Το The Truman Show κυκλοφόρησε τον Ιούνιο του 1998.

Εικοσιπέντε χρόνια μετά είναι το ίδιο (ίσως και περισσότερο, σήμερα, πλέον…) σημαντικό όσο την ημέρα που κυκλοφόρησε στις κινηματογραφικές αίθουσες.

Το είδα στο σινεμά την πρώτη εβδομάδα που βγήκε – ήμουν, είμαι και θα είμαι αμετανόητος οπαδός του σκηνοθέτη της ταινίας, του Αυστραλού Peter Weir, ενός ανθρώπου με ουκ ολίγες ταινίες αναφοράς στην εκτενή φιλμογραφία του, από τον «Κύκλο των Χαμένων Ποιητών» μέχρι το «Μυστικό του Βράχου των Κρεμασμένων».

Ωστόσο, με το The Truman Show, ο Γουίρ κατάφερε να φτιάξει μια ταινία-πραγματική οπτικοακουστική εμπειρία που προφήτευσε τόσο πολύ το μέλλον (όλων μας), ώστε στην εποχή της θεωρήθηκε σχεδόν… παράταιρη και «δυστοπική», καθώς απεικόνιζε τον τρόπο με τον οποίο ο Christof (Ed Harris), έχει καταφέρει να κάνει επί 30 χρόνια τηλεοπτικό σίριαλ τη ζωή ενός συνηθισμένου ανθρώπου, του Truman Burbank (Jim Carrey), χωρίς όμως ο ίδιος ο Τρούμαν να το γνωρίζει.

Η «δυστοπία» του The Truman Show ήρθε μόλις μερικούς μήνες μετά, με το Ολλανδικό ριάλιτι σώου «Big Brother» να βγαίνει στις τηλεοπτικές οθόνες το 1999 (και κατόπιν σε Αγγλία, Ελλάδα και άλλες 50 χώρες) και την ταινία του Γουίρ να προφητεύει με απόλυτη ευστοχία την εποχή των reality shows και την επικείμενη κατάργηση των ορίων και των συνόρων μεταξύ της δημόσιας και της ιδιωτικής μας ζωής.

Από το 1999 και μετά, εμείς οι ίδιοι είμαστε στη θέση του Truman Burbank, εμείς οι ίδιοι είμαστε – εν γνώσει μας ή όχι – πρωταγωνιστές σε μια τεράστια «σαπουνόπερα», οι ακουσίως ασυνείδητοι «ήρωες» ενός τεράστιου τεχνολογικού αστείου, υπό την γελοία πρόφαση της «προστασίας του δημοσίου συμφέροντος», που παίζεται εις βάρος μας τα τελευταία 25 χρόνια.

Η ταινία σχεδόν απαιτεί να θεαθεί απανωτές και συνεχόμενες φορές, προκειμένου να κατανοηθεί και να βιωθεί το μέγεθος αλλά και το βάθος των φιλοσοφικών αναφορών της.

Ο Truman δεν έχει την παραμικρή ιδέα για το ότι όλοι οι άνθρωποι με τους οποίους συμβιώνει καθημερινά, όπως η γυναίκα του και ο κολλητός του, με τον οποίο πίνουν μπίρες, είναι ηθοποιοί και πως το σπίτι στο οποίο κατοικεί είναι στην πραγματικότητα ένα πλατό σε ένα τηλεοπτικό στούντιο με κρυμμένες κάμερες που καταγράφουν συστηματικά όλες του τις δραστηριότητες, από τις πλέον αθώες (ένα απλό ξύρισμα στο μπάνιο) μέχρι τις πλέον… ύποπτες (τουαλέτα, ύπνο, μέχρι και ερωτικές συνευρέσεις).

Η ταινία, που αποτελεί μια αλληγορία, είναι σαν μια φωτογραφία με το φαινόμενο «Droste effect» (ή «mise en abyme», σαν το εξώφυλλο του άλμπουμ «Ummagumma» των Pink Floyd), καθώς εγκολπώνει μέσα στο σενάριο της πολλές άλλες αλληγορίες από το παρελθόν, όπως την πλατωνική αλληγορία του Σπηλαίου – μην ξεχνάμε ότι ο πρωταγωνιστής Truman γεννήθηκε και μεγάλωσε μέσα σε έναν κόσμο περιορισμένων ορίων και γεμάτο από πάσης φύσεως «σκιές», ζώντας καθημερινά μια ψευδαίσθηση, ακριβώς όπως ο κάτοικος του πλατωνικού Σπηλαίου.

Ο Τruman (λογοπαίγνιο-συνδυασμός των λέξεων «true» και «man», δηλαδή «Πραγματικός Ανθρωπος») δεν μπορεί να ξεχωρίσει την αλήθεια από το ψέμα, την πραγματικότητα από την ψευδαίσθηση, το όλον από το τίποτα. Το μόνο που μπορεί να κάνει είναι απλά να συμμετέχει, χωρίς να το γνωρίζει, σε μια παγκόσμια συνωμοσία χιλιάδων ανθρώπων, εκ των οποίων άλλοι επωφελούνται οικονομικά από τον Burbank και άλλοι απλώς τον χρησιμοποιούν ως το τηλεοπτικό και ψυχαγωγικό τους αποκούμπι μετά από μια δύσκολη ημέρα στην (αληθινή) δουλειά τους.

Ο Γουίρ θέτει στον θεατή ευθέως το ερώτημα: μπορεί η τηλεόραση (ή το σινεμά), με την βοήθεια των νέων τεχνολογιών, να δημιουργήσει έναν κόσμο ολόιδιο με αυτόν της καθημερινής μας πραγματικότητας (ένα ερώτημα που, κάπως διαφορετικά, προτάσσει και η σχεδόν σύγχρονή της ταινία, το The Matrix, που κυκλοφόρησε μερικούς μήνες μετά);

Η πραγματικά συγκλονιστική στιγμή στην ταινία είναι, ασφαλώς, το φινάλε της.

Καθώς ο Τρούμαν ζει στο Σιχέιβεν – μια πόλη κατασκευασμένη πάνω σε ένα τεράστιο πλατό – και τους δημιουργούς του σώου να φαντάζονται ότι σε κάποιο σημείο της ζωής του ενδεχομενώς και να κάνει μια απόπειρα να «απογαλακτιστεί» από την «φυλακή» του και να δραπετεύσει από το Σιχέιβεν, έχουν εφεύρει αρκετά τεχνάσματα προκειμένου να τον αποτρέψουν να ταξιδέψει: αφενός «σκοτώνουν», σχηματικά, τον πατέρα του σε ένα ταξίδι ψαρέματος ώστε να μεταδώσουν στον Τρούμαν την υποσυνείδητη φοβία για το νερό και αφετέρου δείχνουν σε έκτακτα δελτία ειδήσεων [τα οποία παρακολουθεί αρχικά έντρομος, αλλά κατόπιν πολύ πιο υποψιασμένος ο Τρούμαν] όπου δημοσιογράφοι και ρεπόρτερ μιλάνε για τους κινδύνους που έχουν τα αεροπορικά ή τα ακτοπλοϊκά ταξίδια.

Η βαθιά ανθρώπινη και ουμανιστική θέληση, ωστόσο, του Τρούμαν υπερισχύει όλων των απαγορεύσεων, συνειδητών ή μη, που επιβάλλει ο Cristof και μια νύχτα καταφέρνει να αποδράσει από το υπόγειο του σπιτιού του χωρίς να τον αντιληφθούν και, έχοντας ξεπεράσει την όποια φοβία του για το νερό και το υγρό στοιχείο, προσπαθεί να δραπετεύσει από την πόλη με μια βάρκα.

Τότε, ο Cristof, βλέποντας την «κότα που κάνει τα χρυσά αυγά» να κινδυνεύει να διαφύγει, δίνει εντολή στο συνεργείο να δημιουργήσει μια μεγάλη τεχνητή καταιγίδα πάνω από την βάρκα του Τρούμαν. Όμως τελικά, υπερισχύει ξανά η αποφασιστικότητα του Τρούμαν, ο οποίος φτάνει με την βάρκα του, μετά κόπων και βασάνων, στο τέλος του… πλατό. Και πέφτει πάνω σε τοίχο.

O Τρούμαν, σοκαρισμένος, βλέπει κάτι σκαλιά που οδηγούν σε μια πόρτα που γράφει «Εξοδος». Καθώς τολμάει να βγει από αυτό που νομίζει ότι είναι ο κόσμος του, ο Κριστόφ παίρνει το μικρόφωνο και επιχειρεί να του μιλήσει απευθείας – σε έναν άνθρωπο που ακούει απλά μια φωνή από πάνω, από τον ουρανό (τον δικό του, αλλά και του τηλεοπτικού στούντιο).

Και μετά ακολουθεί ένας από τους σπουδαιότερους – με σαφείς θεολογικές και θρησκευτικές προεκτάσεις – διαλόγους στην ιστορία του παγκόσμιου σινεμά. Θαυμάστε συνομιλία:

Τρούμαν: Ποιος είσαι εσύ;
Cristof: Είμαι ο δημιουργός μιας τηλεοπτικής εκπομπής που δίνει ελπίδα, χαρά και έμπνευση σε εκατομμύρια ανθρώπους.
Τ: Και ποιος είμαι εγώ;
C: Είσαι το αστέρι της εκπομπής.
Τ: Αρα δεν ήταν τίποτα αληθινό;
C: Εσύ ήσουν αληθινός. Αυτό είναι που σε έκανε τόσο καλό να σε βλέπω. Άκουσέ με, Τρούμαν. Δεν υπάρχει περισσότερη αλήθεια εκεί έξω απ’ ό,τι υπάρχει στον κόσμο που δημιούργησα για σένα. Τα ίδια ψέματα. Η ίδια απάτη. Αλλά στον κόσμο μου, δεν έχεις τίποτα να φοβάσαι. Σε ξέρω καλύτερα απ’ ότι γνωρίζεις εσύ τον εαυτό σου.
Τ: Ποτέ δεν είχες κάμερα στο κεφάλι μου!
C: Φοβάσαι. Γι’ αυτό δεν μπορείς να φύγεις. Εντάξει, Τρούμαν. Καταλαβαίνω. Σε παρακολουθώ όλη σου τη ζωή. Παρακολουθούσα όταν γεννήθηκες. Παρακολουθούσα όταν έκανες το πρώτο σου βήμα. Σε παρακολουθούσα την πρώτη σου μέρα στο σχολείο. Δεν μπορείς να φύγεις, Τρούμαν. Μίλα μου. Πες κάτι. Πες κάτι, γαμώτο! Είσαι στην τηλεόραση! Είσαι ζωντανά σε όλο τον κόσμο!
Τ: Σε περίπτωση που δεν σας δω, καλημέρα, καλησπέρα και καληνύχτα. 

Ο Τρούμαν υποκλίνεται στο κοινό, το κοινό ΤΟΥ, και ανοίγει την πόρτα εισερχόμενος στον αληθινό κόσμο, ίσως στην πραγματικότητα, ίσως σε έναν κόσμο όπου δεν εξουσιάζεται από τον οποιονδήποτε δημιουργό, Δημιουργό, Πατέρα ή Πατερούλη. Ή Μεγάλο Αδελφό.

Τότε, ένα στέλεχος του τηλεοπτικού σταθμού που προβάλλει το σόου, λέει στο συνεργείο να σταματήσουν απότομα τη μετάδοση.

Και τότε, σε μια από τις σπουδαιότερες, βαθιά κυνικές μέσα στον απόλυτο τηλεοπτικό ρεαλισμό τους, σκηνές κλεισίματος ταινίας όλων των εποχών, το – μέχρι πρότινος πιστό και φανατικό – τηλεοπτικό κοινό του Τρούμαν κάνει τώρα ζάπινγκ στους τηλεοπτικούς του δέκτες, επιχειρώντας να βρει κάτι άλλο ενδιάφερον να παρακολουθήσει, με την ταινία να προφητεύει μέχρι και την «απόσπαση προσοχής» από την οποία πάσχουμε όλοι μας τα τελευταία χρόνια, ελέω ίντερνετ και 24ωρης συνδεσής μας στο Διαδίκτυο.

Σύμφωνα με το προ ημερών αφιερωματικό άρθρο του BBC, το αρχικό σενάριο του Αντριου Νίκολ ήταν περισσότερο ένα θρίλερ επιστημονικής φαντασίας, με την ιστορία να εκτυλίσσεται στη Νέα Υόρκη. Ο Σκοτ Ρούμπιν αγόρασε το σενάριο και το έδωσε στην Paramount να το γυρίσει. Ο Νίκολ έκανε κάποιες αλλαγές, καθώς η παραγωγή περίμενε να αδειάσει το πρόγραμμα του Τζιμ Κάρεϊ, ώστε να αρχίσουν τα γυρίσματα. Τελικά, η ταινία «έσπασε ταμεία», με κέρδη περισσότερα από 125 εκατ. δολάρια στις ΗΠΑ και περίπου 264 εκατ. δολάρια παγκοσμίως, ενώ υπήρξε και καλλιτεχνική επιτυχία καθώς έλαβε τρεις υποψηφιότητες για Οσκαρ, ενώ βραβεύτηκε με τρεις Χρυσές Σφαίρες.

«Ούτε ο ίδιος δεν περίμενα ότι το “The Truman Show” θα αποδεικνυόταν τόσο προφητικό. Δεν είχα ιδέα ότι το τσουνάμι των ριάλιτι βρισκόταν προ των πυλών», λέει ο Πίτερ Γουίαρ στο BBC Culture, ενώ ο ίδιος ο δημιουργός του «Big Brother», o Ολλανδός John de Mol, δήλωσε πως όταν είδε το «Τruman Show» σκέφτηκε ότι ήταν καλύτερα να προχωρήσει άμεσα στην προβολή του δικού του ριάλιτι. Το πρώτο «Big Brother» προβλήθηκε σχεδόν έναν χρόνο αργότερα. «Δεχόμαστε την πραγματικότητα του κόσμου τον οποίο μας παρουσιάζουν. Είναι τόσο απλό», λέει ο Εντ Χάρις. 

«Σίγουρα, η πρόσφατη ψηφιοποίηση και η υπερέκθεση της ζωής μας στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης θα μπορούσε να προκαλέσει στις ζωές μας ψυχώσεις όπως ακριβώς συμβαίνουν στην ταινία “Truman Show”», λέει στο BBC Culture ο δρ Φουσάρ-Πόλι, καθηγητής Προληπτικής Ψυχιατρικής στο Τμήμα των Μελετών Ψύχωσης του King’s College του Λονδίνου με τον δρα. Ιαν Γκολντ, καθηγητή Φιλοσοφίας και Ψυχιατρικής στο Πανεπιστήμιο MακΓκίλ του Μόντρεαλ να καταλήγει εμφατικά ότι «οι πολιτιστικές πραγματικότητες εισχωρούν πάντα στην ψυχωτική εμπειρία και ως εκ τούτου η μετάβαση σε μια ψηφιακή ζωή θα μπορούσε να αυξήσει την παράνοια γύρω από την παρακολούθηση, δηλαδή το να επιθυμούμε διαρκώς να παρακολουθούμε ή να παρακολουθούμαστε από κάποιους».

Στα ενδιαφέροντα παραλειπόμενα της ταινίας, να πούμε ότι Ed Harris και ο Jim Carrey δεν συναντήθηκαν ποτέ κατά την διάρκεια των γυρισμάτων, η σκηνή κατά την οποία ο Jim Carrey ζωγραφίζει με το σαπούνι πάνω στον καθρέφτη του μπάνιου, δεν υπήρχε στο σενάριο, αλλά είναι στην πραγματικότητα αυτοσχεδιασμός του καναδού ηθοποιού, το ιστιοπλοϊκό που χρησιμοποιεί ο Τρούμαν ονομάζεται «Santa Maria», σαν ένα από τα πλοία του Χριστόφορου Κολόμβου [μια αλληγορία ότι ο Τρούμαν ανακαλύπτει τον δικό του Νέο Κόσμο], ενώ τo μέρος όπου πραγματικά βρίσκεται η πόλη Σιχέιβεν στην οποία γυρίστηκε όλη η ταινία, ονομάζεται Seaside και βρίσκεται στη Φλόριδα των Ηνωμένων Πολιτειών.