Θα γίνω σκληρός, αν και δεν το θέλω, όμως, αν δε μπορείς να πας διακοπές μόνος/η σου με το παιδί σου, κάτι έχει πάει πολύ λάθος. Όχι με το παιδί, προφανώς, αλλά με τον τρόπο που έχεις διαχειριστεί τον ρόλο του γονέα. Και όχι, δεν το παίζω ο καλύτερος μπαμπάς του κόσμου ούτε γράφω αυτές τις γραμμές κουνώντας το δάχτυλο προς το μέρος σου. Γνωρίζω τα λάθη που έχω κάνει, αναγνωρίζω τις ελλείψεις μου και αυτές που δημιουργώ, μαθαίνω και εγώ όσο βαδίζω σε αυτόν τον δρόμο της γονεϊκότητας. Προσπαθώ να στέκομαι δίπλα της, στήριγμα σε κάθε της βήμα. Δεν έχει ακόμη μεγάλο διασκελισμό, βέβαια. Βλέπεις είναι μόλις 8 χρονών. Παρ΄όλα αυτά, οι αποστάσεις που διανύει, συναισθηματικές, αισθητηριακές, σωματικές, γνωσιακές, είναι πολύ μεγαλύτερες από το μέγεθός της και σίγουρα ξεπερνάει κατά πολύ τον δικό μου όγκο. Γιατί δίπλα της είμαι «μικρός». Μαθαίνω, ίσως, πολλά περισσότερα απ’ όσα της μεταδίδω.

Είναι η τρίτη σερί χρονιά που πηγαίνουμε μαζί λίγες μέρες σε κάποιο νησί. Έχουμε πάρει αμπάριζα τον Αργοσαρωνικό. Είναι κοντά στην Αθήνα, άρα δεν θα χάσουμε πολλές ώρες στο πέρα – δώθε, αν και το ταξίδι με πλοίο, όσο κι αν διαρκεί, μας φέρνει ακόμα πιο κοντά. Είναι μια διαφορετική εμπειρία απ’ όλες τις υπόλοιπες. Συνήθως μας τρώνε οι δρόμοι στις μετακινήσεις με το αμάξι, οπότε το να ξαπλώσουμε στους καναπέδες του πλοίου για να βολευτούμε ή να μας χτυπήσει η αλμύρα στο κατάστρωμα είναι κάτι καινούργιο. Ήταν, τουλάχιστον, γιατί τώρα πλέον ξέρει πως είναι η αίσθηση και κάθε χρόνο την ζητά.

Πήγαμε λοιπόν στον Πόρο. Ωραίο νησί. Είχα πάει και παλαιότερα δύο φορές, με τη μαμά της, και θυμόμουν κάποια πράγματα. Από τότε βέβαια έχουν περάσει κάποια χρόνια και το νησί έχει αλλάξει. Όχι πολύ, όμως.

Προσεγγίζοντας το νησί με το πλοίο, αντικρύζεις την όμορφα χτισμένη πόλη του στις πλαγιές ενός λόφου, χαζεύεις τα πεύκα που κατεβαίνουν μέχρι τις παραλίες του, σου δημιουργείται μια αίσθηση ανυπομονησίας για να βουτήξεις στα νερά της θάλασσάς του. Όλα θυμίζουν Ιόνιο. «Μα τόσο πράσινα νερά;», σκέφτεσαι. Ειδυλλιακό τοπίο που θες αμέσως να εξερευνήσεις.

Βέβαια, από κοντά, τα πράγματα αλλάζουν. Μπορεί να σκεφτόσουν ότι κάτι αντίστοιχο, τέτοιες εικόνες, έχεις δει και στα Σύβοτα, αλλά ξεγελάστηκες από το παιχνίδι των χρωμάτων που παίζει ο ουρανός, οι σκιές των δέντρων και το φως του ήλιου. Σχεδόν όλες οι παραλίες έχουν πέτρες μπροστά, η άμμος έξω είναι σκληρή σαν χώμα -με το ζόρι βάζεις την ομπρέλα σου-, τα νερά σε κάποιες περιπτώσεις είναι κρυστάλλινα και διαυγή -τις περισσότερες φορές είναι κάπως θολά- και τα σκάφη, που έχουν το μέγεθος «ξαπλωτής πολυκατοικίας», είναι παντού. Κυριολεκτικά παντού. Μιλάμε για ολόκληρο στόλο που έχει κάνει κατάληψη στα νερά του νησιού. Τα βράδια, όταν κάναμε βόλτα στο λιμάνι και τα χαζεύαμε, κάναμε αντιστοίχιση κότερου – ιδιοκτήτη: «Αυτό το έχει αυτός που έχει φτιάξει το Spotify», «Αυτό είναι αυτού που έφτιαξε το YouTube», αλλά το μεγαλύτερο άνηκε «σε αυτόν που έφτιαξε τον κόσμο μας. Σε ευχαριστούμε πολύ!», είπε.

Είναι νωρίς να τα βάλει η Α. με τον καπιταλισμό, αλλά εμείς που ξέρουμε πώς παίζεται το παιχνίδι του τουρισμού μπορούμε να καταλάβουμε πώς ένας προορισμός, και γιατί, επενδύει στην προσέλκυση αυτής της τάξης. Τα κότερα αφήνουν αρκετά λεφτά στο νησί, αλλά και πίσω τους μπόλικα σκουπίδια. Όταν πήγαμε στην απομακρυσμένη, μη οργανωμένη και απομονωμένη παραλία Βαγιωνιά, είδαμε κάποιους ντόπιους να κάνουν μπάνιο, μια κοπέλα να κάνει διαλογισμό, τα πιο ωραία νερά του Πόρου και τα περισσότερα απορρίμματα εντός τους. Το ήσυχο κυματάκι που έσκαγε στην ακρογιαλιά, έφερνε μαζί του κάθε λογής πλαστικό και αρκετό αφρό. Λευκό μεν, που σύμφωνα με τους ειδικούς δεν είναι πάντα δείκτης μόλυνσης ή λυμάτων, ωστόσο δε μπορούσα να το ρισκάρω και να βουτήξουμε. Τα μαζέψαμε και φύγαμε για τον Ρώσικο Ναύσταθμο ο οποίος κάπως μας γοήτευσε με τα σχετικά εγκαταλελειμμένα κτίσματά του, ωστόσο, και εκεί, τα πλεούμενα γιοτ λειτουργούσαν ως σημαδούρες και οριοθετούσαν τις κοινωνικές θέσεις του καθενός: «Εμείς στο βαθύ γαλάζιο, εσείς στο θολό πράσινο».

Το φαγητό στον Πόρο, από την άλλη, εξαιρετικό -νοστιμότατες και μεγάλες μερίδες στην ταβέρνα «Ρότα». Κάπως τσιμπημένες τιμές, αλλά, OK, δεν μου έκανε εντύπωση. Αυτό που συνεχίζει να μου κάθεται «βαρύ», είναι το αντίτιμο για τις ξαπλώστες. Στο Ασκέλι, ένα σετ και ένας freddo, 18 ευρώ. Ήταν η μοναδική φορά που επιλέξαμε να το κάνουμε, έτσι, για να κάνουμε λίγο πιο εύκολες τις ώρες μας στην θάλασσα, αλλά ευτυχώς η Α. είναι της λογικής «να είμαστε ελεύθεροι να κάτσουμε όπου θέλουμε». Όπως κάναμε δηλαδή στο Μικρό Νεώριο και στο Λιμανάκι της Αγάπης, όπου σε λίγα τ.μ. βολέψαμε όλη την πραμάτεια μας -καρεκλάκια, ομπρέλα, ψυγειάκι, τσάντες κ.λπ.- και δεν μας εξουσίαζε κανένα beach bar.

Ο Πόρος είναι ένα όμορφο νησί. Στα μάτια μου, ωραιότερος και πιο βολικός από την Αίγινα, περισσότερο μαγευτικός από το Αγκίστρι. Βέβαια το κάθε μέρος έχει τη χάρη του και σε λίγες ώρες από την Αθήνα, που καίνε τα τσιμέντα, αυτή η τριάδα νησιών μπορεί να λειτουργήσει αποσυμφορητικά στην στρεσαρισμένη καθημερινότητά μας. Μην περιμένετε πολλά, αλλά δεν θα πάρετε και λίγα. Δεν παίρνεις, πάντα, ό,τι πληρώνεις, αλλά αφού θα πληρώσεις έτσι κι αλλιώς τι περιμένεις; Τον ουρανό με τ’ άστρα; Αυτόν μπορούν να στον δώσουν μόνο οι άνθρωποι γύρω σου, άντε και το έναστρο σύμπαν της Ανάφης. Και η Α., όπως κάθε φορά, έκανε πάλι τα μαγικά της.

Αυτές τις μέρες, που ήμασταν μαζί στον Πόρο, δεν ένιωσα ότι έκανα διακοπές με το παιδί μου. Ήταν συνοδοιπόρος, συνταξιδιώτης, συγκυβερνήτης. Συμμετείχε ενεργά στην ξεγνοιασιά, έδινε το έναυσμα για την ανεμελιά, ακολουθούσε τη ροή της ζωής με τις αναποδιές, τις δυσκολίες και τα απρόοπτα που μας παρουσιάστηκαν. Σε όλα έβρισκε το θετικό, με λίγη δική μου υποβοήθηση. Λειτουργούσα σαν GPS και εκείνη οδηγούσε απολαμβάνοντας την διαδρομή, αποφασίζοντας όμως ταυτόχρονα για το αν θέλει να κόψει δρόμο.

Ξέρω αρκετούς γονείς, είτε χωρισμένους και σε διάσταση είτε που είναι μαζί, να ζορίζονται στην σκέψη των διακοπών με τα παιδιά τους και έτσι να οδηγούνται σε επιλογές τύπου all inclusive. Αυτά θα απασχολούνται στις πισίνες και στις παιδικές χαρές όσο εκείνοι θα ξεκουράζονται. Το είχα γράψει και σε ένα περσινό μου κείμενο, πως αυτή η προσέγγιση μου θυμίζει sugar daddy. «Σου πληρώνω διακοπές, τι άλλο θες, θα κάνεις αυτό που θέλω» και το πρόβλημα διαιωνίζεται. Όπως εμείς οι μεγάλοι, στις διακοπές μας, θέλουμε να σπάσουμε τον κώδικα προγραμματισμού της ζωής μας στην πόλη, έτσι και τα παιδιά έχουν ανάγκη από κάτι αντίστοιχο. Μην τους «φορέσετε» μη και πρέπει, αλλά ντύστε τα με τα πιο όμορφα ρούχα τους για τις βόλτες σας. Δώστε τους ανάσες ελευθερίας, βλακείας και το δικαίωμα στο λάθος, χωρίς να τα κρίνετε. Επίσης, δεν χρειάζεται πάντα να βρίσκουμε ένα ηθικό δίδαγμα για να τους το «φυτέψουμε» στο μυαλό. Απελευθερώστε τα. Κυρίως, από τα δικά σας όρια.