Ο «Δρόμος από Κίτρινα Τούβλα», στην αμερικανική ποπ κουλτούρα, συμβολίζει μια αισιόδοξη πορεία ζωής που καταλήγει σε ένα όμορφο αποτέλεσμα για όλους τους άμεσα εμπλεκομένους -μια δεύτερη εκδοχή του, σημαίνει ότι προκειμένου κάποιος να φτάσει στον προορισμό της ζωής του, πρέπει απαραιτήτως να κοιτάξει πίσω του, στις ρίζες και στο παρελθόν του.

Η σημειολογική και ψευδο-φιλοσοφική έννοια του «δρόμου από κίτρινα τούβλα» προέρχεται από την ταινία «Μάγος του Οζ», και είναι ένα μονοπάτι που η πρωταγωνίστρια, η Ντόροθι και οι φίλοι της ακολουθούν πιστά προκειμένου να φτάσουν στον προορισμό τους: στη Σμαραγδένια Πόλη.

Στα τέλη του 1972 και στις αρχές του 1973 ο Elton John βρίσκεται σε ρυθμό… Hunky Dory (μια βρετανική έκφραση που σημαίνει «όλα καλά, όλα ανθηρά»), καθώς δεν αντικατοπτρίζει μόνο την προσωπική και επαγγελματική του ζωή, αλλά και ένα από τα αγαπημένα του άλμπουμ, αυτό του David Bowie που είχε κυκλοφορήσει μερικούς μήνες νωρίτερα και έπαιζε διαρκώς στο πικάπ του σπιτιού του Elton.

Υπό αυτό το υπεραισιόδοξο και άκρως υποσχόμενο κλίμα ο John και η μπάντα του σπεύδουν να ηχογραφήσουν το επόμενο άλμπουμ του, το οποίο, όπως τους πληροφορεί σχετικά και ο ίδιος, θα είναι όχι μονό, αλλά διπλό!

Μετά από μια αποτυχημένη προσπάθεια ηχογράφησης σε ένα στούντιο στη Τζαμάικα (ο Elton περνούσε μια φάση που άκουγε πολύ ρέγκε μουσική στις αρχές του ‘73), το άλμπουμ τελικά ηχογραφήθηκε σε ένα κάστρο του 18ου αιώνα έξω από το Παρίσι, στη Γαλλία, το Château d’Hérouville, όπου ο Elton John είχε ηχογραφήσει τα δύο προηγούμενα άλμπουμ του, το «Honky Château» (το ευφυές και παιχνιδιάρικο παρατσούκλι του στούντιο) το 1972 και το «Don’t Shoot Me I’m Only the Piano Player» νωρίτερα το 1973.

Ο μόνιμος συνεργάτης του, ο Bernie Taupin έγραψε όλους τους στίχους για τα 17 τραγούδια του άλμπουμ μέσα σε δυόμισι εβδομάδες, ενώ ο John συνέθεσε το μεγαλύτερο μέρος της μουσικής μέσα σε τρεις μόλις ημέρες, ενώ βρισκόταν στη Τζαμάικα.

Παραγωγός του άλμπουμ ήταν ο Gus Dudgeon, ο οποίος αρχικά δεν περίμενε ένα διπλό άλμπουμ. Ωστόσο, ο John και ο Taupin είχαν συνθέσει 22 κομμάτια για το άλμπουμ και κατέληξαν να ηχογραφήσουν 18 από αυτά (εκ των οποίων, τα δύο από τα οποία συγχωνεύτηκαν για το εναρκτήριο, απογειωτικό medley του «Funeral For a Friend/Love Lies Bleeding»).

Αυτό που προέκυψε φυσικά είναι ένα ποικιλόμορφο διπλό άλμπουμ, το οποίο ανακεφαλαιώνει σε μουσικό επίπεδο πολλά από τα μουσικά genres που εξερεύνησε ο John κατά τη διάρκεια των πρώτων τεσσάρων χρόνων της καριέρας του. Pop, rock, country, reggae, soul και R&B ενώνονται σε ένα πανέμορφο μουσικό μωσαϊκό, ενώ την τελευταία στιγμή, ο Elton αποφάσισε να ρίξει και μια πρέζα από prog rock στο τελικό αποτέλεσμα.

Κάθε τραγούδι στέκεται ως το δικό του ηχητικό ποίημα (και πόνημα), καθώς οι στίχοι του Taupin δημιουργούν εικόνες ενός νοσταλγικού και μερικές φορές γλυκόπικρα οδυνηρού κοντινού παρελθόντος, από το οποίο δεν μπορείς πραγματικά να ξεφύγεις και ανεξάρτητα από το πόσους δρόμους με κίτρινα τούβλα θα ακολουθήσεις μέχρι να βρεις το μονοπάτι της ζωής σου.

To σημαδιακό όνειρο του Elton John

Το άλμπουμ ξεκινά με την καλύτερη πρώτη πλευρά οποιουδήποτε άλμπουμ του Elton John και το prog-rock έπος του «Funeral For a Friend/Love Lies Bleeding».

Όταν ο John ξεκίνησε να γράφει το συγκεκριμένο (που χτίστηκε σε δυο διαφορετικά τραγούδια, το πρώτο μέχρι το 4:40 και το δεύτερο αμέσως μετά, τα οποία ενώθηκαν στην πορεία), φαντάστηκε, λέει, τον εαυτό του νεκρό και είδε στον ύπνο του την μουσική που ήθελε να παίζει στην κηδεία του.

Σίγουρα ήταν ένα από τα καλύτερα όνειρα που έχει δει ποτέ άνθρωπος, γιατί μέσα σε 11 λεπτά όχι μόνο έγραψε το προσωπικό του «ρέκβιεμ για ένα όνειρο», αλλά μάλλον (για να μην πω σίγουρα) συνέθεσε τα 11 σπουδαιότερα λεπτά όλης της ούτως ή άλλως τιτάνιας καριέρας του.

Ένα έξτρα kudos αξίζει στον μηχανικό ήχου του, David Hentschel, ο οποίος έπαιξε το στοιχειωτικό εναρκτήριο μοτίβο στο synthesizer και στον κιθαρίστα Davey Johnstone για την power pop κιθαριστική μελωδία που βγάζει ακριβώς στη μέση του τραγουδιού, που είναι σαν να παίζουν οι Big Star υπό την επήρεια στεροειδών.

Για την ιστορία δε, να πούμε εδώ ότι όταν ο Axl Rose έγραφε, το 1989-1990, το «November Rain», είπε στους υπόλοιπους Guns n’ Roses ότι «θέλει να ακούγεται σαν το «Funeral for a Friend/Love Lies Bleeding».

Το εναρκτήριο αυτό μουσικό έπος αποδεικνύει και μαζί αναδεικνύει το μεγαλύτερο πλεονέκτημα του «Goodbye Yellow Brick Road» που δεν είναι άλλο από την συνοδευτική μπάντα του Elton. Ο ντράμερ Nigel Olsson και ο μπασίστας Dee Murray ήταν με τον John για χρόνια, αλλά δεν τους είχε επιτραπεί να παίξουν σε ένα ολόκληρο άλμπουμ μέχρι το «Honky Chateau» του 1971. Κατόπιν, προσέλαβαν τον κιθαρίστα Davey Johnstone, του οποίου τα πυκνογραμμένα κιθαριστικά riff θα έδιναν στο άλμπουμ αυτό τον χαρακτηριστικό «κρατσανιστό» του ήχο.

Τα τρία μέλη της μπάντας συνέβαλαν επίσης στις υπέροχες φωνητικές αρμονίες που συμπληρώνουν το άλμπουμ, προσθέτοντας ένα ακόμη χαρακτηριστικό στοιχείο στον ήχο του John.

Το «Candle in the Wind» συνεχίζει την πάγια συνήθεια του John να συνθέτει περίτεχνες ποπ μπαλάντες όπως αυτήν, που εκθειάζει την μορφή και την προσωπικότητα της Marilyn Monroe – και 25 χρόνια μετά την αδικοχαμένη πριγκίπισσα Νταϊάνα της Ουαλίας.

Το glam/cabaret του «Bennie and the Jets», κομμένο και ραμμένο, θαρρείς, για να ακούγεται στις μεγαλύτερες συναυλιακές αρένες και στάδια, στηρίζεται με χέρια και με πόδια στο πιάνο και οι glam στίχοι του μιλάνε για ένα φανταστικό συγκρότημα (με σαφείς τις επιρροές από το σύγχρονό του άλμπουμ «The Rise and Fall of Ziggy Stardust & the Spiders from Mars» του David Bowie).

Το σερί των σπουδαίων τραγουδιών συνεχίζεται με το ομώνυμο κομμάτι του άλμπουμ, μια παραλλαγή προς το ακόμη ανθεμικότερο του «Candle in the Wind». Το «Goodbye Yellow Brick Road» – κατά πολλούς το καλύτερο τραγούδι που συνέθεσε και τραγούδησε ποτέ ο John – είναι ένα κινηματογραφικό homage στο «Μάγο του Οζ», με τον Taupin να παρουσιάζει τον πρωταγωνιστή του τραγουδιού του ως έναν «φτωχό και μόνο καουμπόι» που αποφασίζει να εγκαταλείψει τα λαμπερά φώτα της φήμης και του πλούτου που του έδωσε η Tinseltown (δηλαδή το Χόλιγουντ) προκειμένου να βρει την μοίρα και το ριζικό της ζωής του ακολουθώντας τον «δρόμο με τα κίτρινα τούβλα».

Στη συνέχεια έρχεται το πιο… διαβόητο κομμάτι του άλμπουμ, το reggae «Jamaican Jerk-Off», το οποίο στέκεται αντάξιο του τίτλου του, που σημαίνει «τζαμαϊκάνικη μαλακία». Ξεκινάει όντως με τις καλύτερες των προθέσεων, αλλά καταλήγει σε ένα αποτυχημένο μουσικό πείραμα, κυρίως λόγω της συνοδευτικής μπάντας του Elton, η οποία αδυνατεί να ενταχθεί στο ρέγκε κλίμα, αποτυγχάνοντας εντέλει να απογειώσει ένα τραγούδι που γράφτηκε με αυτόν ακριβώς το στόχο.

Μερικά ακόμη αξιοσημείωτα τραγούδια του άλμπουμ είναι το neo-noir και α λα Roxy Music «I’ve Seen That Movie Too», το παριζιάνικο μπουρλέσκ του «Painted Lady», το γκανγκστερικό «The Ballad of Danny Bailey» που αναδεικνύει για ακόμη μια φορά την απαράμιλλη ικανότητα του Taupin στην αφήγηση όμορφων ιστοριών, το funky «The Girls Love Alice» που προλειαίνει ουσιαστικά το μουσικό έδαφος για την μετέπειτα συνεργασία του John με την Kiki Dee στο «Don’t Go Breaking My Heart», η country μπαλάντα «Roy Rogers» και το νοσταλγικό ροκαμπίλι του «Sister Can’t Twist (But She Can Rock ‘n Roll)».

Το ηχητικό κερασάκι σε αυτή την λαχταριστή μουσική τούρτα, φυσικά, δεν είναι άλλο από το εκπληκτικό «Saturday Night’s Alright (for Fighting)», μακράν το πιο συναρπαστικά ξεσηκωτικό τραγούδι που ηχογράφησε ποτέ ο John και η μπάντα του.

Τα εκτροχιασμένα κιθαριστικά licks από τον Johnstone οδηγούν στα uptempo rock n’ roll φωνητικά του John που γίνονται πιο άγρια και τραχιά καθώς το τραγούδι παίρνει φόρα και, όπως αναφέρουν και οι στίχοι του, συμπαρασέρνουν τους ακροατές στο πέρασμά του, όπως αντίστοιχα κάνει και μια «ντιζελοκίνητη αμαξοστοιχία».

Το straight-up hard rock του τραγουδιού αυτού, με τον Nigel Olsson να βαράνε σκληρά και οδυνηρά τα μπάσα και την μπότα των ντραμς του, αποτελεί το ικανότερο πειστήριο για τον καθένα ότι ο Elton δεν ήταν αποκλειστικά και μόνο ένας «τσουπωτός τυπάκος με εκκεντρικό γούστο στα γυαλιά όρασης και στα καπέλα που έγραφε ωραίες και μελωδικές μπαλάντες στο πιάνο του», αλλά κάτι πολύ πιο ουσιαστικό: έναν μουσικό με συγκεκριμένο μουσικό όραμα και με συγκεκριμένες δημιουργικές ιδέες ως προς το πώς να κατακτήσει το όραμα αυτό.

Σίγουρα, αν ο John είχε αποφασίσει να κόψει κάποια από τα μουσικά «λιπάκια», το «Goodbye Yellow Brick Road» θα ήταν ένα πολύ καλύτερο άλμπουμ από αυτό που είναι τώρα με τα διάφορα fillings που ενίοτε λειτουργούν αποσυντονιστικά στην ακοή του επίδοξου ακροατή του. Βασικά, θα μπορούσε κάλλιστα να θεωρηθεί ως ένα από τα καλύτερα άλμπουμ που έγιναν ποτέ, ένα άλμπουμ του 10/10.

Ακόμη και τώρα, βέβαια, μισόν αιώνα μετά την κυκλοφορία του, το άλμπουμ αυτό εξακολουθεί να είναι ένας δίσκος αναφοράς για το glam / rock της δεκαετίας του ’70, ένα υπερφιλόδοξο εγχείρημα που τελικά δικαιώνει απόλυτα, 50 χρόνια μετά, τον εμπνευστή και δημιουργό του.

Το «Goodbye Yellow Brick Road» είναι ένα πολυποικίλο, εκλεκτικό, άκρως ψαγμένο και υπερπλήρες άλμπουμ που βρίσκει τον Elton John και την μπάντα του στο απόλυτο προσωπικό, αλλά και συλλογικό αποκορύφωμα των μουσικών τους δυνάμεων.

Όπως επίσης, ήταν πλέον πασίδηλο ακόμη και σε όσους επέμεναν να το αρνούνται πεισματικά, πως το 1973 ο Elton John στεκόταν πλέον μόνος του, στην κορυφή, ως ο μεγαλύτερος ροκ και ποπ σταρ στον κόσμο.