Ξανακούσαμε και καταγράφουμε, ένα προς ένα, όλα τα non-album singles, singles-συμμετοχές σε δουλειές τρίτων και ΕΡ που κυκλοφόρησε ο τεράστιος David Bowie όσο ήταν εν ζωή.

Liza Jane (1964)
Μια Παρασκευή του Ιουνίου του 1964 και συγκεκριμένα στις 5 του μηνός ξεκινάει επισήμως η μουσική καριέρα του David Jones, με την κυκλοφορία του “Liza Jane”. Το πρωτοεμφανιζόμενο συγκρότημα, ονόματι Davie Jones and the King Bees, διασκευάζει με το τυπικό R&B μπραβάντο της εποχής εκείνης ένα αμερικανικό folk τραγούδι που γράφτηκε το… 1916.

I Pity The Fool (1965)
Η μόδα της εποχής επιτάσσει λευκές μπάντες να διασκευάζουν αμερικανικά R&B τραγούδια και το δεύτερο συγκρότημα του Bowie, οι Manish Boys, δεν ξεφεύγουν από τον κανόνα. Στο εν λόγω κομμάτι, η ηλεκτρική κιθάρα ανήκει σε έναν νέο «σεσιονά» κιθαρίστα, ονόματι Jimmy Page. Επίσης, στο B-side του single ακούμε το “Take My Tip”, δηλαδή το πρώτο τραγούδι που έγραψε ο Bowie, κάπου στα μέσα του 1964.

You’ve Got A Habit Of Leaving (1965)
Με το “You’ve Got a Habit of Leaving”, ο Davy Jones μπαίνει για τα καλά στα mod χωράφια, επηρεασμένος από μια σειρά εμφανίσεων του δίπλα στους Who μαζί με την τότε μπάντα του, τους The Lower Third. Ο μύθος λέει πως όταν ο Townshend άκουσε το συγκεκριμένο τραγούδι, είπε στον Bowie «φίλε, γράφεις το ίδιο στυλ μουσικής με εμένα!». Επανηχογραφήθηκε το 2001.

Can’t Help Thinking About Me (1966)
Στις 14 Ιανουαρίου 1966 ο μουσικός κόσμος ακούει για πρώτη φορά τον καλλιτέχνη με το επώνυμο που θα υιοθετούσε για τον επόμενο μισόν αιώνα. Ο David Bowie μαζί με τους Lower Third ηχογραφεί αυτό το τραγούδι στην δισκογραφική εταιρεία των Kinks, την Pye, δίνοντας τα πρώτα διαπιστευτήρια θεατρικότητας και καλλιτεχνικού ναρκισσισμού.

Do Anything You Say (1966)
Μια τόσο ξενέρωτη και νερόβραστη ηχογράφηση που μπορούμε από τώρα να συμφωνήσουμε πως θα έπρεπε να έχει απαλειφθεί από την δισκογραφία του.

I Dig Everything (1966)
Υπέροχο και άκρως συνυφασμένο με το περιρρέον Swinging London κλίμα όπου κυκλοφόρησε, το “I Dig Everything” βρίσκει τον Bowie να βάζει το Hammond να οδηγεί το ρυθμό, αποτελώντας το ιδανικό καλοκαιρινό soundtrack στους εθνικούς πανηγυρισμούς για την κατάκτηση του Παγκοσμίου Κυπέλλου Ποδοσφαίρου από την Αγγλία.

The Laughing Gnome (1967)
Κάποιος πρέπει να ανακηρύξει επιτέλους αυτό το τραγούδι ως ένα από τα καλύτερα της δισκογραφίας του Bowie. Θα το κάνω εγώ λοιπόν, δίνοντας του έξτρα πόντους όχι μόνο για την υπέροχη κεντρική μελωδία, αλλά και για τα λογοπαίγνια που ανταλλάσσει ο Bowie με τον Γελαστό Νάνο. Ο ορισμός του feelgood track.

Ragazzo Solo, Ragazza Sola (1969)
Στα τέλη του 1969 ήδη δυο ιταλικά συγκροτήματα είχαν διασκευάσει το “Space Oddity”, οπότε η εταιρεία του Bowie τον πίεσε να ηχογραφήσει την δική του ιταλική βερσιόν του “Space Oddity” καθαρά για λόγους μουσικού acknowledgement. Η νέα εκδοχή βαφτίστηκε «Αγόρι Μόνο, Κορίτσι Μόνο» και τους στίχους έγραψε ο ιταλός στιχουργός Mogol (κατά κόσμο Giulio Rapetti).

The Prettiest Star (1970)
Η πρώτη βερσιόν του τραγουδιού (που ο Bowie αφιέρωσε στην τότε σύζυγο του, Angie Barnett) διαθέτει τον Marc Bolan στην ηλεκτρική κιθάρα και είναι πιο αργό και λιγότερο φανταχτερό από την δεύτερη εκδοχή του (που συμπεριελήφθη στο άλμπουμ Aladdin Sane) κι έχει για μπροστάρη της τον Mick Ronson. Χωρίς να θέλω (αλλά ούτε και να μπορώ) να διαλέξω πλευρά, θα πω πως και οι δυο εκδοχές του τραγουδιού είναι εξίσου glam.

Holy Holy (1971)
Μεσούσης της «μεταλλικής» του περιόδου, λίγο μετά από την κυκλοφορία του άλμπουμ The Man Who Sold The World, το συγκεκριμένο τραγούδι πετυχαίνει τον Bowie σε έναν περίεργο οίστρο, να ψάχνεται τόσο ανάμεσα σε μουσικά είδη, όσο και ανάμεσα στις διάφορες θρησκείες και τον μυστικισμό. Proto-metal ή proto-glam; Αγνωσται αι βουλαί του David…

Moonage Daydream (1971)
Αυτή είναι η πρώτη εκδοχή του τραγουδιού, όχι αυτή που συμπεριλήφθηκε στο άλμπουμ του Ziggy. Ο Bowie έγραψε το κομμάτι για μια νέα μπάντα που είχε σκοπό να ξεκινήσει, ονόματι The Arnold Corns (δηλαδή τους πρώιμους Spiders On Mars). Σε αντίθεση με την μετέπειτα εκδοχή του, που –ελέω Ronson- έχει πιο πολλές ακουστικές κιθάρες, αυτή εδώ βάζει το πιάνο μπροστά, μια συνήθεια που ο Bowie κράτησε καθ’ όλο το 1971, όταν και συνέθεσε τα τραγούδια του Hunky Dory αποκλειστικά στο πιάνο.

Hang On To Yourself (1971)
Κι εδώ έχουμε μια άτυπη μονομαχία ανάμεσα στους Arnold Corns και τους Spiders On Mars: η πρώτη βερσιόν είναι πιο «ροκαμπιλάδικη», καθώς το τραγούδι γράφτηκε αμέσως μετά από μια συνάντηση του Bowie με τον Gene Vincent στις ΗΠΑ. Αντίθετα, η δεύτερη (αυτή που συμπεριλήφθηκε στο Ziggy) είναι σαφώς πιο glam. Εδώ αν έπρεπε να διαλέξω, θα επέλεγα αυτή του Ziggy.

John, I’m Only Dancing (1972)
Άλλη μια ροκαμπιλάδικη «κλεψιά», δια χειρός Ronson, αυτή τη φορά από τον Eddie Cochran με την ακουστική κιθάρα του Mick να οδηγεί και την Les Paul του να κάνει τα απαραίτητα ηλεκτρικά «σπασίματα». Α, και μια εκπληκτική μπασογραμμή από τον Trevor Bolder.

John, I’m Only Dancing (Again) (1979)
Κομμάτι θαρρείς βγαλμένο από το soundtrack της ταινίας Boogie Nights, περιμένεις από κάπου να προβάλλει ο Bowie φορώντας rollerblades. Το 7λεπτο τραγούδι ηχογραφήθηκε μεν το 1974, κατά την funk «Young Americans» περίοδο του Bowie, αλλά τελικά κυκλοφόρησε μεσούσης της disco-craze, το 1979 με το αγαπημένο του σαξόφωνο να είναι το προεξάρχον όργανο.

Alabama Song (1980)
Αμέσως μετά το τέλος της Βερολινέζικης περιόδου του (1977-1979), ήταν λογικό κι εύλογο ο Bowie να δοκιμάσει τις δυνάμεις του σε κάτι «γηγενές» γερμανικό. Και τι καλύτερο από το “Alabama Song” του Bertolt Brecht; Δεν είναι η καλύτερη διασκευή στο τραγούδι –μάλλον, είναι μια από τις χειρότερες, εντελώς off-key και ελαφρώς… πριτένσιους.

Crystal Japan (1980)
Ένα τρίλεπτο instrumental που ο Bowie συνέθεσε στο τσάκα-τσάκα προκειμένου να χρησιμοποιηθεί στην τηλεοπτική διαφήμιση της εταιρείας Crystal Jun Rock που παρασκεύαζε το παραδοσιακό ιαπωνικό ποτό σάκε. Μοιάζει με outtake από το άλμπουμ Low και, όπως παραδέχθηκε κατόπιν κι ο ίδιος ο Trent Reznor, έκλεψε (υποσυνείδητα) την κεντρική μελωδία του κομματιού για το “A Warm Place” των Nine Inch Nails.

Cat People (Putting Out Fire) (1982)
Συμφωνούμε, πιστεύω, πως από τις δυο βερσιόν του συγκεκριμένου τραγουδιού, αυτή εδώ, δια χειρός Giorgio Moroder, είναι και η καλύτερη –αυτή προτίμησε, άλλωστε, κι ο ίδιος ο Quentin Tarantino… Είναι πάντως αυτή που θυμόμαστε (κι ακούμε) περισσότερο κι όχι η βερσιόν που μπήκε κατόπιν στο άλμπουμ Let’s Dance με την κιθαριστική εισαγωγή του Stevie Ray Vaughan.

Peace On Earth/Little Drummer Boy (1982)
Η σύμπραξη του Bowie με τον Bing Crosby (που έλαβε χώρα τον Σεπτέμβριο του 1977, ένα μόλις μήνα πριν τον θάνατο του αμερικανού crooner) κυκλοφόρησε τελικά ως χριστουγεννιάτικο single τον Νοέμβριο του 1982. Μια τόσο κακή συνεργασία που ο Bowie ήθελε να την ξεχάσει όσο το δυνατόν συντομότερα.

Bertold Brecht’s Baal EP (1982)
Συνεχίζοντας το φλερτ του με την Γερμανία, το Βερολίνο και τα καμπαρέ του Μεσοπολέμου, ο Bowie ηχογραφεί ένα μίνι ΕΡ με τέσσερα τραγούδια από το Βαάλ (το πρώτο θεατρικό έργο του Brecht, γραμμένο το 1918). Φιλόδοξο, αλλά άκρως άνισο, με τους περισσότερους οπαδούς του να έχουν ξεχάσει την ύπαρξη του.

This Is Not America (1985)
Η συνεργασία του Bowie με τους Pat Metheny Group ήρθε σε μια βαλτωμένη, από άποψης δημιουργικότητας, περίοδο για τον ίδιο. Το τραγούδι δε είναι τόσο κακογραμμένο, ώστε δεν έχει καθόλου κουπλέ, απλώς ένα ενοχλητικό ρεφρέν να επαναλαμβάνεται εις το διηνεκές και μέχρι να μας πιάσει ναυτία.

Dancing In The Street (1985)
Ή αλλιώς, το «Τραγούδι με ένα από τα Χειρότερα Βιντεοκλίπ της Ροκ Ιστορίας». Κι αυτή η διασκευή-φιάσκο θα μπορούσε να είχε αποφευχθεί, αν δεν επέμενε τόσο πεισματικά ο Mick Jagger να συνεργαστεί με τον Μουσικό-Πασπαρτού. Μετά, πώς να μην μπουν κι άλλες ιδέες στο μυαλό της Angie;

Absolute Beginners (1986)
Η δημιουργικά «νεκρή» περίοδος του Bowie, αυτή μεταξύ 1982-1995, έχει ελάχιστες ενδιαφέρουσες στιγμές. Λάθος: έχει μόνο μια, αλλά (πολύ) καλή. Αυτό εδώ το πιασάρικο τραγούδι. Τόσο εξαιρετικό που διαθέτει ένα ρεφρέν που μπορεί να ανατριχιάσει μέχρι και ένα φαλακρό κεφάλι. 37 χρόνια μετά, το “Absolute Beginners” είναι κάτι πολύ περισσότερο από απλώς «το “Heroes” των φτωχών» (όπως το είχαν χαρακτηρίσει τότε).

When The Wind Blows (1986)
Η απόρροια της συνεργασία του με τον Τούρκο μουσικό Erdal Kizilcay είχε ως αποτέλεσμα ένα κλασσικό soft-pop τραγούδι, από αυτά που έβγαιναν με το κιλό στα ‘80s. Το τραγούδι ηχογραφήθηκε στα τέλη του Απριλίου του 1986, μερικές ώρες αφού ο Bowie έμαθε τα νέα για το πυρηνικό δυστύχημα στο Τσερνομπίλ.

Fame ’90 (1990)
Αν εξαιρέσουμε το βιντεοκλίπ του τραγουδιού που σκηνοθέτησε ο τότε πρωτοεμφανιζόμενος σκηνοθέτης Gus Van Sant, κι ένα εξαιρετικό ρεμίξ δια χειρός Arthur Baker, τίποτα άλλο δεν χρειάζεται να θυμόμαστε από αυτό.

Pallas Athena (1997)
Με το drum’n’bass να έχει μπει για τα καλά στην μουσική ζωή του, ο Bowie ηχογραφεί αυτό εδώ το εξαιρετικό κομμάτι που χτίζεται αργά πάνω στο ρυθμό του sample ενός βιολιού που μοιάζει να έχει βγει από μια παρτιτούρα του Philip Glass και στην επαναλαμβανόμενη ατάκα “God is on top of it all, that’s all”. Σήμερα ακούγεται σαν Leftfield στο ακόμη πιο πειραματικό.

Without You I’m Nothing (1999)
Ένα χρόνο μετά το biopic-άτυπο αφιέρωμα στη ζωή του, Velvet Goldmine, και με τους Placebo «ζεστούς», ο Bowie ηχογραφεί το 1999 μια από κοινού διασκευή στο “Without You I’m Nothing” που δεν προσθέτει, αλλά ούτε κι αφαιρεί απολύτως τίποτα στο αρχικό ειδικό βάρος του τραγουδιού.

Under Pressure (Rah mix) (1999)
Ασελγεί στην ιστορία τόσο του Bowie, όσο και των Queen. Απλώς απαράδεκτο.

Rebel Never Gets Old (2004)
Mash-up δυο τραγουδιών (του ολοκαίνουργιου “Never Get Old” με το κιθαριστικό ριφ του “Rebel Rebel”) που ηχογραφήθηκε ως το «καροτάκι» προαναγγελίας της επικείμενης παγκόσμιας περιοδείας του, με τίτλο Reality Tour –της πρώτης από την εποχή του Sound + Vision Tour το 1990. Αυτό που θέλει να μας πει βέβαια ο Bowie, το είπαν καλύτερα το 1976 οι Jethro Tull με το “Too Old To Rock n Roll, Too Young To Die”…

Live at Fashion Rocks EP (2005)
Ηχογραφημένο τον Σεπτέμβριο του 2005, αυτό το εξαιρετικό ΕΡ βρίσκει τον Bowie να εναγκαλίζεται το νέο «great white hope» της μουσικής, τους Arcade Fire και η συνεργασία είναι απλώς συγκλονιστική –αν και η φωνή του Bowie δείχνει τα πρώτα σημάδια μη-αναστρέψιμου «σπασίματος». Το ΕΡ αρχίζει με το “Life on Mars?” με τον ίδιο στα φωνητικά και τον Mike Garson στο πιάνο, ενώ στη συνεχεία στη σκηνή βγαίνουν οι Καναδοί και ερμηνεύουν μαζί του το “Five Years” (το τραγούδι με το πιο χαρακτηριστικό drum intro της ροκ ιστορίας). Η μίνι-συναυλία κλείνει με το “Wake Up” των Arcade Fire όπου Bowie και Win Butler ενώνουν τις φωνές τους (αμφότερες εύθραυστες σαν ακριβή πορσελάνη) σε ένα εκστατικό φινάλε.

Arnold Layne (2006)
Τον Μάιο του 2006, ο David Gilmour έπαιξε για τρεις συνεχόμενες βραδιές στο Royal Albert Hall. Στην πρώτη βραδιά, στο ενκόρ, στη σκηνή βγήκε μαζί του ο Bowie για να ερμηνεύσουν από κοινού τα “Comfortably Numb” και “Arnold Layne” –με το δεύτερο να κυκλοφορεί κι ως single τον Δεκέμβριο του 2006. Λογικό, καθώς ενώ στο “Comfortably Numb” ο Bowie είναι σχετικά «κουμπωμένος» (όχι με χάπια), στο “Arnold Layne” μοιάζει να είναι εντελώς στα νερά του (και στα κυβικά του), καθώς διαθέτει αυτήν την ‘60s naiveté που χαρακτήριζε και τον ίδιο σε τραγούδια όπως το “Laughing Gnome”.

Pug Nosed Face (2006)
Αμέσως μετά την εμφάνιση του στο Royal Albert Hall, ο Bowie έκανε ένα cameo, στις αρχές Ιουνίου, στην βρετανική τηλεοπτική σειρά Extras των Ricky Gervais και Stephen Merchant. Ο Gervais ζήτησε από το είδωλο του (όπως έχει χαρακτηρίσει τον Bowie) να γράψει ένα μικρό τραγουδάκι για το επεισόδιο της σειράς όπου θα εμφανιζόταν και εκείνος δεν του χάλασε το χατίρι. Το τραγούδι αναφέρεται στον χαρακτήρα του Gervais στη σειρά, τον αποτυχημένο ηθοποιό Andy Millman, ο οποίος περιγράφεται από τον Bowie ως ένας θλιβερός “Little fat man, who sold his soul…chubby little loser…the clown that no one laughs at…he blows his stupid brains out…see his pug nosed face”. Δεν βγήκε ως single, αλλά συμμετέχει στο παρόν άρθρο τιμής ένεκεν.

Sound And Vision 2013 (2013)
Ένα πιανιστικό, σχεδόν a capella ρεμίξ του “Sound And Vision” (από το άλμπουμ Low) για λογαριασμό της εταιρείας Sony που θα το χρησιμοποιούσε στην διαφήμιση του νέου Xperia Z smartphone. Τόσο «γυμνό» και παγωμένο, ώστε ακούγεται σχεδόν σαν επικήδειος…