Στο εξαιρετικό βιντεοκλίπ του τραγουδιού «Burn My Shadow» των UNKLE από το μακρινό 2007, ένας άγνωστος άνδρας ξυπνάει το πρωί στο κρεβάτι του, ήρεμα και ωραία.

Σηκώνεται από το κρεβάτι και πάει στο μπάνιο, όπου κάπου μεταξύ βουρτσίσματος δοντιών και ξυρίσματος, διαπιστώνει με τρόμο και ισόποση συντριβή ότι κάποιος, με κάποιο τρόπο, τού τοποθέτησε μέσα στο σώμα του έναν εκρηκτικό μηχανισμό, την ώρα που αυτός κοιμόταν.

Το ρολόι πάνω στον, καλά ραμμένο πάνω στο στέρνο του, μηχανισμό δείχνει «3.30».

Λεπτά. Τρισήμιση λεπτά.

Έχει δηλαδή περίπου 200 δευτερόλεπτα να ξεκολλήσει τον εκρηκτικό μηχανισμό από πάνω του, προτού η βόμβα που είναι τοποθετημένη μέσα στο σώμα του, εκραγεί.

Κάνει μια απέλπιδα απόπειρα να ξεφορτωθεί από το σώμα του τον μηχανισμό, αλλά φευ. Είναι πολύ καλά ραμμένος πάνω του και κάθε προσπάθεια να τον βγάλει, καταλήγει σε αφόρητο πόνο ή θανάσιμο τραυματισμό.

Ο άγνωστος άνδρας έρχεται σιγά σιγά αντιμέτωπος με τη μοίρα του: έχει λιγότερο από τρία λεπτά ζωής.

Πώς θα τα διαχειριστεί;

Τι προλαβαίνει να κάνει; Να σκεφτεί; Να αναλογιστεί;

Να μετανιώσει για κάτι; Ή να νιώσει περήφανος για κάποιο από τα κατορθώματά του;

Ολως παραδόξως, ένα τέτοιο ερώτημα με απασχολεί και εμένα.

«Τι θα έκανα αν αυτή ήταν η τελευταία μου ημέρα ζωντανός;» έχω σκεφτεί αρκετές φορές -κυρίως προτού πέσω για ύπνο το βράδυ.

«Και αν πάθω κανά έμφραγμα την ώρα που κοιμάμαι και δεν ξυπνήσω ποτέ μου; Δεν είναι δα κάτι το απίθανο – οι μισοί άνθρωποι έτσι πεθαίνουν», αναλογίζομαι κάνοντες τις γνωστές μεταμεσονύκτιες ενοχλητικές σκέψεις που δεν αφήνουν κανέναν να ηρεμήσει – πόσο μάλλον να κοιμηθεί.

Και όχι τώρα, μετά τα 40 μου χρόνια, που είμαι πλέον και επισήμως ένας μεσήλικας και έχω καβαλήσει την κορυφογραμμή, το υποτιθέμενο peak την ζωής μου, με αυτό που με περιμένει μετά τα 45 να είναι (δυνητικά και τουλάχιστον, σε επίπεδο φυσιολογίας και σωματικών αντοχών) η κατηφόρα από το «βουνό» που μόλις ανέβηκα.

Όχι. Το σκεφτόμουν από μικρός, από τα 13-14 μου χρόνια κιόλας – μάλλον γι΄ αυτό υπήρξα και τόσο «γκοθάς» στα νιάτα μου.

Ή, τέλος πάντων, η θέαση του «Love and Death» του Γούντι Αλεν σε μικρή κιόλας ηλικία να με έκανε να ταυτιστώ τόσο πολύ με τον πιτσιρικά που συνομιλεί με τον Θάνατο, σε μια από εκείνες τις στιγμές που ευχαριστείς τον οποιονδήποτε για το γεγονός ότι υπάρχει η Κωμωδία στη ζωή μας – που λέει τα πιο σοβαρά και ουσιώδη πράγματα με τον πιο αστείο και επουσιώδη τρόπο.

Πλέον καταλήγω το ότι είναι σημαντικό, συχνά πυκνά, να θέτουμε αυτό το ερώτημα στους εαυτούς μας.

Κατά πρώτον, για να θυμηθούμε και να αναλογιστούμε την ίδια μας την θνητότητα και το ηλικιακό πεπερασμένο της ύπαρξής μας – μην ξεχνάμε ότι όσο είμαστε νεαροί, ιδίως εκεί γύρω στα 25-30, θεωρούμε ότι είμαστε κάτι σαν Χαϊλάντερς.

Αθάνατοι. Θα ζήσουμε για πάντα. Ετσι νομίζουμε, γι’ αυτό και είμαστε επιρρεπείς σε κάθε είδους απερισκεψία ή τρέλα που θα μπορούσε να αποβεί μοιραία.

Καβαλάμε μηχανάκια όντες μεθυσμένοι μετά από 72 ποτά, παίρνουμε ναρκωτικά με κίνδυνο η καρδιά μας να κλατάρει ανά πάσα στιγμή, πετάμε κάθε δυο μήνες με αεροπλάνα, κάνουμε μπάντζι-τζάμπινγκ.

Κατά δεύτερον, ένα τέτοιο ερώτημα που θέτεις συχνά στον εαυτό σου, βάζει την καθημερινότητα σε μια συγκεκριμένη προοπτική. Σε ένα δομημένο perspective.

Και, βάσει αυτής της συνειδητοποίησης, βοηθιέσαι ως προς το να πάρεις (ή να μην πάρεις) κάποιες σημαντικές αποφάσεις που αφορούν στην μετέπειτα ζωή σου.

Τι θα έκανα λοιπόν αν ήμουν στη θέση του άγνωστου άνδρα στο παραπάνω βιντεοκλίπ, μόνο που αντί για 200 δευτερόλεπτα, είχα στη διάθεσή μου 24 γεμάτες ώρες να ζήσω προτού αποχαιρετήσω τα εγκόσμια;

Το πιθανότερο είναι ότι, για τις πρώτες ώρες, θα ήμουν υπό καθεστώς σοκ, αδυνατώντας να συνειδητοποιήσω τόσο το ίδιο το γεγονός, όσο και το αναπόφευκτο του όλου πράγματος.

Πιστεύω θα «μπούκωνα» αρκετά ζάναξ ή ηρεμιστικά, αν είχα στο ντουλάπι μου.

Κάτι που θα με έκανε να χαλαρώσω.

Αν δεν είχα, θα ξεκίναγα να πίνω – το αλκοόλ είναι το αμέσως επόμενο πράγμα που θα με χαλάρωνε, θα μούδιαζε ευχάριστα τον εγκέφαλό μου και θα έκανε reboot στο όλο σύστημα να πάρει ξανά μπροστά και να αρχίσω να σκέφτομαι πράγματα προς μια λογική κατεύθυνση.

Νομίζω ότι, κατόπιν τούτων, θα γελούσα με τα χάλια μου μπροστά στον καθρέπτη, αναλογιζόμενος εκείνο το «carpe diem», το «άδραξε την ημέρα» του «Κύκλου των Χαμένων Ποιητών» και του γνωστού μότο «να ζεις την ημέρα σου σαν να είναι η τελευταία σου».

Κυρίως γιατί ποτέ ΔΕΝ ήμουν αυτής της λογικής.

Ποτέ μου δεν άδραξα την ημέρα, ακόμη και όταν είχα κάθε δυνατότητα να το κάνω: ζω μονίμως, ψυχή τε και «σώματι», είτε στο παρελθόν, είτε στο μέλλον.

Ποτέ στο παρόν.

Είτε κάνω αναδρομές στο παρελθόν και νοσταλγώ την παιδική και μετεφηβική μου ηλικία (αρνούμενος, έργω και λόγω, να ξεκόψω από αυτήν, όπως αποδεικνύεται και από πολλές καθημερινές μου πράξεις), είτε κάνω αναδρομές στο μέλλον και στο «πόσο καλύτερα θα είμαι εκεί, σε μερικά χρόνια από τώρα».

Αλλά για το παρόν; Ούτε λόγος.

Δεν έμαθα να «ζω στο τώρα και το σήμερα».

Οπότε, αναγκαστικά θα ζήσω στο σήμερα και στο τώρα, μόνο κατά την τελευταία ημέρα της ζωής μου.

Νομίζω θα έπαιρνα ναρκωτικά. Ο,τι έβρισκα στα χέρια μου.

Θα κάπνιζα ρίγανη, θα σνίφαρα ασπιρίνη, θα έβαζα στις φλέβες μου μέχρι και χλωρίνη.

«Who cares» αν θα πάθω overdose στο κάτω κάτω;

Μετά, την ώρα που θα πήγαινα να πάρω «όλα τα ναρκωτικά του κόσμου από το 1327 μ.Χ. και μετά», που λέει και ο Τζόνι Ντεπ-Χάντερ Τόμσον στην ταινία «Φόβος και Παράνοια στο Λας Βέγκας», νομίζω εκεί θα άρχιζα να έχω δεύτερες σκέψεις.

«Και αν κάποιος μού κάνει πλάκα και δεν έχω 24 ώρες ζωντανός και πάω να φάω το κεφάλι μου τσάμπα από ναρκωτικά και φύγω άδικα και βερεσέ;», θα σκεφτόμουν.

Οπότε, θα άφηνα τα ναρκωτικά στην άκρη και θα έβγαζα ένα αεροπορικό εισιτήριο – αλέ αλλά χωρίς ρετούρ – για τον απόλυτο ταξιδιωτικό προορισμό που θέλω να πάω: την Ισλανδία.

Κατόπιν, θα αποχαιρετούσα τους γονείς μου – αν ζούσαν ακόμη.

Θα αποχαιρετούσα την πρώην γυναίκα μου και μητέρα του παιδιού μου, τους φίλους μου, τους συναδέλφους μου στη δουλειά και την σύντροφό μου – αν είχα.

Δεν θα έφτιαχνα καμία βαλίτσα, δεν θα κουβαλούσα τίποτα μαζί μου.

Δεν θα ασχολιόμουν με κανενός είδους πακετάρισμα: εγώ, το κινητό μου τηλέφωνο και το πορτοφόλι μου μόνο.

Πριν πάω στο αεροδρόμιο, θα έφτιαχνα ένα βίντεο για τον γιο μου, τον Φίλιππο, όπου θα του έλεγα ότι αυτός είναι το σημαντικότερο πράγμα που κατάφερα να κάνω στη ζωή μου.

Και στο ίδιο βίντεο θα προσπαθούσα να του εξηγήσω και να του κάνω «πενηνταράκια» μερικές αλήθειες και διαπιστώσεις – μαθήματα ζωής για πολλά ζητήματα που θα τον απασχολήσουν στο μέλλον, από τη σχέση του με το άλλο φύλο μέχρι την πολιτική και την κοινωνία.

Θα του έστελνα το βίντεο καθ’ οδόν για το αεροδρόμιο και θα τον αποχαιρετούσα -δεν μπορώ να αποχαιρετώ από κοντά τα άτομα που αγαπώ περισσότερο (πόσο μάλλον για πάντα).

Θα έμπαινα στο αεροπλάνο για το Ρέικιαβικ.

Και μετά θα Έκαιγα την Σκιά μου.