Στο πρώτο μέρος του αφιερώματος στο hip-hop καταγράψαμε τις κοινωνικοπολιτικές συνθήκες που οδήγησαν στην γέννησή του, ενώ στο δεύτερο μέρος αναλύσαμε το πώς η κουλτούρα των γκέτο εισέβαλε στις ντίσκο και σταθήκαμε στις πρώτες δισκογραφικές κυκλοφορίες που αποτέλεσαν τον Δούρειο Ίππο των μαύρων Αμερικανών για την κατάκτηση του κόσμου (λίγο αργότερα).

Τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του 1980, το hip-hop, έδινε τον δικό του αγώνα να ακουστεί σε ένα ευρύτερο ακροατήριο. Οι πρώτες προσπάθειες για να διασχίσει τα σύνορα που το διαχώριζαν απ΄όλες τις υπόλοιπες κουλτούρες της εποχής και να διεκδικήσει ισότιμο χώρο και χρόνο, έγιναν μέσω της μουσικής (Grandmaster Flash & the Furious Five, Sugarhill Gang, Kurtis Blow, Afrika Bambaataa κ.α.). Αυτό όμως που εκτόξευσε την δημοφιλία του ήταν όταν το MTV [σ.σ. εμφανίστηκε στους τηλεοπτικούς δέκτες το 1981] έπαιξε για πρώτη φορά ένα rap βίντεο κλιπ, το “Rock Box” των Run-D.M.C. το καλοκαίρι του 1984. Ο Joseph Simmons (o “Run” του συγκροτήματος) είχε δηλώσει πως «Δεν ξέραμε τι ήταν το MTV, αλλά όλοι χοροπηδούσαν γύρω μας σαν να καταφέραμε ένα μεγάλο επίτευγμα. Οπότε πηδήξαμε και εμείς μαζί τους».

Η δύναμη της εικόνας – ιδανικά της κινούμενης, άρα μιλάμε για βίντεο –  ήταν, είναι και θα είναι, πάντα, ισχυρότερη από οποιοδήποτε άλλη μορφή έκφρασης. Από τις πρώτες κινηματογραφικές προσπάθειες μέχρι και στο σήμερα, στην εποχή των social media με τα viral βίντεο του TikTok και τα stories του Instagram, η πληροφορία (ανεξάρτητα από τον ορισμό που θα της δώσει ο καθένας) μέσω ενός βίντεο μεταδίδεται άμεσα και δημιουργεί αλληλεπίδραση. Και πλέον, με την βοήθεια του MTV, το hip-hop είχε έναν πολύ σημαντικό σύμμαχο που θα το βοηθούσε να διαδώσει (αλλά και να αποκρύψει αρκετές φορές) τα πολυδιάστατα μηνύματα που φέρνει η κουλτούρα του.

Όμως αυτά τα μηνύματα δεν ήταν ίδια για τον καθένα. Και η αλήθεια είναι πως δεν θα μπορούσε να υπάρχει απόλυτη ταύτιση εφόσον μιλάμε για έναν τρόπο ζωής, μία μορφή λόγου και γενικότερης έκφρασης, που προσφέρει απόλυτη ελευθερία στον άνθρωπο που μυείται σε κάποιο από τα 4 βασικά στοιχεία του (DJ/MC(rap)/Breakdance/Graffiti) να προσαρμόσει επάνω του, μέσα του, τον κώδικα του hip-hop. Έτσι, αναπόφευκτα, δημιουργήθηκαν σύντομα τα διάφορα στρατόπεδα – ουσιαστικά, διαφορετικές κοσμοθεωρίες και αντιλήψεις – γύρω από την κουλτούρα και πιο ειδικά, στο rap.

Αυτή η κατάσταση, φυσικά, ήταν και παραμένει εκρηκτική, προκαλώντας έντονες διαμάχες μεταξύ των αντίθετων πλευρών. Ωστόσο, δεν ήταν η κουλτούρα του hip-hop ή το rap που οδήγησε στην δημιουργία των συμμοριών και σε κάποιες περιπτώσεις οδήγησε σε δολοφονίες – χαρακτηριστικό παράδειγμα, η κόντρα της East Coast με την West Coast που είχε ως αποτέλεσμα τον χαμό του 2Pac και του Notorious B.I.G. στα μέσα στων ‘90s –, αλλά η αδυναμία των ανθρώπων να διαχειριστούν την φήμη τους (είτε αυτή είναι τοπική είτε παγκόσμια), όντας βυθισμένοι στην υπέρμετρη ματαιοδοξία τους. Προσθέτοντας σε αυτή την εξίσωση, την οικονομική εξαθλίωση των Αφροαμερικανών και τον ρατσισμό προς τις μειονότητες (στις ΗΠΑ προσθέτουμε και την οπλοκατοχή), καταλαβαίνουμε πως το hip-hop δεν είναι παρά μόνο ένας καθρέφτης της κοινωνίας και όχι η αιτία για όλα τα δεινά της. Τα γκέτο προϋπήρχαν της κουλτούρας, δεν τα δημιούργησε εκείνη.

Όλα αυτά τα χρόνια, και δεν είναι λίγα τα 50, το hip-hop και η rap πέρασαν από διάφορα στάδια και γι’ αυτά θα μπορούσαμε να δώσουμε διάφορους χαρακτηριστικούς. Μπορεί σε αρκετά σημασία να μιλήσουμε για «εκφυλισμό» ή «ξεπούλημα», για «χρυσές εποχές» κλπ, αλλά θα ήταν, ίσως, αδικία προς την γενικότερη εικόνα. Και αυτή μας δείχνει πως όσο εξελισσόταν οι κοινωνία η κουλτούρα υποδείκνυε (κυρίως) τις αδυναμίες της. Όπως κάποια θηλαστικά και ερπετά αλλάζουν δέρμα για να προσαρμοστούν σε ένα περιβάλλον και να επιβιώσουν, έτσι και το hip-hop κάθε φορά προχωρούσε σε μία διαδικασία έκδυσης απορρίπτοντας τις προηγούμενες «φορεσιές» του για να αποκαλύψει το νέο του «κάλυμμα».

Παρακάτω λοιπόν θα κάνουμε μία προσπάθεια να αναφερθούμε στα βασικά σημεία αυτής της εξέλιξης και πως αυτή αποτυπώθηκε δισκογραφικά ανά δεκαετίες.

1980

Η δεκαετία ξεκινάει χορευτικά με ντίσκο ατμόσφαιρα (Sugarhill Gang – Rapper’s Delight) και φλύαρο rap (Kurtis Blow – The Breaks), αλλά γρήγορα περνάει στην διάδοση κοινωνικών μηνυμάτων (Grandmaster Flash & the Furious Five – The Message) και πρωτότυπης μουσικής παραγωγής (Afrika Bambaataa – Planet Rock).

Όταν εμφανίζονται οι Run – D.M.C. το 1984 με το ομώνυμο ντεμπούτο άλμπουμ τους, ανοίγουν νέους δημιουργικούς ορίζοντες με σκληροπυρηνικά ηχητικά τοπία και καταιγιστικά rap. Με την βοήθεια του ιδιοφυή παραγωγού Russell Simmons, συνιδρυτή της Def Jam Records με τον Rick Rubin, δημιουργούν μια «διασταύρωση» για να συναντηθεί το rap με τη rock, κάτι που αποτυπώθηκε ξεκάθαρα και άκρως επιτυχημένα όταν συνεργάστηκαν το 1986 με τους Aerosmith για την επανεκτέλεση του “Walk This Way” [σ.σ. η αυθεντική εκδοχή των Aerosmith εμφανίστηκε στον δίσκο “Toys in the Attic” το 1975 (Columbia)]. Την ίδια χρονιά, το δαιμόνιο τρίο των Joseph Simmons (Run), Darryl McDaniels (D.M.C.) και Jazon Mizell (Jam Master Jay) από το Κουίνς της Νέας Υόρκης, ηχογραφεί το “My Adidas” για τον δίσκο “Raising Hell” [Profile Records] και για ακόμα μία φορά φέρνει κάτι νέο στην κουλτούρα, που δεν είναι άλλο από την υιοθέτηση ενός συγκεκριμένου outfit, τα παπούτσια Adidas – είναι ιστορικά και η πρώτη φορά που ένα συγκρότημα υπογράφει συμβόλαιο με αθλητική εταιρεία ένδυσης.

Παράλληλα, στο Λόνγκ Άιλαντ, σχηματίζεται ένα από τα πιο επιδραστικά γκρουπ που διαμόρφωσε τον πολιτικό λόγο στο rap και χαρακτηρίζεται από πολλούς, ίσως, το σημαντικότερο της κουλτούρας. Οι Public Enemy, δηλαδή ο Chuck D (MC), o Flavor Flav (MC), o Professor Griff (MC) και ο Terminator X (DJ), είναι η μουσική μετενσάρκωση του Malcolm X και των Black Panther. Φέρνουν σε άβολη θέση τους βαθιά θρησκευόμενους και τους συντηρητικούς, τα βάζουν με τους Ναζιστές (την εποχή που όλοι πίστευαν ότι δεν υπήρχαν), πολεμάνε στιχουργικά (και έμπρακτα) τον φασισμό, φτύνουν κατάμουτρα τον καπιταλισμό και τον υπερκαταναλωτισμό, δεν πιστεύουν στο «Αμερικανικό όνειρο», προσπαθούν να επαναφέρουν την χαμένη ταυτότητα των Αφροαμερικανών, δεν ενδιαφέρονται για το MTV και απορρίπτουν τα χρυσαφικά ως απόδειξη καταξίωσης. Ο ριζοσπαστικός στιχουργικός κόσμος του Chuck D συγχρονίζεται απόλυτα με τον «βομβαρδισμό» από samples και breaks της Bomb Squad [σ.σ. η ομάδα μουσικής παραγωγής τους], και μέσα από τις πρώτες τους τέσσερις κυκλοφορίες γράφουν ιστορία. Highlight αυτών των δίσκων, ο “It Takes a Nation of Millions to Hold Us Back” του 1988 (Def Jam).

Με βασικούς συντελεστές στην διαμόρφωσης της hip-hop μουσικής τα παραπάνω συγκροτήματα, στα ‘80s, το rap κατηγοριοπείται ως old school καθώς είναι στην βάση του ωμό και βασίζεται κυρίως στο «πάτημα» της στιχουργικής ρίμας – υπάρχουν φυσικά και εξαιρέσεις με τραγουδιστικά μέρη και πιο smooth φωνητικά, όπως τα συναντούμε στους DJ Jazzy Jeff & the Fresh Prince (όπου Fresh Prince, o Will Smith), στο πρωτοπόρο γυναικείο rap συγκροτήματα Salt-n-Pepa, στους μοναδικούς Eric B. & Rakim, στον Tone Loc, στον Heavy D και στον LL Cool J.

Αυτοί όμως που θα επηρεάσουν περισσότερο την επόμενη δεκαετία, είτε ως στιχουργικό περιεχόμενο είτε ως στυλ ή μουσικό ύφος, είναι οι N.W.A., οι De La Soul και οι Beastie Boys.

Το hardcore, υβριστικό, περιθωριακό και αλήτικο rap των Niggaz With Attitudes (Ν.W.A.) προκαλεί απανωτές αντιδράσεις στην μουσική βιομηχανία και ταραχή στο λευκό ακροατήριο. Μπορεί οι Public Enemy νωρίτερα να έχουν αναφερθεί ποικιλοτρόπως στην καταστολή της αστυνομίας απέναντι στους μαύρους, όμως κανείς δεν έχει πει ξεκάθαρα και φωναχτά “Fuck tha Police”, πόσω μάλλον να το επιλέξει και για τίτλο τραγουδιού – ένα τραγούδι που αποτέλεσε soundtrack των ιστορικών οδομαχιών στο Λος Άντζελες το 1992, μετά την δολοφονία του Rodney King.

Στον αντίποδα του gangsta rap που σύστησαν οι Eazy-E (MC), DJ Yella (παραγωγή), Dr. Dre (MC/παραγωγή), Ice Cube (MC) και MC Ren (MC), φορώντας στενά μαύρα τζιν και μαύρες ζακέτες, υπήρχε το cool, σοφιστικέ, σατιρικό hip-hop των De La Soul. Ένα ύφος που τίμησε τις ρίζες των Αφροαμερικανών και, ταυτόχρονα, δεν έφερνε σε τόσο άβολη θέση τους λευκούς γονείς. Το πολύχρωμο στυλ ντυσίματος των Posdnuos, Maseo και Trugoy the Dove, συνοδευόταν από funky κουρέματα και βοήθησε στο να αναπτυχθεί μία σχέση εμπιστοσύνης (ή και συμφιλίωσης) μεταξύ γκέτο και αστών.

Τέλος, οι Beastie Boyz, κατάφεραν μουσικά να συνδυάσουν την ηχητική αισθητική των Run-D.M.C. και των Public Enemy, δημιουργώντας ένα κράμα punk και rap, ενώ κάνοντας χαβαλέ είτε στιχουργικά είτε στα βίντεο κλιπ τους, έδωσαν μία κωμική χροιά σε ένα «φλεγόμενο» hip-hop. Όμως, η μεγαλύτερη συμβολή τους, κατά τη δική μου άποψη, είναι ότι απέδειξαν πως και οι λευκοί μπορούν όχι μόνο να ραπάρουν, αλλά να θεωρούνται και ισότιμα μέλη της κοινότητας – κάτι που θα φανεί χρήσιμο αργότερα για τον Eminem στις ΗΠΑ και για όλους τους υπόλοιπους λευκούς ανά τον κόσμο.

1990

Το new school εμφανίζεται με πολυεπίπεδες παραγωγές και γενικότερα ποικιλομορφία σε όλα τα σημεία έκφρασης. Συγκροτήματα όπως οι A Tribe Called Quest εξελίσσουν αυτό που παρουσίασαν οι De La Soul την προηγούμενη δεκαετία, και στο ίδιο μονοπάτι ακολουθούν οι Arrested Development, οι Digital Underground και οι Gang Starr μεταξύ άλλων. Οι παραγωγοί Pete Rock, DJ Premier, Large Professor, δίνουν έμφαση στο jazz στοιχείο μέσω των samples που χρησιμοποιούν, κάτι που ταιριάζει στο Νεοϋορκέζικο περιβάλλον, ωστόσο, η λεγόμενη Golden Era του hip-hop  θα στιγματιστεί έντονα από την διαμάχη της East Coast με την West Coast.

Από τη μία πλευρά (East Coast) έχουμε τον βαθύ μπασάτο ήχο που συνοδεύεται από ένα underground τρόπο ζωής (ενίοτε και παραγωγής), ενώ από την άλλη εμφανίζεται η ηλιόλουστη, «μαστουρωμένη», αλήτικη G-funk [σ.σ. “G” όπως Gangsta] αισθητική με βασικό εκπρόσωπο τις παραγωγές του Dr. Dre. Όταν αυτός βγάζει το πρώτο του άλμπουμ “The Chronic, το 1992 μέσω της Death Row Records, θέτει και τις βάσεις για την ανάδειξη του gangsta rap ως τον βασικό δρόμο που οδηγεί στην επιτυχία – όχι ακριβώς «δρόμο», αλλά λεωφόρο με λωρίδες ταχείας κυκλοφορίας.

Τον πρώτο λόγο, πλέον, τον έχουν οι «αλήτες» (θα μπορούσε και εκτός εισαγωγικών), κάτι που φυσικά επηρεάζει πλήρως το στιχουργικό κομμάτι. Οι λέξεις που πρωταγωνιστούν είναι το “weed”, που αποδίδεται σαρκαστικά από το Urban Dictionary ως «το ναρκωτικό κατώτερης κατηγορίας που καπνίζεται από ανθρώπους που έχουν συνειδητοποιήσει ότι είναι η ζωή είναι σύντομη»,  οι “bitches”, που αφορά ευρύτερα το γυναικείο φύλο, οι “motherfuckers”, κάτι αντίστοιχο του ελληνικού «μαλάκα», και το “gun” (όπλο), η προέκταση δηλαδή του χεριού ενός συμμορίτη στα γκέτο.

Παράλληλα, και το lifestyle της hip-hop, όπως αυτό πλέον προβάλλεται συνεχώς μέσω του MTV, έχει αλήτικη απόχρωση. Φαρδιά παντελόνια, φαρδιές μπλούζες, κίτρινα μποτάκια, σκουφιά, καπέλα, μπαντάνες, συνθέτουν το κολάζ της εποχής. Το hip-hop πλέον έχει μπει στα σπίτια όλων, υπάρχει στις πολυεθνικές δισκογραφικές, στα εξώφυλλα των περιοδικών, στον κινηματογράφο, στο ραδιόφωνο. Πολλοί μπορούν να ισχυριστούν ότι είναι οι καλύτεροι, και όντως υπήρχαν αποδεδειγμένα εξαιρετικοί rapper εκείνη την περίοδο (ο Nas, ο Q-Tip, ο Snoop Dogg, ο Ice Cube, οι Mobb Deep, όλοι οι Wu-Tang Clan, ο Guru, o B-Real των Cypress Hill, οι Outkast, οι Goodie Mob, οι Dilated Peoples, o Jay-Z, ο DMX, ο Busta Rhymes κ.α.), αλλά αυτοκράτορες, φίλοι και αργότερα εχθροί, είναι ο 2Pac με τον Notorious B.I.G.

Η ιστορία της κόντρας τους και υπό ποιες συνθήκες πραγματοποιήθηκαν οι δολοφονίες τους, είναι ένα τεράστιο κεφάλαιο του rap game, που αφορά φυσικά την hip-hop κουλτούρα, αλλά δεν αποτελεί μέρος του αφιερώματος καθώς οι λέξεις της δικογραφίας και των ερευνών που τις αφορούν, είναι περισσότερες από όσες έγραψαν και οι δυο μαζί για τα τραγούδια τους – άρα και άδικο να σταθούμε σε αυτό.

Ο 2Pac με το μαντήλι στο κεφάλι αντί στέμματος και ο Biggie με το σκήπτρο ανά χείρας, οδήγησαν το rap σε τρομερά λυρικά μονοπάτια. Ο καθένας με τον δικό του μοναδικό και χαρακτηριστικό τρόπο, επηρέασαν όσο κανένας άλλος την κουλτούρα προηγουμένως ή αργότερα απ’ αυτούς. Η επιρροή τους ήταν ένα παγκόσμιο φαινόμενο – μουσικά, εμφανισιακά, συμπεριφορικά.

Όταν πλέον βγήκαν και οι δύο από το «κάδρο», έπρεπε να οριστεί κάποιος διάδοχος. Ο Nas και ο Snoop θα μπορούσαν να εκμεταλλευτούν αυτό το «κενό», αλλά δεν είχαν τις ίδιες βλέψεις με τον δαιμόνιο Jay-Z. Ο άλλοτε ντίλερ του Μπρούκλιν, παράτησε την ζωή στα γκέτο, σταμάτησε να πουλάει κρακ, και εξέλιξε το rap του σε τέτοιο σημείο που δεν μπορούσε να περάσει απαρατήρητο. Ταυτόχρονα, ξεκίνησε να ασχολείται με την παραγωγή και μαζί με τον Puff Daddy (φίλο και παραγωγό του Notorious B.I.G.) στιγμάτισαν τον ήχο της East Coast.

Και ενώ όλος ο κόσμος περιμένει την αλλαγή της χιλιετίας και βρίσκεται σε έναν πανικό για το υποτιθέμενο μπαράζ ψηφιακών και υπολογιστικών «βραχυκυκλώσεων» λόγω του φαινομένου Y2K, o Dr. Dre και οι Bass Brothers στήνουν το ιστορικό άλμπουμ “The Slim Shady LP” [1999, Aftermath]. Είναι η ώρα του Eminem.

2000

Ο Marshall Bruce Mathers III, όπως είναι το πραγματικό του όνομα, παρουσιάζει την περσόνα του Slim Shady η οποία προκαλεί τρικυμία στην μουσική δισκογραφία. Δεν φοβάται να ξεφτιλίσει με τους στίχους του διάφορους σελέμπριτις, είναι προκλητικός, ραπάρει ασταμάτητα χωρίς ανάσα, βρίζει ανελέητα την ποπ κουλτούρα, κάνει χαβαλέ με όλους και με όλα. Για πολλούς είναι ο G.O.A.T. του rap, όσον αφορά τις δυνατότητες, αλλά παράλληλα η επιρροή του δεν είναι αντίστοιχη με τις πωλήσεις του.

Το άλμπουμ που ακολουθεί το “The Slim Shady LP” είναι το αξεπέραστο “The Marshall Mathers LP” [2000, Aftermath], στο οποίο αφηγείται προσωπικές καταστάσεις και μας βάζει να κοιτάξουμε από την κλειδαρότρυπα (είναι τέτοια η εποχή άλλωστε) την ζωή του. Στην συνέχεια, κυκλοφορεί το “The Eminem Show” [2002, Aftermath], και ουσιαστικά κάπως έτσι κλείνει ένας δισκογραφικός κύκλος έχοντας πλέον το ακροατήριο αποκτήσει μια συνολική εικόνα της προσωπικότητάς του.

Το rap και η hip-hop κουλτούρα μπορεί να βρίσκεται παντού, αλλά υπάρχουν ακόμη underground στοιχεία στον τρόπο ζωής. Αρκετοί καλλιτέχνες στη Νέα Υόρκη συνεχίζουν να ηχογραφούν στο σπίτι τις ρίμες τους και να μοιράζουν χέρι με χέρι τα mixtape τους σε πάρκινγκ και πάγκους (κάπως έτσι αναδείχθηκε και ο 50 Cent), αλλά αυτή η κατάσταση που «το κρατάει ζωντανό» είναι η εξαίρεση του κανόνα. Και αυτός λέει πως η επιτυχία έρχεται μέσα από τα κλαμπ.

Η οικονομική κρίση είναι ένας άγνωστος όρος και όλοι διασκεδάζουν, καταναλώνουν, χορεύουν και αγοράζουν. Η μουσική του δρόμου περνάει πλέον στα νυχτερινά μαγαζιά και το RnB είναι πλέον το νέο mainstream. Το sexy ύφος αντικαθιστά την αλήτικη συμπεριφορά, η ερωτοτροπία κυριεύει το lifestyle, βγαίνουν στο προσκήνιο οι γυναίκες ράπερς (εννοείται πως υπήρχαν και πριν: Lauryn Hill, Queen Latifah, TLC, Lil’ Kim, Missy Elliott κ.α.), η pop αντιγραφεί το rap και το rap γίνεται pop.

Η ωραιοποίηση ενός κοινωνικού φαινομένου αφαιρεί από την κουλτούρα τον καταγγελτικό στίχο, καθώς όλοι ζούμε σε μία «φούσκα». Θεωρούμε πως όλα έχουν λυθεί και ότι δεν υπάρχουν πλέον άλλες μάχες να δοθούν. Το σύστημα απορρόφησε κάθε ίχνος κραδασμού που προκαλούσε το hip-hop στην βάση του και «χάνεται η μετάφραση».

Παρ΄όλα αυτά, το δικαίωμα στον χορό, η ανάγκη για διασκέδαση, ήταν το βασικό συστατικό των πρώτων σπόρων που φύτεψε ο Kool Herc το 1973 για το hip-hop. Προσωπικά, δεν κατηγορώ το RnB του Nelly, του Ludacris, του R. Kelly (ειδικά γι’ αυτόν υπάρχουν σημαντικότερες ποινικές και ηθικές κατηγορίες) και άλλων για τον εκφυλισμό της κουλτούρας – που διογκώθηκε στις επόμενες δύο –, καθώς, όπως είπαμε και νωρίτερα, πρόκειται για τον καθρέφτη της κοινωνίας μας. Και προς το τέλος, το είδωλο που βλέπαμε απέναντί μας έμοιαζε στον Kanye West.

2010 – 2020

Η τρέλα και το θράσος του αποτυπώθηκε και στις παραγωγές του, οι οποίες γρήγορα ξεχώρισαν των υπολοίπων, και βρήκε αρκετούς συνεχιστές. Με αιχμηρά beats, εξαιρετικά samples, πολλά εφέ και έντονη χρήση του auto-tune, ο Kanye δημιούργησε μία νέα σχολή στο rap.

Την ίδια στιγμή, ο Καναδός Drake κάνει τα πρώτα του δισκογραφικά βήματα και φέρνει μία soul αισθητική, η οποία συνοδεύεται με στοιχεία trap και χορευτικές στακάτες φιγούρες, γεμάτες παύσεις και έντονες εξάρσεις. Ο ήχος του Drake είναι πιο ξεκάθαρος και «βαθύς» από του Kanye, επηρεάζει πολύ την κουλτούρα αλλά όχι τόσο όσο αυτός του Daddy Yankee.

To reggaeton είχε περάσει στα κλαμπ και στα RnB πάρτι από τα ‘00s, αλλά στα ‘10s η αξία του στο χρηματιστήριο της δισκογραφίας ανέβηκε στα ύψη. Με βάση την Λατινική Αμερική και «πρωτεύουσα» το Πουέρτο Ρίκο, αποτελεί μέχρι και σήμερα μία παγκόσμια τάση με κυρίαρχο ακροατήριο, κυρίως, τους Ισπανόφωνους. Οι ρίζες του, πιθανόν, εντοπίζονται σε Τζαμαϊκανούς πρόσφυγες που πήγαν να δουλέψουν στον Παναμά την δεκαετία του 1970. Εκεί, calypso ήχοι και άλλες τοπικές κουλτούρες ενώθηκαν και δημιούργησαν ένα πρώιμο reggaeton, ιδανικό μουσικό καταφύγιο για τους ρομαντικούς και παθιασμένους. Όταν στα ‘90s εμφανίστηκαν τα πρώτα latin hip-hop συγκροτήματα, όπως οι Cypress Hill, η κουλτούρα αγκαλιάστηκε από τους λατίνους καθώς πλέον είχαν και αυτοί την δική τους εκπροσώπηση. Βέβαια, πέρασαν αρκετά χρόνια μέχρι να περάσουμε στο reggaeton και το latin trap, αλλά ήδη από το 2004 ο Daddy Yankee με την καταιγιστική σεξουαλικότητα του “Gasolina” είχε δείξει το «μέλλον». Αργότερα, το 2017, κυκλοφορώντας το “Despacito”, έδωσε πάτημα για να ξεπηδήσουν διάφοροι καλλιτέχνες που μας απασχολούν ως σήμερα και σπάνε ρεκόρ (βλ. Bad Bunny).

Το 2023, η γενικότερη αίσθηση είναι πως το hip-hop, αν και ανεβαίνει στα charts, έχει πάρει τον δρόμο της κατηφόρας. Αδυνατώ να λειτουργήσω προφητικά και με κάποια σιγουριά να προβώ σε κάποιο συμπέρασμα σχετικά με την κατάληξη ή την εξέλιξή του. Η κουλτούρα μας έχει αποδείξει ότι έχει τόσο γερά κοινωνικά θεμέλια που είναι κατά κάποιον τρόπο αδύνατον να πεθάνει. Όμως το ερώτημα είναι, θα μπορέσει να αναστηθεί;

Το εξώφυλλο του τελευταίου δίσκου του Kendrick Lamar, “Mr. Morale & the Big Steppers” [2022, PGLang]
[Το αφιέρωμα συνεχίζεται – Στο 4ο μέρος: 50 άλμπουμ για τα 50 χρόνια του hip-hop]