Έλειψε σχεδόν έναν μήνα. Έκανε διακοπές στο χωριό, και ενώ όταν έφυγε απ’ την Αθήνα είχε τελειώσει την Πρώτη Δημοτικού, γύρισε στην Έκτη. Τόσο μεγάλη διαφορά. Κοιτούσα την κόρη μου μέσα στα μάτια, χάζευα – οριακά σκάναρα – την στάση του σώματος της. Μέχρι και η κινησιολογία της είχε αλλάξει. Καλοκαίρι στο χωριό και ήταν σαν να πέρασαν από πάνω της 5 χρόνια και όχι 30 μέρες.

Τα παιδιά μεγαλώνουν το καλοκαίρι. Το πίστευα, αφού άλλωστε, ήταν κάπως βιωματικό.

Θυμάμαι να τελειώνει το σχολείο και να ανυπομονώ να φύγω διακοπές. Ήμουν απ’ τους τυχερούς (χωρίς εισαγωγικά) που είχα την δυνατότητα να πάω στο χωριό. Χωρίς τους γονείς μου, σχεδόν τρεις μήνες με την επίβλεψη του παππού και της γιαγιάς. Τότε, δεν μπορούσα να αναγνωρίσω την θετική επίδραση που είχε επάνω μου αυτή η απόδραση απ’ την πόλη, αλλά αργότερα συνειδητοποίησα όλα αυτά που μου πρόσφεραν εκείνοι οι καλοκαιρινοί μήνες, εκείνα τα (αρκετά) χρόνια.

Τα παιδιά μεγαλώνουν το καλοκαίρι. Αλλά όχι στην πόλη.

Η επαφή με την φύση, με όποια χαρακτηριστικά αυτή φέρει, είτε πρόκειται για κάποιο παραθαλάσσιο μέρος είτε για ορεινό, λειτουργεί με «εκπαιδευτικό» χαρακτήρα στα παιδιά. Όχι με την αυστηρή έννοια της εκπαίδευσης, αυτής που εφαρμόζεται στα σχολεία.

Υπάρχει μια έντονη αλληλεπίδραση με το περιβάλλον, όπου το παιδί μέσω της επαφής του με την φύση, σταδιακά – ή και απότομα, ανάλογα το πόσο δυνατή είναι μια εμπειρία – ανακαλύπτει τον εαυτό του, αναγνωρίζει τα όρια του, δοκιμάζει τις αντοχές του, τις δυνάμεις του. Μια μέρα στην φύση, ισοδυναμεί με πέντε μέρες σχολείου. Ποιος μπορεί να το αρνηθεί αυτό;

Η συνείδηση ενός παιδιού, λειτουργεί ως «προβολέας». Φωτίζει οτιδήποτε υπάρχει γύρω του και τα ερεθίσματα που αποκτά είναι πολλά περισσότερα απ’ αυτά που μπορεί να υπάρχουν σε μια τσιμεντένια πλατεία ή στο σαλόνι του σπιτιού. Ακόμα και ένας παιδικός (υποσυνείδητος) φόβος για επαφή με την φύση, μπορεί να προσφέρει πολλά περισσότερα από μια τσουλήθρα, μια βόλτα με ποδήλατο, ένα παζλ.

Το άγνωστο «υλικό» για το παιδί, που μπορεί να είναι ένα φύκι που σιχαίνεται να αγγίξει, μια κουφάλα σε ένα δέντρο που φοβάται να κοιτάξει, χορτάρια που δεν θέλει να πατήσει, έχουν μια εκπαιδευτική επίδραση επάνω του. Αντιλαμβάνεται πως το safe zone του παιδικού δωματίου δεν μπορεί να το ακολουθεί παντού και εκεί έξω υπάρχει ένας «μυστήριος» κόσμος που μπορεί (αν θέλει) να ανακαλύψει.

Τα παιδιά μεγαλώνουν το καλοκαίρι. Αρκεί, να καταργηθούν τα αυστηρά πλαίσια.

Άφησε ένα παιδί ελεύθερο να παίξει με την άμμο, να κολυμπήσει μόνο του, να τρέξει στο δάσος, να λερωθεί με το χώμα, και δες πως θα αλλάξουν τα εκφραστικά χαρακτηριστικά του. Συνηθίζεται η έκφραση «έγινε αγρίμι» και αυτό όχι γιατί το παιδί απέκτησε συμπεριφορά πρωτόγονου ανθρώπου, αλλά γιατί ξεχειλίζει από ενέργεια.

Αυτή η ενέργεια, που συνεχώς τιθασεύεται από «μη» και «πρόσεχε», «δεν πρέπει» και «τι σου έχω πει». Που ελέγχεται με πλαίσια και όρια που ορίζουν οι γονείς, έτσι ώστε ουσιαστικά, αυτοί να έχουν το «πάνω χέρι». Και ναι, σε ένα παιδί πρέπει να μπαίνουν όρια, να υπάρχει ένα πρόγραμμα. Αυτό όμως εξυπηρετεί συγκεκριμένες περιόδους και συνθήκες.

Όπως ο ενήλικας, επιθυμεί στις διακοπές του να βγει εκτός καθημερινότητας και ωραρίων, έτσι και το παιδί. Ποιος είπε ότι δεν έχει ανάγκη από διακοπές; Να νιώσει πως το μεσημέρι έχει την δυνατότητα να μην κοιμηθεί, αφού δεν έχει διάβασμα το απόγευμα. Να μπορέσει να ξενυχτήσει, αφού το πρωί δεν έχει σχολείο.

Οφείλουμε να αντιμετωπίζουμε τα παιδιά ως ισότιμα μέλη και να αποδεχθούμε/αντιληφθούμε πως έχουν αντίστοιχες ανάγκες με εμάς.

Τα παιδιά μεγαλώνουν το καλοκαίρι. Και πρέπει να βρισκόμαστε δίπλα τους.

Όσοι οι ρυθμοί της ζωής επιταχύνονται και αυξάνονται οι επαγγελματικές – και προσωπικές – υποχρεώσεις, ένα σεβαστό ποσοστό γονιών (που όλο και αυξάνεται), επιλέγουν να κάνουν διακοπές σε κάποιο all inclusive ξενοδοχείο. «Εγώ θα πίνω το κοκτέιλ μου και αυτά θα παίζουν στην πισίνα». Εν ολίγοις, οι γονείς σε ρόλο sugar daddy των παιδιών τους. Σου πληρώνω διακοπές, τι άλλο θες, θα κάνεις αυτό που θέλω κλπ.

Το παιδί μπορεί να μην αναγνωρίζει την συνθήκη, αλλά αντιλαμβάνονται πως ακόμα και στις διακοπές, υπάρχει «κάτι» που κρατάει σε απόσταση τους γονείς του απ’ το ίδιο. Όσοι εκπαιδευτές και να το απασχολήσουν, αυτό «μπαμπά κοίτα» θα φωνάξει. Και μάντεψε γιατί;

Γιατί είσαι ο σημαντικότερος άνθρωπος που έχει. Μαζί σου θέλει να μεγαλώσει το καλοκαίρι. Αναζητά την προσοχή σου γιατί στο σπίτι μιλάς στο κινητό «για δουλειά». Και τώρα στις διακοπές; Αντικατέστησες την δουλειά με το μοχίτο.

Στην ταινία Hook, ο πρωταγωνιστής Robin Williams, που υποδύεται τον ενήλικα Peter (Pan), έχει εγκαταλείψει την Χώρα του Ποτέ, πλέον είναι οικογενειάρχης και δικηγόρος, όπου σπάνια έχει ελεύθερο χρόνο για τα παιδιά του. Σε μια συζήτηση που έχει με την γυναίκα του, αυτή του λέει: «Τα παιδιά σου σε αγαπούν. Θέλουν να παίζουν μαζί σου. Πόσο καιρό νομίζεις ότι θα διαρκέσει αυτό; Σύντομα ο Τζακ μπορεί να μη θέλει καν να έρχεσαι στα παιχνίδια του [σ.σ. εννοεί του baseball]. Έχουμε μερικά ξεχωριστά χρόνια με τα παιδιά μας, και είναι αυτά, που μας θέλουν κοντά τους. Μόλις περάσουν αυτά τα χρόνια, θα τρέχουμε εμείς από πίσω τους για λίγη προσοχή. Περνάει τόσο γρήγορα, Πίτερ. Λίγα χρόνια και τελείωσε. Και δεν είσαι προσεκτικός. Και τα χάνεις αυτά τα χρόνια».

Τα παιδιά μεγαλώνουν το καλοκαίρι.

Η αλήθεια είναι, πως το καλοκαίρι ανέκαθεν λειτουργούσε κάπως απελευθερωτικά στον άνθρωπο. Ο επιβλητικός ήλιος, η υγρή ευχαρίστηση της θάλασσας, το σώμα που φανερώνεται, δίνουν στην συγκεκριμένη εποχή του χρόνου μια ιδιαίτερη και μοναδική χροιά.

Ο χρόνος αλλάζει έννοια, επιδρά σε αυτόν το περιβάλλον, και επηρεάζει τον ψυχισμό, το σώμα, την αντίληψη. Όλα διαφορετικά. Και στα παιδιά, σαν να επιταχύνεται η ανάπτυξη.

Ο τρόπος ομιλίας, η στάση του σώματος, το βλέμμα, η αυτοπεποίθηση, όλα αλλάζουν. «Άλλο παιδί» λέμε. Και έτσι είναι. Παιδί που δεν «σκούριασε», που έμεινε μακριά απ’ την αφλογιστία, πώς είναι δυνατόν να μην μεγαλώσει;