Στο πρώτο μέρος του αφιερώματος για την κουλτούρα του hip-hop, καταγράψαμε και αναλύσαμε κάποια βασικά σημεία των συνθηκών που οδηγήσαν στην δημιουργία της: Ο αγώνας για τα πολιτικά δικαιώματα και η πολιτιστική αφύπνιση των Αφροαμερικανών στα ‘60s, η κατάσταση στην Νέα Υόρκη στις αρχές των ‘70s, η κακή διαχείριση της οικονομικής ύφεσης από τους δημάρχους και την Πολιτεία που οδήγησε στην έντονη φτωχοποίηση των μαύρων, οι πυρκαγιές και η εξαθλίωση στα γκέτο (Μπρόνξ, Μπρούκλιν), η κοινωνική ανάταση μέσω των πρώτων block πάρτι, οι υπερήρωες DJs και η εμφάνιση των υπολοίπων στοιχείων του hip-hop, δηλαδή του rap (MCs), του breakdance και του graffiti.

Ωστόσο, τα πρώτα χρόνια, αυτό που αποκαλούμε τώρα hip-hop, ήταν μια «φάση» που λάμβανε χώρα σε σκοτεινές γειτονιές, σε υπόγεια και αποθήκες – εκεί δηλαδή που συγκεντρωνόντουσαν οι νέοι μαύροι για να παρτάρουν με την ψυχή τους. Κι αυτό γιατί, όπως είπαμε στο προηγούμενο κείμενο, σε πρώτο χρόνο είχαν «ανάγκη να γελάσουν», να βρούνε μία διέξοδο από την ζοφερή καθημερινότητά τους.

Τα block πάρτι λειτούργησαν κατά κάποιον τρόπο όπως τα Ιδρύματα Τέχνης στις σύγχρονες πόλεις του Δυτικού κόσμου. Συμπεριληπτικά, παρουσίασαν τις τάσεις που προέκυπταν από την εφηβική ανεμελιά, την ταξική αντίδραση, την φυλετική ταυτότητα. Παρ’ όλα αυτά, το hip-hop δεν ήταν ακόμα τρόπος ζωής για τους νέους μαύρους Αμερικανούς. Τα πρώτα τέσσερα χρόνια, από το 1973 όπου ο DJ Kool Herc έβαλε τις βάσεις, μέχρι και το 1977, το hip-hop ήταν στο στάδιο της βρεφικής ανάπτυξης, και πιο συγκεκριμένα, βρισκόταν στο σημείο του μπουσουλίματος. Αυτό που χρειαζόταν για να σταθεί στα πόδια του, να πιαστεί από κάπου, ήταν ένα μπλακ άουτ ρεύματος.

Από το σκοτάδι στο φως

13 Ιουλίου, 1977. O Grandmaster Caz, ένας δημοφιλής DJ του Μπρόνξ, ετοιμάζεται για το battle που θα έδινε με τον DJ Master Plan Bunch σε ένα γήπεδο μπάσκετ. Ο κόσμος είχε ήδη μαζευτεί στο σημείο όπου υποδείκνυε το flyer της αναμέτρησης – είναι όλα έτοιμα. Όταν ο Caz τοποθετεί τον πρώτο δίσκο στο πικάπ και η βελόνα του βραχίονα ακουμπάει το αυλάκι του βινυλίου, τα φώτα σβήνουν. Αντί να ηχήσουν τα breaks, ακούγονται δυνατά οι γενικοί διακόπτες που κατεβαίνουν απότομα. Η γειτονιά βυθίζεται στο σκοτάδι και σταδιακά, όσο προχωράει το βλέμμα, σβήνει κάθε εστία φωτός. Οι δείκτες του ρολογιού δείχνουν 8:55 μ.μ.

Ένα πρόβλημα στην ηλεκτροδότηση που ξεκίνησε στον σταθμό Buchanan της Νέας Υόρκης δημιούργησε ένα ντόμινο διακοπών ρεύματος στις γύρω περιοχές, αλλά και αλυσιδωτές αντιδράσεις στις φτωχές γειτονιές. Ο κόσμος συγκεντρώθηκε μαζικά σε διαμερίσματα ή εκτός των κτιρίων, γιατί στο σκοτάδι η ανασφάλεια κυριαρχεί όταν είσαι μόνος, ενώ όσοι είχαν μαγαζιά έτρεξαν σε αυτά προκειμένου να τα προστατεύσουν από πιθανές λεηλασίες.

Το μεγάλο μπλακ άουτ της Νέα Υόρκης κράτησε σχεδόν δύο ημέρες (με επαναφορές και διακοπές) και ήταν η ιδανική συνθήκη για να πραγματοποιηθεί ένα ιστορικό πλιάτσικο, το οποίο αποτέλεσε βασικό έναυσμα για την διάδοση και την εδραίωση του hip-hop.

Πηγή: Bettmann Archive

Καθώς η οικονομική εξαθλίωση και η κοινωνικές ανισότητες είχαν δημιουργήσει ένα έντονο συναίσθημα αγανάκτησης κατά της κυβέρνησης και των προσώπων που είχαν κάποια παραπάνω προνόμια (ανεξάρτητα από την φυλή), το μπλακ άουτ έδωσε στους νέους και στις συμμορίες των γκέτο την κατάλληλη αφορμή για να πάρουν την «εκδίκησή» τους [σ.σ. το πλιάτσικο και οι καταστροφές στα καταστήματα, οδήγησε λίγο αργότερα την κυβέρνηση Carter να δώσει αποζημιώσεις ύψους 11 εκατομμυρίων δολαρίων (84 εκατομμύρια με τα σημερινά δεδομένα)].

Ο κόσμος έσπαγε τις βιτρίνες, μπούκαρε στα μαγαζιά και έφευγε με διάφορα αντικείμενα, κυρίως ηλεκτρικές συσκευές. Με ανεμιστήρες και τοστιέρες στα χέρια, με πλυντήρια και ψυγεία στα καρότσια, άλλοι με πολυθρόνες, όλοι έτρεχαν να επιστρέψουν στο σπίτι τους για να αναβαθμίσουν κάπως την ποιότητα της ζωής τους. Αυτό το πλιάτσικο δεν ήταν απόρροια του συνεχούς καταναλωτισμού, αλλά μία προσπάθεια να γίνει πιο υποφερτή η καθημερινότητα στα μικροσκοπικά διαμερίσματα των εργατικών κατοικιών.

Πηγή: AP

Τα μηχανήματα όμως που θα έδιναν στην Αφροαμερικανική κοινότητα ελπίδα για το μέλλον, θα ήταν τα πικάπ και οι μίκτες, τα «όπλα» των DJs. Εν μία νυκτί, εξαφανίστηκαν από την αγορά  τα περισσότερα μοντέλα Technincs SL-1100 και SL-1200 (MK2), όπως και οι μίκτες Bozak CMA-10-2DL, GLI PMX 7000 και Citronic SMP101.

Μπορεί σε κάθε σπίτι (σχεδόν) να υπήρχε ένα πικάπ για ακρόαση μουσικής, όμως οι DJs χρησιμοποιούσαν επαγγελματικά μηχανήματα προκειμένου να αναπτύξουν το turntablism με 2 πικάπ και 1 μίκτη, και σε αυτόν τον εξοπλισμό δεν είχαν πρόσβαση όλοι. Με το turntablism, ουσιαστικά ανοίγει και ο δρόμος για την δημιουργία της μουσικής του hip-hop. Οι DJs κόβοντας-ράβοντας συγκεκριμένα μέρη από τα τραγούδια κατά την διάρκεια των set τους, διαμορφώνουν έναν ήχο που δεν υπήρχε ακόμα δισκογραφικά και, αργότερα, θα έδινε έναν σκληρό αγώνα για να κυκλοφορήσει.

Πλέον, τα εφηβικά δωμάτια γεμίζουν με πικάπ, μίκτες και βινύλια. Η ζωή στα γκέτο αποκτά μία νέα μουσική υπόκρουση και όλοι φιλοδοξούν να γίνουν οι σούπερ σταρ της γειτονιάς τους. Το ριζοσπαστικό αυτής της νέας κατάστασης, είναι ότι πλέον για να δημιουργήσει κάποιος μουσική δεν χρειάζεται να κλείσει κάποιο στούντιο ηχογράφησης, να βρει μία δισκογραφική και να πουλήσει την ψυχή του στους managers της βιομηχανίας – αρκούν 2 πικάπ, 1 μίκτης, 1 μικρόφωνο και 1 κασετόφωνο με δυνατότητα REC. Θα λέγαμε πως στο Μπρόνξ γεννήθηκε, μαζί με το hip-hop, και η έννοια του home studio.

Με έναν κάπως παράδοξο και ανορθόδοξο τρόπο, μέσω της παραβατικότητας, προήλθε μια ισορροπία. Όλοι – όσοι τουλάχιστον συμμετείχαν στο μεγάλο πλιάτσικο του μπλακ άουτ – είχαν τα ίδια δικαιώματα στη δημιουργία τέχνης, στη μουσική έκφραση, στο κυνήγι ενός ονείρου που θα οδηγούσε εκτός γκέτο. Παρακάμφθηκε το χρήμα και έτσι ο κόσμος είχε την δυνατότητα να διεκδικήσει την θέση του σε έναν κόσμο που οφείλει να λειτουργεί ισότιμα. Όποιος ήταν καλύτερος θα τα κατάφερνε. Και ένας απ’ αυτούς, αν όχι ο καλύτερος, ήταν ο Joseph Saddler, κατά κόσμον Grandmaster Flash.

Οι «νονοί» και το όραμα

Οι φήμες, τις οποίες διαδίδει και ο ίδιος, λένε πως ο ιδιοφυής και πρωτοπόρος DJ ανακάλυψε/δημιούργησε το crossfader στους μίκτες, το οποίο σου δίνει την δυνατότητα με ένα μόνο άγγιγμα να μεταβαίνεις από το ένα τραγούδι στο άλλο, μεταξύ Deck A και Deck B. Κάτι φυσικά που υπήρχε ως δυνατότητα σε μίκτες όπως ο Bozak CMA-10-2DL, αλλά μέσω knob [σ.σ. αντίστοιχο με τον τρόπο που ελέγχουμε το volume (ένταση) σε ένα ηχοσύστημα] και όχι fader. Ήδη πάντως από το 1977 είχαν κυκλοφορήσει οι πρώτοι μίκτες με fader, οπότε, ίσως ο Grandmaster Flash – που είχε παρακολουθήσει και μαθήματα ηλεκτρονικού – να μην ανέπτυξε την λειτουργία του crossfader, ωστόσο, επινόησε αυτές τις τεχνικές στις οποίες βασίστηκε ο σύγχρονος τρόπος που μιξάρει ένας DJ ανεξάρτητα από το είδος χορευτικής μουσικής που εκπροσωπεί, αλλά και που χρησιμοποιήθηκαν ιδιαίτερα στο hip-hop.

Ο Grandmaster Flash γεννήθηκε στα Μπαρμπάντος το 1958 και μεγαλώνοντας στο Μπρονξ, επηρεάστηκε από την τεράστια δισκοθήκη του πατέρα του. Με τα ακουστικά συνεχώς στα αυτιά του, εξερεύνησε όλα τα είδη μουσικής που στέκονται κάτω από τον όρο «μαύρη κουλτούρα» και εκείνα που βασίστηκαν στην Αφροαμερικανική κληρονομιά. Εκεί όμως που βρήκε το ηχητικό καταφύγιό του, ήταν στη soul (λιγότερο στη funk) και, κυρίως, στην χορευτική μουσική που παιζόταν στα κλάμπ της Νέας Υόρκης. Ο Grandmaster Flash, είχε όραμα. Πίστευε πως η μουσική της κουλτούρας του hip-hop θα μπορούσε και θα έπρεπε να ακούγεται παντού, να μην περιοριστεί στα γκέτο και αποδυναμωθεί σταδιακά. Το «όχημα» για την κατάκτηση του κόσμου, έτσι όπως υπήρχε στο μυαλό του, περνούσε μέσα από τις ντίσκο – ποιος κρατούσε τα «κλειδιά», θα το αναλύσουμε παρακάτω.

Όμως πριν ανοίξουν οι πόρτες διάπλατα για τον κόσμο των λευκών, ο Grandmaster Flash είχε δημιουργήσει το πέρασμα για να βγουν πιο μπροστά στην σκηνή οι MCs. Αρχικά, συνεργάστηκε με τον Kurtis Blow από την σκηνή του Χάρλεμ, ενώ αργότερα δημιούργησε τους “Grandmaster Flash & the 3 MCs”, στους οποίους συμμετείχαν ο Cowboy, o Melle Mel και ο The Kidd Creole. Λίγο μετά, στο σχήμα θα μπει ο Rahiem και ο Scorpio για να δημιουργήσουν τους “Grandmaster Flash & the Furious Five” που θα εκτοξεύσουν την δημοφιλία του Flash και θα ταυτιστούν με το hip-hop. Βέβαια, μέχρι εκείνο το σημείο, ο όρος “hip-hop” δεν υπήρχε και η κουλτούρα αναζητούσε ένα όνομα για να μπορέσει διαδοθεί πέρα από τις φτωχές γειτονιές της Νέας Υόρκης.

Οι Grandmaster Flash & the Furious Five / Πηγή: Rock & Roll Hall of Fame

Σχετικά με τον «νονό» του hip-hop, οι απόψεις διίστανται – αλλά όλες τέμνονται στον Grandmaster Flash ως σημείο εκκίνησης. Ο Cowboy που ήταν μέλος των “the 3 MCs” και των the Furious Five”, ήταν φίλος με τον Kevin Smith ή αλλιώς Lovebug Starski. Όλοι μαζί, ο Grandmaster με τους Furious Five και τον Lovebug Starski, έστησαν ένα αποχαιρετιστήριο πάρτι για έναν φίλο τους που θα πήγαινε στρατό. Όταν λοιπόν ήταν όλοι επί σκηνής με τα μικρόφωνα στα χέρια να ραπάρουν και τον Flash να δίνει τον ρυθμό από τα πικάπ, ο Lovebug Starski φαίνεται να ενσωμάτωσε στον αυτοσχεδιασμό του (freestyle) την φράση “hip/hop/hip/hop”, σκεπτόμενος τον ρυθμό των στρατιωτικών παρελάσεων. Αργότερα, ο Cowboy θα αυτοκυριχθεί «νονός» του hip-hop διχάζοντας τις πηγές πληροφορίας από εκείνο το βράδυ, τους ανθρώπους δηλαδή που βρισκόντουσαν στο πάρτι, αλλά η αλήθεια είναι πως εν μέσω καπνού, χορού και γενικότερης ευφορίας, οι αναμνήσεις ξεθωριάζουν.

Το 1979, ο Bobby Robinson, βετεράνος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και της μουσικής βιομηχανίας – είχε δουλέψει δίπλα στον θρυλικό Ahmet Ertegun της Atlantic Records –, έχει ένα δισκάδικο στην γωνία μεταξύ 125th Street και 8th Avenue στο Χάρλεμ. Όμως το Enjoy Records δεν πουλάει μόνο δίσκους. Λειτουργεί και ως στούντιο ηχογράφησης και παραγωγής – φτωχό, αλλά με πλούσια διορατικότητα.

O Robinson έχει αντιληφθεί πως “κάτι” γεννιέται από το τίποτα στους δρόμους των γκέτο, και έτσι καλεί στο Enjoy Records των Grandmaster Flash με τους Furious Five. Αυτοί αρπάζουν την ευκαιρία που τους προσφέρεται και κάπου προς το τέλος της χρονιάς κυκλοφορεί σε single το ντεμπούτο τους “Superappin’”. Παράλληλα, ο Kurtis Blow έχει υπογράψει με την Mercury Records – το πρώτο μεγάλο συμβόλαιο καλλιτέχνη του hip-hop – και τα Χριστούγεννα του 1979 κυκλοφορεί το “Christmas Rappin”. Κάπου όμως στο ενδιάμεσο, μία παρέα από το New Jersey χωρίς ιδιαίτερο ταλέντο στο freestyle rap και την παραγωγή μουσικής, στις 16 Σεπτεμβρίου κυκλοφορεί το “Rapper’s Delight”. Οι Sugarhill Gang δεν γράφουν μόνο τους στίχους που θα λειτουργήσουν από μόνοι τους ως το καλύτερο πρόμο για την εξάπλωση του hip-hop, αλλά και ιστορία.

“I said-a hip, hop, the hippie, the hippie
To the hip hip hop-a you don’t stop the rock
It to the bang-bang boogie, say up jump the boogie
To the rhythm of the boogie, the beat”

Βασισμένοι στο “Good Times” των Chic, οι Sugarhill Gang ραπάρουν ασταμάτητα ο ένας μετά τον άλλον σε ένα χορευτικό μοτίβο που δεν σταμάτα ποτέ (η μεγαλύτερη εκδοχή του είναι 14:35) και συστήνουν σε ένα ευρύ κοινό το hip-hop. Μπορεί να έχει προηγηθεί το “King Tim III (Personality Jock)” των Fatback Band που μέσα σε disco και glam ατμόσφαιρα περιλαμβάνουν ραπ μέρη, όμως το “Rapper’s Delight” είναι αυτό που σηματοδοτεί την έναρξη της hip-hop δισκογραφίας καθώς έχει και την περισσότερη απήχηση, όχι μόνο σε πωλήσεις, αλλά και στις γειτονιές του Μπρόνξ, του Μπρούκλιν, του Χάρλεμ και του Μανχάταν (πια).

Οι «σπόροι» που φύτεψε στο άγονο έδαφος των γκέτο ο Kool Herc το 1973, έχουν πλέον αποδώσει. Στα τέλη των ‘70s, αρχές ‘80s, «κηπουρός» είναι ο Grandmaster Flash και τα «άνθη» οι Furious Five, o Kurtis Blow, οι Sugarhill Gang. Αυτό που είχε απομείνει, είναι να βρεθεί το τραγούδι που θα πουλούσε σε ένα διαφορετικό και μεγαλύτερο κοινό αυτή την «παραγωγή». Εκεί, κυκλοφορεί το “Rapture” των Blondie.

Η γκετοποίηση της ντίσκο

Η Debbie Harry, ήρθε σε επαφή με την φάση του hip-hop το 1978, όταν μαζί με τον Nile Rodgers (μπασίστα) των Chic και τον Chris Stein (κιθαρίστα) των Blondie, πήγαν σε ένα πάρτι στο Μπρόνξ – συνδετικός κρίκος αυτής της μοιραίας συνάντησης του new wave, της disco και του rap, ήταν ο Fab 5 Freddy, φίλος των Blondie, που ζούσε στο Μπρούκλιν και που λίγο αργότερα συμμετείχε στην παραγωγή της εμβληματικής ταινίας “Wildstyle” του 1983 που αφορούσε την hip-hop κουλτούρα.

Η απώλεια της πολυτέλειας, η καθαρή απλότητα, η ωμή και πηγαία έκφραση των ανθρώπων στα γκέτο, αποτέλεσε βασική έμπνευση για το “Rapture”, το οποίο κυκλοφόρησε ως single στις 12 Ιανουαρίου το 1981 και ήταν στον δίσκο “Autoamerican” [1980, Chrysalis].

Μέχρι τότε, η πόλη της Νέας Υόρκης είχε μία αόρατη διχοτόμηση (ορατή κοινωνικά). Από τη μία, το λαμπερό Μανχάταν με δημοφιλείς και πρωτοπόρες προσωπικότητες, όπως ο Andy Warhol και ο Jean-Michel Basquiat, τα μεγάλα κλαμπ με disco μουσική και τα λαμπερά αυτοκίνητα. Από την άλλη, τα σκονισμένα στενά, ναρκωτικά τελευταίας διαλογής, οι περιθωριοποιημένες μειονότητες, τα αυτοσχέδια ηχοσυστήματα και οι αυτοδίδαχτοι καλλιτέχνες της hip-hop κουλτούρας. Το “Rapture” ουσιαστικά σύστησε στην «άλλη πλευρά», την γκλαμουράτη, τα περιθωριοποιημένα γκέτο. Και αυτό χωρίς κάποια ιδιαίτερη δυσκολία καθώς αρκούσαν οι παρακάτω στίχοι:

“Fab Five Freddy told me everybody’s fly
DJ spinnin’ I said, “My my”
Flash is fast, Flash is cool
François c’est pas, Flash ain’t no dude”

Όλοι πλέον στη Νέα Υόρκη αναρωτιόντουσαν «Μα ποιος είναι αυτός ο Flash για τον οποίο τραγουδάει (ραπάρει) η Debbie;». Έγινε αυτό που λέμε talk of the town και το hip-hop δεν θα ήταν ποτέ ξανά το ίδιο.

Σε εκείνο πάρτι στο Μπρόνξ, η Debbie Harry, είχε απολαύσει το γκρουβάτο dj set του Grandmaster Flash και όταν τα βλέμματά τους διασταυρώθηκαν, ο Flash ζήτησε από τον Fab 5 Freddy να τους φέρει σε επαφή. «Με λένε Blondie» του είπε, και για μια στιγμή δύο διαφορετικά σύμπαντα, δύο εκ διαμέτρου αντίθετοι κόσμοι, ενώθηκαν.

Η οδυνηρή κανονικότητα για το hip-hop που το περιόριζε σε λίγα, αλλά μεγάλα, οικοδομικά τετράγωνα, ξαφνικά ανατράπηκε, και τα στεγανά των γκέτο έσπασαν για να υποδεχθούν όλους τους υπόλοιπους που δεν μπορούσαν να ζήσουν μια βραδιά στα block πάρτι και στα underground κλάμπ. Αυτό το «άνοιγμα» έδωσε στο hip-hop την ώθηση που χρειαζόταν και αναζητούσε. Δυστυχώς λόγω έλλειψης πόρων και επιρροής, οι μαύροι, οι λατίνοι, οι άνθρωποι των γκέτο, δεν είχαν την δυνατότητα να πράξουν το κάτι παραπάνω, πέρα απ’ αυτό που είχαν κάνει ήδη μέχρι εκείνη την στιγμή.

Η «γνώση» που φέρνει το «μήνυμα»

Μετά την κυκλοφορία του “Rapture”, οι Grandmaster Flash & the Furious Five κυκλοφορούν την 1η Ιουλίου του 1982 το εμβληματικό “The Message” μέσω της Sugar Hill Records. Ένα τραγούδι ορόσημο για την hip-hop κουλτούρα, αφού για πρώτη φορά η περιγραφή της ζωής στα γκέτο δίνεται με έναν τόσο γλαφυρό και ευθύ τρόπο μέσω των στίχων. Ο κοινωνικός σχολιασμός και η μουσική στο “The Message” αντικαθιστούν την διασκεδαστική ατμόσφαιρα των προηγούμενων hip-hop κυκλοφοριών και «σκάει» στα αυτιά των ακροατών μία έκρηξη μεγατόνων. Το hip-hop δείχνει πως έχει «φωνή» και αυτή έχει σπάσει, έχει νεύρα, απειλεί και προκαλεί αναστάτωση στους συντηρητικούς – και λίγο στην κοσμάρα τους – λευκούς:

“Don’t push me cause I’m close to the edge / I’m trying not to lose my head” , “Sometimes I think I’m goin’ insane / I swear I might hijack a plane!” , “I can’t walk through the park cause it’s crazy after dark / Keep my hand on my gun cause they got me on the run” , “But now your eyes sing the sad, sad song / Of how you lived so fast and died so young”

Παράλληλα, κάνει την δισκογραφική του εμφάνιση ακόμα μία σημαντική προσωπικότητα της κουλτούρας του hip-hop. Ένας ψηλός, ογκώδης τύπος, με εντυπωσιακή παρουσία και το ψευδώνυμο Afrika Bambaataa. Μέλος της συμμορίας Black Spades, βρίσκεται στην φάση του hip-hop από τα πρώτα block πάρτι που διοργάνωνε ο Kool Herc.

Δεν ήταν μόνο η μουσική που τον είχε παρασύρει διονυσιακά σε σκέψεις, αλλά όλη η ατμόσφαιρα που υπήρχε σε εκείνα τα πάρτι. Μία συγκεντρωτική εικόνα της Αφροαμερικανικής κοινότητας: Μουσική, ναρκωτικά, graffiti, χορός breakdance, όπλα, rap, υποκρισία και ναρκισσισμός. Όντας καταπιεσμένοι και φτωχοποιημένοι, οι άνθρωποι στα γκέτο, έψαχναν τρόπους να ενισχύσουν την αυτοπεποίθησή τους, ενίοτε και με τους λάθους τρόπους. Οι νέοι μαύροι ήθελαν να είναι σε κάτι καλοί, αλλά σίγουρα να είναι καλύτεροι απ’ τους υπόλοιπους – ακόμα και αν προέρχονταν από τις ίδιες κοινωνικές συνθήκες, με τους ίδιους φόβους και τα ίδια προβλήματα.

Ο Bambaataa θέλοντας να προσφέρει την χαμένη «γνώση» των Αφροαμερικανών στα γκέτο, κάτι που έσβησε όταν άναψαν και οι πρώτες φλόγες που καίνε την ηρωίνη στο κουτάλι, καλεί σε συμβούλιο τα μέλη των Black Spades αλλά και των υπολοίπων συμμοριών του Μπρόνξ και των κοντινών περιοχών. Τους περιγράφει το όραμά του, που δεν είναι άλλο από την δημιουργία του Zulu Nation. Σκοπός της οργάνωσης είναι μέσω της μουσικής και την γνώσης για τις ρίζες των ανθρώπων, το κάθε άτομο να ανακαλύψει την ουσία της ζωής αλλά και έναν λόγο για να ζει. Όλοι εμπνέονται από τα λόγια του, τον εμπιστεύονται και ξεκινάνε.

O Afrika Bambataa

«Σκοτώναμε ο ένας τον άλλον για ανοησίες. Έπρεπε να σταματήσουμε και να κάνουμε την κοινότητα να οργανωθεί. Υπήρχαν και άλλες οργανώσεις που ήθελαν να ξυπνήσουν τις κοινότητες, όπως το Nation of Islam, οι Black Panthers, οι Young Lords. Έπρεπε να αλλάξουμε το παράδειγμα και να διδάξουμε στις κοινότητες να είναι μαχητές και όχι καταστροφείς. Ήταν δύσκολο να κάνουμε αυτό που θέλαμε».

Μετά από λίγο διάστημα, το Zulu Nation βρίσκεται σε κάθε γειτονιά του Νότιου Μπρόνξ. Πρωτοστατεί σε προσπάθειες συμφιλίωσης μεταξύ συμμοριών, φέρνει την γνώση για τις ρίζες των Αφροαμερικανών – κάτι που εσκεμμένα ο Λευκός Οίκος είχε κρύψει από τα βιβλία Ιστορίας που διδάσκονταν στα σχολεία – , δίνει πνοή μαχητικότητας για την ζωή στα γκέτο και προτρέπει τον κόσμο να φοράει Αφρικάνικα κολιέ αντί για τεράστιες αλυσίδες στον λαιμό. Το μανιφέστο «Ειρήνη, Αγάπη, Ενότητα και Διασκέδαση» (Peace, Love, Unity and having Fun) του Zulu Nation έχει όπλο τη μουσική και η κουλτούρα του hip-hop αποκτά ολοκληρωμένη ταυτότητα, έχει άποψη και διεκδικεί κάτι καλύτερο από το δικαίωμα των ανθρώπων στο να παρτάρουν – κάτι που αποτυπώθηκε αργότερα και με έναν σατιρικό τρόπο στο “(You Gotta) Fight For Your Right (To Party!)” των Beastie Boys το 1986.

Εμπνευσμένος απο την επιβλητικότητα του Kool Herc και την ευρηματικότητα του Grandmaster Flash, ο Bam (όπως τον αποκαλούσαν οι φίλοι του) ταυτόχρονα με την οργάνωση των ενεργειών του Zulu Nation, συνεχίζει να κάνει ασταμάτητο digging σε δίσκους και εμπλουτίζει την δισκοθήκη του για τα πάρτι που διοργανώνει τα οποία έχουν space-afro-funk αισθητική με τις στυλιστικές και μουσικές επιλογές του [σ.σ. έντονα επηρεασμένος από τους Funkadelic και Parliament του George Clinton). Κάπως έτσι, το 1982, χρησιμοποιώντας τις δυνατότητες του Fairlight CMI, το digital synthesizer που θα άλλαζε την μουσική παραγωγή, και με το λεγόμενο “orchestra hit” [σ.σ. ένας συγκεκριμένος ήχος που ακούστηκε για πρώτη φορά το 1910 στην Όπερα του Παρισίου από την ορχήστρα του σημαντικού συνθέτη Igor Stravinsky], θα βάλει το δικό του λιθαράκι στην καθιέρωση του hip-hop με το τραγούδι “Planet Rock”.

Ο «πλανήτης» του Bambaataa παρουσιάζει έναν νέο ήχο και όπως η ροκ, έτσι και αυτό, γεννά αλυσιδωτές αντιδράσεις στην παραγωγή της (hip-hop) μουσικής και λειτουργεί ως παράδειγμα για τις επόμενες γενιές που θα ασχοληθούν με την κουλτούρα.

[Το αφιέρωμα συνεχίζεται – Στο 3ο μέρος: τα στρατόπεδα του hip-hop και οι αλλαγές ανά δεκαετίες]