ότι σε 24 ή 48 ώρες θα «άφηνα πίσω μου τον κόσμο που ξέρω»;

Το “Leave the World Behind” του Netflix καταπιάνεται (μεταξύ άλλων) και με αυτό το ερώτημα που φαντάζομαι ότι απασχολεί πολύ κόσμο.

Το αποκαλυπτικό θρίλερ επιστημονικής φαντασίας “Leave the World Behind” του Αμερικανού συγγραφέα και σκηνοθέτη Sam Esmail είναι βασισμένο στο ομώνυμο βραβευμένο με το Εθνικό Βραβείο των ΗΠΑ μυθιστόρημα που έγραψε ο Rumaan Alam το 2020.

Η ταινία ακολουθεί «την Αμάντα (Julia Roberts) και τον σύζυγό της Κλέι Σάντφορντ (Ethan Hawke) να νοικιάζουν ένα πολυτελές σπίτι για το Σαββατοκύριακο με τα παιδιά τους, Aρτσι (Charlie Evans) και Ρόουζ (Farrah Mackenzie). Σύντομα οι διακοπές τους ανατρέπονται όταν δύο άγνωστοι- ο Τζι Έιτς (Mahershala Ali) και η κόρη του Ρουθ (Myha’la) φτάνουν μέσα στη νύχτα και τους πληροφορούν για μία μυστηριώδη κυβερνοεπίθεση ενώ αναζητούν καταφύγιο στο σπίτι, το οποίο ισχυρίζονται ότι είναι δικό τους.

Οι δύο οικογένειες έρχονται αντιμέτωπες με μια επερχόμενη καταστροφή που λεπτό με λεπτό γίνεται όλο και πιο τρομακτική, αναγκάζοντας τους πάντες να αποδεχτούν τη θέση τους σε έναν κόσμο που καταρρέει.

Τα μηνύματα του Leave The World Behind

Η ταινία αποτελεί μια δυστοπία για την εξάρτησή μας από την τεχνολογία, αλλά και μια διαχρονική ιστορία για τα ιστορικά ρήγματα της σύγχρονης αμερικανικής κοινωνίας που απειλούν να οδηγήσουν το έθνος σε κατάρρευση: τον ρατσισμό, την ταξική ανισότητα και την μισαλλοδοξία. Και τι θα συνέβαινε αν αυτές οι στρεσογόνες καταστάσεις ωθούνταν ακόμη περισσότερο στα άκρα λόγω ενός μετα-αποκαλυπτικού σκηνικού- ας πούμε, μια πανεθνική κυβερνοεπίθεση;

Πάντως, στο έυκολο και πολύ σαφές επιμύθιο της ταινίας, μέχρι το τέλος του Leave the World Behind, οι έξι βασικοί μας χαρακτήρες έχουν μάθει να παραμερίζουν δειλά-δειλά τις προσωπικές τους διαφορές, βρίσκοντας δύναμη στην ενότητα και την φιλία (εξου και η εμμονή της κόρης με την σειρά Friends).

Η αμφίσημη παραβολή του Leave The World Behind

Πάντως, με το που σκάει η είδηση για την κυβερνοεπίθεση, η μελλοντική πρόγνωση για την υπόλοιπη χώρα είναι λιγότερο ελπιδοφόρα: σε ένα από τα τελευταία πλάνα της ταινίας, η Amanda και η Ruth βλέπουν τον ορίζοντα της Νέας Υόρκης να έχει γεμίσει σε καπνό και φλόγες, με πυροβολισμούς που ακούγονται και που δείχνουν ότι η αμερικανική κοινωνία έχει λυγίσει κάτω από το βάρος του τρόμου και της παράνοιας.

Ο G.H. του Μαχερσάλα Άλι – ένας χρηματιστής με πελάτες υψηλού προφίλ στην αμερικανική κυβέρνηση – είχε υποθέσει ότι αυτό ακριβώς θα συνέβαινε. Ένας πελάτης του τον είχε προειδοποιήσει τον G.H. για την πιθανότητα ενός διασπαστικού “ελιγμού τριών σταδίων” από επιβλαβείς κρατικούς παράγοντες,  το Ιράν, την Κίνα, τη Ρωσία ή οποιονδήποτε από τους πολλούς γεωπολιτικούς αντιπάλους της Αμερικής («κάναμε πολλούς εχθρούς ανά την υφήλιο, τα τελευταία 50 χρόνια», είναι μια από τις πλέον κομβικές ατάκες της ταινίας) – με στόχο την αποσταθεροποίηση της χώρας.

Το πρώτο βήμα: κυβερνοεπιθέσεις. Δεύτερο βήμα: η διασπορά ενός “συγχρονισμένου χάους” με εκστρατείες παραπληροφόρησης, όπως οι ρίψεις φυλλαδίων από μη επανδρωμένα αεροσκάφη. Τρίτον: εμφύλιος πόλεμος. «Γιατί αν το έθνος-στόχος ήταν αρκετά δυσλειτουργικό, θα έκανε, στην ουσία, τη δουλειά για εσάς. Όποιος το ξεκίνησε αυτό θέλει να το τελειώσουμε εμείς», είναι η κυνική παραδοχή του G.H.

Στο τέλος της ταινίας, η χώρα έχει γαμηθεί ολοκληρωτικά. Όμως, σε μια άκρως ευαίσθητα κυνική στιγμή (το αμφίσημο φινάλε της ταινίας), η κόρη βρίσκει ένα καταφύγιο, ένα bunker και κρύβεται μόνη της μέσα εκεί, παρακολουθώντας το φινάλε της σειράς Friends.

Είναι διατεθειμένη να αφήσει τον κόσμο πίσω της όπως θέλει η ίδια και με τους δικούς της κανόνες: αυτό σημαίνει ότι δεν την ενδιαφέρει να είναι, σώνει και ντε, δίπλα στην οικογένειά της ή «τα αγαπημένα της πρόσωπα», αλλά δίπλα στα αγαπημένα πρόσωπα της τηλεόρασης.

Και αν είναι να τελειώσει ο κόσμος για την ίδια, τουλάχιστον να τελειώσει με τους δικούς της όρους και όπως θέλει εκείνη να περάσει τις τελευταίες της στιγμές. Ενθυμούμενη τα θετικά της φιλίας και της συντρόφευσης και της ενότητας.

«Το φινάλε αφήνει πολύ χώρο για πολλά ερωτήματα. Αυτό ήταν πολύ σημαντικό για μένα. Θέλω να πω, το βιβλίο τελειώνει με ένα ερωτηματικό και μου αρέσει αυτό. Δεν υπάρχει ένα τελικό σημείο-σημείο στην ταινία- το θέμα είναι ότι μένει στο θυμικό του θεατή και προκαλεί συζήτηση και θέτει ερωτήματα», λέει ο σκηνοθέτης Sam Esmail στο GQ.

Το πώς τελειώνει η ταινία έγκειται επίσης στο μάτι του θεατή. Θα μπορούσατε να δείτε το τελικό της σχόλιο για τη δύναμη μέσω της ενότητας -με τους πρωταγωνιστές να ενώνονται, ξεπερνώντας τις προσωπικές τους προκαταλήψεις μπροστά στο επικείμενο χάος – ως ελπιδοφόρο.

Μπορείς όμως να δεις την κατάρρευση της χώρας, με τόση αιματοχυσία και καταστροφή, ως ζοφερή και κυνική -και την αντίδραση της μικρής ως την πιο κυνική όλων, μια αντίδραση που θυμίζει πολύ το εξαιρετικό φινάλε (την τελευταία σκηνή, βασικά) του The Truman Show.

«Ακούω και δέχομαι και τις δύο πλευρές και αμφότερες τις εκδοχές. Δεν είμαι μηδενιστής. Δεν θέλω να κάνω μια ταινία που απλά λέει ότι είμαστε όλοι καταδικασμένοι να καταρρεύσουμε. Στην πραγματικότητα, όταν η Rose περπατάει στο διάδρομο προς ένα καταφύγιο, υπάρχει μια αφίσα κρεμασμένη με τα λόγια “Η ελπίδα ξεκινάει στο σκοτάδι”», καταλήγει εμφατικά ο σκηνοθέτης.