Η ιστορία των Sigur Ros ξεκινάει τον Αύγουστο του 1994. Στο γκαράζ του νεαρού Jónsi, σε ένα προάστιο του Ρέικιαβικ, τέσσερις νέοι προεφηβικής ηλικίας με αφίσες των Black Sabbath και των Iron Maiden αναρτημένες στα δωμάτια τους αποφασίζουν να σχηματίσουν ένα νέο συγκρότημα, έχοντας βαρεθεί με την προηγούμενη μπάντα τους, τους Stoned να παίζουν διασκευές σε κομμάτια των Nirvana και των Pearl Jam.

Την ίδια ώρα σε ένα μαιευτήριο της Ισλανδικής πρωτεύουσας έρχεται στον κόσμο η μικρή Sigurrós, αδελφή του Jónsi. Ο μεγάλος αδελφός, βρισκόμενος μπροστά στο ενδεχόμενο η μπάντα του να πραγματοποιήσει μια ανώνυμη καριέρα, αποφασίζει να της δώσει το όνομα της νεογέννητης αδελφούλας του, που ελληνιστί μεταφράζεται ως «Τριαντάφυλλο Της Νίκης».

Αρκετά χρόνια μετά, σε ένα μπαράκι στο Ρέικιαβικ, ιδιοκτησίας του Damon Albarn των Βlur, η εν λόγω παρέα πλησιάζει το πρώην μέλος των Sugarcubes, Εinar Οrn Βenediktsson και του ζητά την συμβουλή του σχετικά με την μουσική κατεύθυνση που θα πρέπει να ακολουθήσουν.

Το τι ειπώθηκε τη νύχτα εκείνη δεν το γνωρίζουμε, αλλά ξέρουμε ότι την επόμενη κιόλας μέρα οι τέσσερις Sigur Ros αγόρασαν από κοινού ένα σπίτι στην ισλανδική εξοχή και κλείστηκαν εκεί για να ηχογραφήσουν το άλμπουμ που θα τους έκανε γνωστούς στους, ανά την υφήλιο, μουσικούς κύκλους.

Όχι ότι ήταν κιόλας παντελώς άγνωστοι. To συγκρότημα είχε κυκλοφορήσει το Αgaetis Burjun («Καλό Ξεκίνημα») τον Αύγουστο του 2000, αφού είχε προηγηθεί το πρώτο τους άλμπουμ Von («Ελπίδα») μερικά χρόνια πριν, απ’ όπου δυο κομμάτια, τα Svefn-G-Εnglar («Υπνοβάτες») και Νy Βatterí («Χωρίς Μπαταρίες») είχαν κάνει τις πρώτες τους δειλές εμφανίσεις τόσο στα αγγλοσαξονικά ραδιόφωνα όσο και στο ΜΤV.

To φαλτσέτο της φωνής του Jónsi – κάτι μεταξύ παιδικής χορωδίας και Τhom Υorke, τα κοινά σημεία με τον οποίον συμπεριλαμβάνουν και μια εκ γενετής τύφλωση από το ένα του μάτι – τα κυκλικά ηλεκτρονικά περάσματα και τα ηχητικά εφε που εκχέονται από ένα πλήθος συνθεσάιζερ δημιουργούσαν ένα απόκοσμο αν κι αρκούντως γοητευτικό αμάλγαμα ρυθμών και ήχων, που μπορούσε να μετακινηθεί με την ίδια ευκολία από την ambient στην πειραματική ροκ κι από εκεί ξανά στην ατμοσφαιρική ορχηστρική Μουσική της Σιωπής.

Τον Οκτώβρη του 2002 κυκλοφορούν το σκοτεινό ( ), με επιρροές τόσο από Pink Floyd όσο κι από τους Big Star και με τις άδειες παρενθέσεις του τίτλου να παρακινούν τον ακροατή να τις γεμίσει όπως ο ίδιος επιθυμεί – εισπράττοντας τα ερεθίσματα της μουσικής των Sigur Ros κατά το δοκούν. Το γεγονός ότι κατάφερε να φτάσει μέχρι το #52 του αμερικανικού Βillboard και να κόψει ένα σινγκλ με τίτλο ‘Untitled 1’ αποτελεί τεράστια επιτυχία σε ένα μουσικό τοπίο όπου συνωστίζονταν όλες οι Αγκιλέρες και οι Τίμπερλεικ του κόσμου τούτου.

Ακόμη μεγαλύτερη αίσθηση όμως προκάλεσε η βράβευση του βίντεο του εν λόγω τραγουδιού (σκηνοθετημένο από την κορυφαία Ιταλίδα σκηνοθέτιδα Floria Sigismondi) ως το Καλύτερο Βιντεοκλίπ του 2003 από το ΜΤV Εurope Μusic Αwards.

Ο Jónsi, ο Georg, ο Οrri κι ο Κjartan μπήκαν το 2004 στο στούντιο προετοιμάζοντας τον τέταρτο δίσκο τους, απολαμβάνουν τις δάφνες της αναγνώρισης, μετά από μια sold out περιοδεία με τους παιδικούς τους ήρωες Radiohead, την άρνησή τους να παίξουν στο σώου του David Letterman και την συμμετοχή τους στην μουσική επένδυση της παράστασης «Split Sides» του Βρετανού χορογράφου Merce Cunningham που ανέβηκε στην Νέα Υόρκη.

Το τέταρτο άλμπουμ τους, με τίτλο Takk («Ευχαριστώ») κυκλοφόρησε τον Νοέμβριο του 2005 και ήταν υπέροχο: δεν είναι τυχαίο άλλωστε το ότι ακούστηκε αρκετά, τοσο σε βρετανικές ραδιοφωνικές και τηλεοπτικές διαφημίσεις, οσο και σε soundtrack ταινιών όπως το «Slumdog Millionaire», το «Children Of Men» και το «Earth» της Disney Pictures.

Ακολούθησε το Með suð í eyrum við spilum endalaust (2008, που μεταφράζεται σε «Παίζουμε μουσική με ένα συνεχόμενο βόμβο μέσα στο αυτί μας») και κατόπιν τα δυο τελευταία στουντιακά, «κολλητά» άλμπουμ τους, «Valtari» το 2012 και «Kveikur» το 2013, με τον ήχο των Ισλανδών να γίνεται λιγότερο ονειρικός και περισσότερο επιθετικός, σχεδόν industrial.

Το 2020 κυκλοφόρησε το άλμπουμ Odin’s Raven Magic – μια ορχηστρική μελοποίηση του ισλανδικού ποιήματος Hrafnagaldr Óðins με την πρεμιέρα να γίνεται στο Barbican Centre του Λονδίνου στις 21 Απριλίου 2002 και στη συνέχεια στο Φεστιβάλ Τεχνών του Ρέικιαβικ στις 24 Μαΐου 2002 – ενώ η μπάντα αυτή τη στιγμή ηχογραφεί το επόμενο άλμπουμ της.

*Περισσότερες πληροφορίες για τους Sigur Ros στο βιβλίο «in a frozen sea – a year with sigur rós» του Jeff Anderson, ο οποίος ακολούθησε τους Sigur Ros κατά την περιοδεία τους για το «Takk» και συγκέντρωσε μια σειρά από συνεντεύξεις και φωτογραφίες.

*Οι Sigur Rós επιστρέφουν στην Ελλάδα στα πλαίσια του Φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου για μια συναυλία στο Ηρώδειο, την Τρίτη 27 Ιουνίου 2023. Το συγκρότημα θα συνοδεύσει η περίφημη London Contemporary Orchestra υπό την διεύθυνση του Robert Ames.