Το 1976 βρήκε τον 29χρονο David Bowie στη χειρότερη κατάσταση της ζωής του, μέχρι τότε: μια μύτη κατεστραμμένη από την κοκαΐνη, ένα συκώτι πρησμένο από τη βότκα, μια καρδιά που κόντευε ανά πάσα στιγμή να βαρέσει μπιέλα από τους 130+ παλμούς που χτυπούσε καθημερινά, μια ψυχή που δήλωνε προς κάθε κατεύθυνση ένα έλλειμμα αυτοπεποίθησης και, κυρίως, ένα μυαλό που δεν είχε άλλη εναπομείνασα διάθεση να το παλέψει άλλο πάνω σε αυτόν τον πλανήτη.

Κάπως έτσι, ο Bowie αποφάσισε να κάνει μια μεγάλη αλλαγή στη ζωή του: καταρχάς έφυγε από το Λος Άντζελες («το χειρότερο μέρος στη Γη», όπως είχε πει) και μετακόμισε ξανά σε ευρωπαϊκό έδαφος. Κατόπιν, αποφάσισε να κόψει τα ναρκωτικά –ή τουλάχιστον να περιορίσει την ποσότητα κόκας που θα κατανάλωνε καθημερινά. Και τέλος να ξεφορτωθεί όλους εκείνους τους ανθρώπους που κουβαλούσε από το 1970 και του έκαναν κακό, κυρίως δε την σύζυγο του, Angie. Αυτό που επεδίωκε ο Bowie ήταν απομόνωση από όλους κι από όλα, μέχρι να ξαναβρεί τον χαμένο του εαυτό.

Στα μέσα του 1976 πήρε τηλέφωνο τον Brian Eno και μαζί με τον Tony Visconti εγκαταστάθηκαν όλοι μαζί στα προάστια του Παρισιού. Εκεί άρχισε η ηχογράφηση του επόμενου άλμπουμ στο διαβόητο (για την ηχητική, αλλά και… τα φαντάσματα του) στούντιο Chateau d’Herouville –τόπος ηχογράφησης πολλών άλμπουμ, μεταξύ άλλων, του Elton John, των Big Star, κτλ

Είναι λοιπόν τουλάχιστον οξύμωρο το γεγονός πως η ηχογράφηση του (θεωρούμενου ως) πρώτου… βερολινέζικου άλμπουμ του Bowie ξεκίνησε στο Παρίσι κι όχι στο Βερολίνο, όπως υπονοείται πολλάκις.

Το άλμπουμ που προέκυψε είναι χωρισμένο σε δυο πλευρές: η πρώτη είναι η πιο ροκ και η δεύτερη πιο ηλεκτρονική –σαν τα μάτια του δημιουργού του, που το ένα είναι πράσινο και το άλλο μπλε.

Αυτή η αίσθηση απομονωτισμού που ένιωθε ο Bowie είναι εμφανής και στους στίχους, καθώς σε τρία τραγούδια της πρώτης πλευράς, τα “Breaking Glass”, “What in the World” και “Sound and Vision”, επαναλαμβάνει διαρκώς την λέξη «δωμάτιο», σαν όλα τα τεκταινόμενα να εκτυλίσσονται ανάμεσα σε τέσσερεις τοίχους.

Η επιρροή του Brian Eno στο “Low” του David Bowie

Ωστόσο, το αδιαφιλονίκητο επίκεντρο του άλμπουμ, κατ’ εμέ, είναι τα ηλεκτρονικά instrumental της δεύτερης πλευράς: το “Warszawa” [που, παραφρασμένο, έδωσε το όνομά του και στην πρώτη εκδοχή των Joy Division] είναι ακριβώς αυτό που ευαγγελίζεται: σαν να βρίσκεσαι σε ένα σκοτεινό προάστιο της Βαρσοβίας και να κάνεις βόλτες ανάμεσα σε εργατικές κατοικίες του ανατολικού μπλοκ. Ένα συγκλονιστικό κομμάτι που μοιάζει να συνδέει την νοητή γραμμή ανάμεσα στο soundtrack του «Κουρδιστού Πορτοκαλιού» του Wendy Carlos με τους Le Mystère des Voix Bulgares.

Το “Art Decade” ηχεί αποκομμένο όχι μόνο από το υπόλοιπα άλμπουμ, αλλά από σχεδόν όλη την υπόλοιπη δισκογραφία του. Περισσότερο ταιριάζει σε συγγενή άλμπουμ όπως το Another Green World του Eno ή το My Life In The Bush Of Ghosts –το οποίο, διόλου συμπτωματικά, ηχογραφήθηκε με το Low ως μουσική του πυξίδα…

Ο ήχος του “Weeping Wall” με τη σειρά του επηρέασε μερικές δεκάδες συγκροτήματα, όπως οι Υellow Magic Orchestra, ενώ το “Subterraneans” είναι μάλλον ο πνευματικός πατέρας του μεταγενέστερου “V-2 Schneider”.

Εντέλει, το άλμπουμ δεν είναι τίποτα άλλο παρά μια μαύρη τρύπα ηλεκτρονικής/ambient μουσικής, μέσα στο περιρρέον σύμπαν της πανκ.
Μια μουσική «ανορθογραφία» που μπορεί να μοιάζει παράταιρη, αλλά τελικά αποδεικνύεται πως είναι απολύτως ταιριαστή με τα γύρω μουσικά συμφραζόμενα –κάτι που θα γινόταν πιο αντιληπτό όχι τόσο 3-4 χρόνια μετά, με την άνοδο των Νέο-Ρομαντικών και του new-wave, αλλά κυρίως μια δεκαετία (και βάλε) μετά.

Αυτό που απέμενε να βρεθεί ήταν ο τίτλος του νέου του πονήματος. Ο Bowie συχνά πυκνά έδινε στα άλμπουμ του τίτλους που αντικατόπτριζαν την εκάστοτε συναισθηματική του κατάσταση.

Έτσι, μετά την δημιουργική παράνοια του Aladdin Sane, ο Bowie από το εξώφυλλο του νέου του άλμπουμ καθιστά σαφή την κατεύθυνση που θέλει να πάρει εις το εφεξής η καριέρα του: τιτλοφορεί το άλμπουμ του Low, ενώ από κάτω απεικονίζεται ο ίδιος φωτογραφισμένος προφίλ. Low + profile, ήτοι χαμηλό προφίλ, σεμνά και ταπεινά, χωρίς πολλές φανφάρες, όπως πριν πέντε χρόνια, όταν… boy, could he play guitar.

Με το Low ο Βowie κατάφερε να γίνει αυτό που, ο ίδιος είχε πει κάποτε, πως απεχθανόταν: μια ομόφωνα σεβαστή μουσική οντότητα.

Κυρίως όμως απέδειξε πως ίσχυε περίτρανα εκείνο το παλιό μαρκετινίστικο μότο που του πρόσαψαν κάποτε: πως δηλαδή υπάρχει old-wave, υπάρχει new-wave, και κάπου στη μέση υπερέχει και ξεχωρίζει ο υπέροχα ετερόφωτος David Bowie.