50 χρόνια hip-hop – κι όμως, τόσα είναι. Από το 1973 όπου ο DJ Kool Herc διοργάνωσε τα πρώτα block parties στο Μπρόνξ της Νέας Υόρκης, στο σήμερα, το 2023, το δημιούργημα των αφροαμερικανών στα γκέτο έχει κατακτήσει τα πάντα και βρίσκεται παντού, σε κάθε σημείο της ποπ κουλτούρας.

Ο δρόμος προς την καταξίωση του hip-hop και την αναγνώρισή του ως μουσικό είδος που χρήζει σεβασμού δεν ήταν στρωμένος με ροδοπέταλα – όπως άλλωστε για κάθε (υπό/αντί) κουλτούρα που ξεπηδάει από χαμηλά κοινωνικά στρώματα, την εργατική τάξη και τις μειονότητες. Λοιδορήθηκε, δαιμονοποιήθηκε, σατιρήθηκε, αλλά ποτέ δεν κατάφεραν να το φιμώσουν. Κι αυτό γιατί ήταν, είναι και παραμένει, ο πιο ωμός, αφιλτράριστος και ακατέργαστος τρόπος να δημοσιοποιηθεί η αντανάκλαση της καταπίεσης του συστήματος (είτε μιλάμε για οικονομικό σύστημα είτε για πεποιθήσεις) στους μη προνομιούχους.

Βέβαια, το ζητούμενο για τους ανθρώπους που υιοθέτησαν την κουλτούρα του hip-hop ως τρόπο ζωής, δεν ήταν η αναγνώριση – τουλάχιστον όχι στον τρόπο που αυτή γεμίζει τραπεζικούς λογαριασμούς. Σε πρώτη φάση κυριαρχούσε η ανάγκη για έκφραση, η οποία δεν περιορίζεται μόνο στην ομιλία, αλλά στο ρυθμικό μοτίβο της μουσικής, τον χορό και την ζωγραφική. Αυτά τα 4 βασικά στοιχεία του hip-hop, που καθρεφτίζουν έντονα τις αρχέγονες ανάγκες του ανθρώπου, είναι και οι βασικοί πυλώνες στους οποίους στήριχθηκε: DJ(ing), MC(ing)/Rap(ing), Breakdance, Graffiti.

Το σίγουρο είναι πως η εξέλιξη ζήλεψε τον δυναμισμό του hip-hop. Το ξεζούμισε όσο μπορούσε. Ίσως, 50 χρονιά μετά, η βαθύτερη ουσία του να έχει χαθεί, αλλά έστω και κάπως παραλλαγμένο, είναι ακόμα ζωντανό αφού τουλάχιστον τα στοιχεία του υπάρχουν παντού γύρω μας, ακόμα και αν αυτά έχουν ενσωματωθεί σε άλλες κουλτούρες και μουσικά είδη.

Η μαύρη κουλτούρα

Μέσα του 1960, ΗΠΑ.

Έχουν περάσει σχεδόν 100 χρόνια απ’ όταν η Διακήρυξη της Χειραφέτησης (Emancipation Proclamation) του προέδρου Αβραάμ Λίνκολν όρισε πως «όλοι οι άνθρωποι που κρατούνται ως δούλοι θα είνα στο εξής ελεύθεροι», αλλά οι Αφροαμερικανοί εξακολουθούν να μην έχουν πρόσβαση σε ποιοτικά εκπαιδευτικά ιδρύματα, δουλειές και βασικές ανέσεις (στέγαση κλπ), ενώ ο ρατσισμός συνεχίζει να δηλητηριάζει τον κοινωνικό ιστό της Αμερικής, ιδίως στις Νότειες Πολιτείες.

Μέχρι εκείνο το σημείο, οι Αφροαμερικανοί, υπάρχουν στην κουλτούρα της Αμερικής μόνο ως διασκεδαστές και αθλητές. Το πολιτιστικό κίνημα που θα ενισχύσει την ταυτότητά τους, εναρμονίζεται πλήρως με τα κινήματα των πολιτικών δικαιωμάτων που έχουν κάνει την εμφάνισή τους.

Κάπως έτσι προκύπτει και η φράση “black is beautiful” (το μαύρο είναι όμορφο) που αναφέρεται σε μία ευρεία αποδοχή της μαύρης κουλτούρας για την ταυτότητά της. Ουσιαστικά, πρόκειται για μία προσπάθεια αυτοεκτίμησης που επαναφέρει την σκλαβωμένη υπερηφάνεια στην καθημερινότητα των μάυρων, τόσο για τις ρίζες τους όσο και για τα επιτεύγματα των σύγχρονων Αφροαμερικανών.

Φωτ.: Kwame Brathwaite / Philip Martin Gallery

Η «γνώση» για το παρελθόν γίνεται «όπλο» για το παρόν και το μέλλον της μαύρης κοινότητας, κάτι που έχει άμεση επίδραση σε πολλά στοιχεία της δημόσιας εικόνας τους και του καλλιτεχνικού έργου τους. Οι μαύροι Αμερικανοί φοράνε πλέον ρούχα που συνδέουν την αφρικανική παράδοση με το «τώρα», αφήνουν το μαλλί τους ελεύθερο να αναπτυχθεί σε afro στυλ, εμφανίζονται σπουδαίοι συγγραφείς (James Baldwin), ποιητές (Amiri Baraka) και ζωγράφοι (Jacob Lawrence) που υμνούν το κίνημα Black Power (Μαύρη Δύναμη), οι δισκογραφικές Motown (με τον αμειγώς pop soul και ενιότε «στραφταλιζέ» ήχο της) και Stax Records (κυρίως με rhythm & blues κατάλογο) δημιουργούν το soundtrack της καθημερινότητάς τους, ενώ, δειλά, η τηλεόραση και ο κινηματογράφος κάνουν τις πρώτες τους προσπάθειες να παρουσιάσουν με περισσότερο ρεαλισμό την ζωή των μαύρων αποφεύγοντας τα στερεότυπα.

Η λευκή Αμερική μπορεί να μην έχει αποδεχθεί πλήρως την αισθητική της μαύρης κουλτούρας , ομορφιάς και κληρονομιάς, αλλά τουλάχιστον πλέον οι Αφροαμερικανοί έχουν αποτινάξει από επάνω τους το ευρωπαϊκό (λευκό) δόγμα που μέχρι πρότεινος αξιολογούσε την αξία της ζωής με βάση το χρώμα, τον πλούτο και την καταγωγή.

Μια σειρά από μποϊκοτάζ, μη βίαιες πορείες, καθιστικές διαμαρτυρίες και «βόλτες ελευθερίας» με λεωφορεία από τον Βορρά, στις οποίες συμμετέχουν η νεολαία και οι διάφορες οργανώσεις μαύρων ακτιβιστών, δημιουργούν εντός της κοινότητας υψηλές προσδοκίες για ένα καλύτερο μέλλον. Οι αγώνες για τα πολιτικά δικαιώματα ενθαρρύνουν όλο και περισσότερεο κόσμο να συμμετέχει στις δράσεις, αλλά οι βίαιες απώλειες των Jοhn F. Kennedy (1963), Malcolm X (1965), Martin Luther King (1968) και Robert Kennedy (1968), είναι σημαντικά πλήγματα στην δυναμική του αγώνα των Αφροαμερικανών. Ο πόνος και η απογοήτευση είναι ορατός στα δακρυσμένα μάτια τους, καθώς σταδιακά κάθε προσωπικότητα που αγκαλιάζει τις μειονότητες δολοφονείται.

Η αφροαμερικανική κοινότητα ναι μεν αποχαιρετά την δεκαετία του 1960 με περισσότερα νομικά δικαιώματα και ευκαιρίες από ό,τι πριν, αλλά τα επίπεδα αισιοδοξίας είναι, ίσως, πιο χαμηλά. Το μόνο που τους έχει απομείνει για να νιώθουν υπερηφάνοι – καθότι δικό τους δημιούργημα –, που τους προσφέρει στιγμές χαράς και αίσθηση ελευθερίας, είναι η funk μουσική. Ένα είδος που έχει ευδιάκριτα χαρακτηριστικά αφροαμερικανικής έκφρασης, με έντονο groove, δυνατό μπάσο, διονυσιακά (υποσαχάρια) κρουστά και χορευτικό μοτίβο. O James Brown άνοιξε τον δρόμο για τη funk το 1965 με το τραγούδι “Papa’s Got a Brand New Bag”, και ο ίδιος «κλείνει» την αιματοβαμμένη δεκαετία με τον ύμνο “Say It Loud – I’m Black and I’m Proud” το 1968.

“Some people say we got a lot of malice
Some say it’s a lotta nerve
But I say we won’t quit moving
Until we get what we deserve
We’ve been ‘buked and we’ve been scorned
We’ve been treated bad, talked about
As sure as you’re born
But just as sure as it take two eyes to make a pair, huh
Brother, we can’t quit until we get our share
Say it loud (I’m Black and I’m proud)”

Το σύστημα κράσαρε

Αρχές του 1970, Νέα Υόρκη.

Ο John Lindsay ως Δήμαρχος της Νέας Υόρκης έχει αποτύχει παταγωδώς να διαχειριστεί την οικονομική ύφεση της πόλης και, ταυτόχρονα, τα ποσοστά εγκληματικότητας έχουν αυξηθεί τόσο πολύ σε σημείο που η επιλογή του subway της πόλης είναι τεράστιο ρίσκο ειδικά τις βραδινές ώρες [σ.σ. το New York City Subway είναι αυτό που ονομάζουμε στην Αθήνα «τρένο» ή «ηλεκτρικό», αλλά και με χαρακτηριστικά μετρό αφού έχει αρκετές υπόγειες στάσεις και διαδρομές].

Η Νέα Υόρκη δεν θυμίζε σε τίποτα με αυτό που έχουμε τώρα ως εικόνα. Από το 1966 μέχρι και το 1969, οι απεργιακές κινητοποιήσεις εργαζομένων σε δημόσιους φορείς και οι διαμαρτυρίες των πολιτών ήταν στα πλαίσια της ρουτίνας των Νεοϋορκέζων. Ο Lindsay για να ανακάμψει η οικονομία της πόλης, είχε αυξήσει τους δημοτικούς φόρους και όρισε υψηλότερα τέλη ύδρευσης.

Η ποιότητα ζωής στη Νέα Υόρκη είχε φτάσει στον πάτο, ειδικά για τις μειονότητες και τους χαμηλόμισθους. Το 1968, και μετά από πολυήμερη απεργία των ανθρώπων στον τομέα της καθαριότητας, οι λόφοι από σκουπίδια στην πόλη ξεκίνησαν να πιάνουν φωτιά και οι ισχυροί άνεμοι διοχέτευαν την δυσοσμία και την βρωμία σε κάθε σημείο. Ο κόσμος έβραζε από αγανάκτηση και γι’ αυτό, χαρακτηριστικά, η αστυνομική διεύθυνση της Νέας Υόρκης (NYPD) τοποθετούσε ελεύθερους σκοπευτές για να προστατέψουν τον Lindsay στις δημόσιες εμφανίσεις του. Σύμφωνα με τους New York Times, ο ίδιος είχε αποκαλέσει τους τελευταίους έξι μήνες του 1968 «τους χειρότερους της δημόσιας ζωής μου» – με το οποίο θα ταυτιζόντουσαν και οι περισσότεροι κάτοικοι της πόλης.

Πηγή: wikimedia commons

Τα έργα και οι επιλογές του Lindsay, ακόμη και σήμερα, διχάζουν. Υπάρχουν αυτοί που υποστηρίζουν ότι έκανε ό,τι περνούσε από το χέρι του για να μην χαθούν τα προνόμια της λευκής και εύπορης τάξης του Μανχάταν, ενώ η άλλη πλευρά, με κάπως πιο ψύχραιμη προσέγγιση, θεωρούν πως προσπάθησε να βελτιώσει τις συνθήκες διαβίωσης των μειονοτήτων (αφροαμερικανοί και λατίνοι), απλά, με λάθος και άκομψο τρόπο.

Για παράδειγμα, το 1968, προσπάθησε να δώσει στις κοινότητες μεγαλύτερο έλεγχο στα δημόσια σχολεία, αλλά αυτό δημιούργησε ένα έντονο σχίσμα με ρατσιστικές και αντισημιτικές προεκτάσεις μεταξύ μαύρων και ισπανόφωνων με τους Εβραίους προϊστάμενους της εκπαίδευσης. Λίγο αργότερα, έχτισε εργατικές κατοικίες – ένα συγκρότημα τριών κτιρίων με 24 ορόφους το καθένα – στο Forest Hill του Κουίνς, με σκοπό η χαμηλή τάξη να ζήσει σε ένα καλύτερο προάστιο, αλλά αυτό δημιούργησε έντονα προβλήματα με σημαντικά χαρακτηριστικά ρατσισμού, καθώς η λευκή μεσαία τάξη του Κουίνς πίστευε ότι η ζωή στην κοινότητα θα υποβαθμιστεί με τον ερχομό των φτωχών μειονοτικών φυλών.

Μπαίνοντας λοιπόν στο 1970, η Νέα Υόρκη, βίωνε μια περίοδο έντονης πολώσης με κοινωνικές αναταραχές και σκληρές πολιτικές διαμάχες. Ο John Lindsay επανεκλέγει δήμαρχος, βοηθούμενος κυρίως από την εμφάνισή του στους δρόμους του Χάρλεμ, το βράδυ της 4ης Απριλίου του 1968, μετά την δολοφονία του Martin Luther King, αποτρέποντας ουσιαστικά το έντονο ξέσπασμα αναταραχών, και την κρατική χορηγία για την πραγματοποίηση του φεστιβάλ “Summer of Soul” το 1969 – ο Tony Lawrence, οικοδεσπότης της διοργάνωσης, τον σύστησε στο μαύρο κοινό ως “our blue-eyed soul brother” (ο γαλανομάτης soul αδελφός μας).

Φωτ.: Neal Boenzi / The New York Times

Βέβαια, δεν ήταν μόνο το Χάρλεμ, το Μπρόνξ και το Μπρούκλιν, οι γειτονιές δηλαδή των μειονοτήτων, που του έδωσαν τη νίκη, αλλά και οι κοσμοπολίτες του Μανχάταν, αυτοί των μεγάλων δικηγορικών γραφείων, των πολυεθνικών και των θαμώνων των μεγάλων κλαμπ.

Είναι η εποχή όπου έχουμε τις πρώτες ενδείξεις ενός glam ήχου που θα κατέκλυζε σταδιακά τη Νέα Υόρκη και τον κόσμο. Η διάδοση της disco – όσο αυτή ήταν ακόμη άμεσα συνδεδεμένη με την soul –, με υπερήφανους μπράβους στην πόρτα να τσεκάρουν αν το ντύσιμο του κόσμου είναι αντίστοιχο της ντισκομπάλας στο κέντρο της πίστας, βασίζεται σε ένα συγκεκριμένο lifestyle με το οποίο οι μαύροι δεν μπορούν ταυτιστούν. Κοκαΐνη, γούνες, αστραφτερά κοσμήματα, πακέτα δολαρίων, Andy Warhol.

Στα γκέτο ο κόσμος πεινάει, δυσκολεύεται να βρει δουλειά, τα παιδιά παρατάνε το σχολείο, οι συμμορίες διοικούν τις γειτονιές. Οι μειονότητες – όχι σε πληθυσμιακό πλαίσιο αλλά βάσει κοινωνικής πρόνοιας – νιώθουν εγκλωβισμένες σε μία αδιέξοδη πορεία προς τον θάνατο, και ως γνωστόν, δεν υπάρχει «καμία πατρίδα για τους μελλοθάνατους». Έτσι, αντικρύζοντας κατάματα το «τέλος», οι αφροαμερικανοί αναζητούν μια σανίδα σωτηρίας.

Το 1973, ο Abraham Beame κάθεται πλέον στην θέση του Δημάρχου έχοντας αναλάβει το δύσκολο έργο ανάπτυξης της πόλης ψάχνοντας χρηματοδότες. Η αναζήτηση ενός μοντέλου οικονομικής ενίσχυσης από επιφανείς επενδυτές, προκειμένου να διαχειριστεί το χρέος των 453 εκατομμυρίων δολαρίων της Νέας Υόρκης (1975), οδεύει σε αδιέξοδο. Η λύση που αναζητούσε ο Beame έρχεται μέσω του εμπορίου ναρκωτικών, φυσικά με τις ευλογίες της κυβέρνησης των ΗΠΑ, καθώς το Big Apple [σ.σ. ένα από τα ψευδώνυμα της Νέας Υόρκης, προερχόμενο από τον συγγραφέα John Fitz Gerald] γίνεται η πόλη με τους περισσότερους χρήστες ηρωίνης και το χρήμα ξαφνικά ρέει άφθονο. Παράλληλα, ελεγχόμενα και στοχευμένα, υποβαθμίζονται ολόκληρες περιοχές και μεγάλα κτίρια έτσι ώστε η αγοραστική αξία τους να θεωρηθεί «ευκαιρία αγοράς» για τις real estate εταιρείες.

Σύμφωνα με τις αναφορές των New York Times και New Yorker, εκείνη την εποχή, οι χρήστες ηρωίνης στην πόλη υπολογίζονται περίπου στους 150 χιλιάδες, ενώ οι εκτιμήσεις για τον αριθμό των χρηστών σε άλλες ναρκωτικές ουσίες πλησιάζουν τους 450 χιλιάδες. Τα δημοσιεύματα της περιόδου 1972 – 1974 αναφέρουν πως τα ναρκωτικά είναι «η κύρια αιτία θανατου της ηλικιακής ομάδας 15-35 ετών» στη Νέα Υόρκη. Η Αμερική βιώνει την επιδημία των ναρκωτικών και η πόλη «ορόσημο» πρωταγωνιστεί.

Ο Beame, η Πολιτεία και η Διοίκηση Υπηρεσιών Υγείας (HSA) είναι απρόθυμες στο να αντιμετωπίσουν ευθέως το πρόβλημα και αντί να λάβουν τα απαραίτητα μέτρα για την αντιμετώπιση του φαινομένου, προχωράνε σε κόψιμο κονδυλιών για τον αγώνα κατά των ναρκωτικών και ρίχνουν το μπαλάκι στους αξιωματούχους της εκπαίδευσης αφού στις τάξεις και στις τουαλέτες των σχολικών εγκαταστάσεων οι περισσότεροι νέοι «σουτάρουν» ενέσεις. Όσο λοιπόν η πολιτεία και το κράτος πρόνοιας περιορίζονται σε ενημέρωση της κοινής γνώμης μέσω δελτίων τύπου στα Μέσα, οι μαύροι πεθαίνουν αβοήθητοι από την ηρωινή – η «σαμπάνια των ναρκωτικών», η κοκαΐνη δηλαδή, είναι πολύ ακριβή γι’ αυτούς.

Με αυτόν τον τρόπο το σύστημα κατάφερε να σπείρει τον πανικό, τον φόβο και τον θάνατο εντός της κοινότητας, την ώρα που εκείνη έδινε έναν κοινωνικό και πολιτιστικό αγώνα για να σταθεί στα πόδια της και να διεκδικήσει ισότητα σε όλα τα επίπεδα. Πλέον, η αρχή του χάους είχε βρει τον δρόμο της. Οδηγούσε στα γκέτο, εκεί που η ελπίδα είχε πεθάνει πριν καν γεννηθεί.

“Κάτι” από το τίποτα

Αύγουστος του 1973, Νέα Υόρκη, Μπρόνξ.

Ο ιδρώτας κυλάει ασταμάτητα στα ανθρώπινα σώματα καθώς το Big Apple έχει θερμοκρασίες καύσωνα. Αλλά δεν είναι μόνο οι καιρικές συνθήκες που προκαλούν την εφίδρωση. Κάποιες φορές οφείλεται στις υψηλές θερμοκρασίες που αναπτύσσονται λόγω των εμπρησμών στα κτίρια και άλλες, από την αγωνία των ανθρώπων της μαύρης κοινότητας μην χάσουν το σπίτι τους, κάποιον δικό τους και τα υπάρχοντά τους στην φωτιά.

O Joe Flood, συγγραφέας του βιβλίου “The Fires” που αφορά την ιστορία των εμπρησμών στη Νέα Υόρκη, είχε πει πως «Οι άνθρωποι κοιμόντουσαν με τα παπούτσια τους, είχαν έτοιμες βαλίτσες με τα πράγματά τους δίπλα στην πορτά. Βρισκόντουσαν σε συνεχή επιφυλακή για το ενδεχόμενο πυρκαγιάς».

Το Μπρόνξ εκείνη την περίοδο, σύμφωνα με τα στοιχεία της απογραφής μεταξύ 1970 και 1980, είχε χάσει πάνω από το 97% των κτιριών του σε πυρκαγιές. Μάλιστα το 1976 οι αριθμός των εμπρησμών έφτασε σε επίπεδο ρεκόρ, με 13.572 καταγεγραμμένους εμπρησμούς. Η αστική ανανέωση επιδοτούμενη από την κυβέρνηση, οδήγησε σε αυτό που ονόμασε ο James Baldwin ως “Negro removal” (απομάκρυνση των νέγρων). Οι ιδιοκτήτες αυτών των κτιρίων, τοποθετούσαν εμπρηστικούς μηχανισμούς, έτσι ώστε η κερδοσκοπία του real estate να απολαύσει σε χαμηλή τιμή μεγάλα οικοδομικά τετράγωνα. Στην θέση τους, θα ανεγερθούν τεράστιες εργατικές κατοικίες, ουρανοξύστες, γραφεία εταιρειών, και η Νέα Υόρκη αργότερα θα αποκτήσει άλλη όψη.

Φωτ.: Perla de Leon

Στα συγκροτήματα κατοικιών, τα διαμερίσματα είναι πολύ μικρά, με αποτέλεσμα οι μαύροι και οι Πορτορικάνοι του Μπρόνξ να στιβάζονται κυριολεκτικά σε λίγα τετραγωνικά μέτρα. Στους διαδρόμους κυκλοφορούσαν ντίλερς, οικογένειες, ναρκομανείς, όπλα, σχολικές τσάντες και κρακ [σ.σ. επίσημα το κρακ εμφανίζεται στα Μέσα το 1980, σε ένα άρθρο του Rolling Stone, αλλά στα στενά της Νέας Υόρκης κυκλοφορεί περίπου από το 1974. Ουσιαστικά, πρόκειται για μία μέθοδο καθαρισμού της κοκαΐνης με μαγειρική σόδα. Έτσι, με λίγη ποσότητα από την «σαμπάνια των ναρκωτικών», παράγονται μεγάλες ποσότητες ενός ναρκωτικού που καπνίζεται, άρα αυξάνονται τα κέρδη]. Οι συνθήκες διαβίωσης ήταν από τις χειρότερες που θα μπορούσε να ζήσει ένας άνθρωπος στα ‘70s. Αλλά όσο αυτός ο άνθρωπος δεν είναι λευκός, δεν υπάρχει κανένα πρόβλημα και κανείς δεν μιλάει γι’ αυτό.

Ταυτόχρονα, υπάρχουν συστηματικά μπλακ άουτ ρεύματος λόγω υποχρηματοδότησης του δικτύου – κάτι που αργότερα θα βοηθήσει στην διάδοση του hip-hop -, οι έφηβοι βρίσκονται σε αναζήτηση προτύπων, ο λαμπερός κόσμος του Μανχάταν είναι η άλλη (λαμπερή) όψη του νομίσματος και η ανέγερση του World Trade Center έρχεται σε πλήρη αντίθεση με την καθίζηση των ονείρων μιας γενιάς αφροαμερικανών που ψάχνει τρόπο να βρει στιγμές διεξόδου απο την ενοχλητική μυρωδιά μούχλας στις εισόδους των εργατικών κατοικιών.

“Broken glass everywhere
People pissing on the stage, you know they just don’t care
I can’t take the smell, can’t take the noise
Got no money to move out, I guess I got no choice” – Grandmaster Flash & The Furious Five – The Message (1982)

Σε πρώτη φάση, έχουν ανάγκη να χαμογελάσουν. Η διασκέδαση είναι σχεδόν μονόδρομος γι’ αυτούς. Δυο πικάπ, ένας μίκτης, μερικά βινύλια και ένα αυτοσχέδιο sound system, αρκούν για ένα μουσικό Big Bang, αντίστοιχο με εκείνο της δημιουργίας του σύμπαντος. Ο DJ Kool Herc στήνει το πρώτο block πάρτι [σ.σ. τα πάρτι που γίνονται σε εξωτερικό χώρο και διοργανώνονται σε γειτονιές]. Οι Τζαμαϊκανές ρίζες του, επηρεάζουν τον τρόπο που πειραματίζεται με τους δίσκους όσο αυτοί γυρνάνε σε 45 ή 33 στροφές ανά λεπτό επάνω στα πλατό, υιοθετώντας την τεχνική των King Tubby και Lee “Scratch” Perry όταν αυτοί ήδη απο τα ‘60s έκοβαν-έραβαν, επάνω σε κασέτες, μουσικά τμήματα ενός τραγουδιού και στα live τους επεξεργαζόντουσαν τους ήχους αυτούς μέσω πολυκάναλων μικτών. Θα ονομάσει την τεχνική του “Merry-Go-Round” που θα αποτελέσει και τη βάση για τους υπόλοιπους DJ’s που θα ακολουθήσουν. Οι σπόροι για το hip-hop φυτεύτηκαν.

Σε εκείνα τα block πάρτι, ο ρυθμός της μουσικής παίζει πρωταγωνιστικό ρόλο και από τα ηχεία παίζουν κυρίως τα breaks σημεία των τραγουδιών, μουσικά μέρη δηλαδή με τα οποία μπορείς να χορέψεις. Κομμάτια όπως το “Bongo Rock ‘73” των Incredible Bongo Band, το “Give It Up or Turnit a Loose” του James Brown, το “The Mexican” των Babe Ruth, το “Ashley’s Roachclip” των Soul Searchers, το “Hihache” των Lafayette Afro Rock Band, το “Impeach the President” των Honey Drippers και πολλά ακόμα με ιδιαίτερα breakbeat στοιχεία, μιξάρονται live από τους νέους υπερήρωες των Αφροαμερικανών. Όλοι πλέον θαυμάζουν τους DJ’s και τον τρόπο με τον οποίο «ελέγχουν» το κοινό – είναι οι ροκ σταρ των γκέτο. Ο Kool Herc είναι πρότυπο και προσπαθούν να ακολουθήσουν τα βήματά του, να αντιγράψουν την τεχνική του. Έτσι, σύντομα εμφανίζονται και άλλοι DJ’s, κυρίως από το Μπρόνξ και το Μπρούκλιν: ο Grandmaster Caz, o Disco Wiz, o Grandmaster Flowers, o Grandmaster Flash, ο Afrika Bambaataa.

Στον αντίποδα, φυσκά, υπάρχουν και άλλοι DJ’s που στέκονται επιβλητικά πίσω από τα πικάπ, όπως ο Pete DJ Jones, αλλά αυτοί δεν είναι τόσο αποδεκτοί από την underground κουλτούρα των block πάρτι καθώς παίζουν χορευτική μουσική (disco) στα μεγάλα κλαμπ της Νέας Υόρκης. Εκεί δηλαδή που δεν έχει πρόσβαση ο μέσος μαύρος Αμερικανός.

Αναπόφευκτα κάποια στιγμή εμφανίζονται και τα πρώτα battles μεταξύ γειτονιών. Οι DJ’s είναι αντίπαλοι και νικητής εκείνος που θα μπορέσει να κάνει το κοινό να χορέψει περισσότερο. Μέσα απ’ αυτή την ανταγωνιστική διαδικασία, σταθεροποιείται και ο ρόλος του MC [σ.σ. Master of Ceremony, ο τελετάρχης δηλαδή]. Αυτός βρίσκεται δίπλα στον DJ και με ένα μικρόφωνο στο χέρι προσπαθεί να ζεστάνει τον κόσμο, να κρατήσει τον ρυθμό με φράσεις όπως “everybody say ooh-ooh” ή “clap your hands everybody”, αλλά και να βγάλει κάποιες ανακοινώσεις όπως για παράδειγμα πότε είναι το επόμενο πάρτι. Αυτό που αρχικά περιοριζόταν στον άχαρο ρόλο του εκφωνητή, με περιορισμένο λεξιλόγιο και περιεχόμενο, αργότερα, αναπτύχθηκε και εξελίχθηκε σε βασικό στοιχείο του hip-hop: τον λόγο. Δηλαδή, το ποιητικό, αφηγηματικό και αλήτικο rap, που έσπασε την σιωπή και έδωσε φωνή στις μειονότητες.

Εκτός του MC, στα block πάρτι αλλά και γενικότερα στη νέα underground κουλτούρα που αναδυόταν, εμφανίστηκαν σταδιακά και ακόμα δύο στοιχεία του hip-hop. Οι B-Boys (με εξαιρέσεις τις B-Girls) που χόρευαν επάνω στα breaks της μουσικής (δημιουργώντας τον χορό breakdance) και το graffiti – όλα σε ανταγωνιστικό πλαίσιο.

Αυτοί που χόρευαν breakdance είχαν επηρεαστεί κυρίως από τις χορευτικές φιγούρες του James Brown, την εκπομπή Soul Train που ξεκίνησε το 1971, αλλά και από τον δυναμισμό των κινήσεων του Bruce Lee στις ταινίες πολεμικών τεχνών. Οι B-Boys ομάδες στεκόντουσαν αντικρυστά ή δημιουργούσαν έναν κύκλο (cypher) και χόρευαν εναλλάξ όσο οι δίσκοι γύριζαν στα πλατό του DJ. Στο τέλος, ο νικητής έφευγε υπερήφανος από το πάρτι και ο χαμένος επέστρεφε στην γειτονιά του με το κεφάλι κάτω. Οι πρώτες σημαντικές κόντρες μεταξύ των B-Boys εμφανίστηκαν μεταξύ των Rock Steady Crew και των Mighty Zulu Kingz του Afrika Bambaataa.

Φωτ.: Ricky Flores

Το graffiti, αν και έχει κάνει την εμφάνισή του από το 1973, ανεβαίνει δυναμικά λίγο αργότερα, προς τα τέλη της δεκαετίας του 1970, και ήταν ένας τρόπος οι συμμορίες της Νέας Υόρκης να οριοθετήσουν τις περιοχές που ελέγχουν βάζοντας τις υπογραφές τους (tag) με σπρέι σε τοίχους, ενώ, ταυτόχρονα, ήταν και μία νέα μορφή έκφρασης μέσω της ζωγραφικής για την underground σκηνή της Νέας Υόρκης. Όσο τα σπρέι ψέκαζαν τους δημόσιους χώρους και το χρώμα έσταζε επάνω σε αυτούς, τόσο ερχόντουσαν σε άβολη θέση οι προνομιούχοι λευκοί. Πλέον, ήταν ορατή, σε δημόσια θέα, η αντίδραση των καταπιεσμένων.

Έργο του Dondi στο subway της Νέας Υόρκης, 1980

Κανείς πλέον δεν μπορούσε να πει ότι δεν ξέρει τι γίνεται εις βάρος της μαύρης κοινότητας. Κανείς πλέον δεν μπορούσε να τους αγνοήσει. Είχε έρθει πλέον η στιγμή της εξιλέωσης. Και από το τίποτα, προέκυψε “κάτι”.

[Το αφιέρωμα συνεχίζεται – Στο 2ο μέρος: το μπλακ άουτ, η διάδοση και η εξέλιξη του hip-hop]