Ο χυμός πορτοκαλιού ήταν μια απόλαυση που έπρεπε να στύψεις μόνος σου. Πριν από περισσότερο από έναν αιώνα, μια υπερπαραγωγή πορτοκαλιών βοήθησε στη δημιουργία του πρωινού βασικού προϊόντος που γνωρίζουμε και αγαπάμε.

Ο χυμός πορτοκαλιού έχει βρει εδώ και πολλά χρόνια τη δική του θέση, δίπλα βέβαια στον καφέ και το τσάι, στο τραπέζι του πρωινού και του brunch. Το φωτεινό του χρώμα κερδίζει τις εντυπώσεις και υπογραμμίζει στο μυαλό μας την αίσθηση ότι πίνουμε κάτι υγιεινό, ακόμη και εάν δεν θυμόμαστε τίποτε άλλο σχετικά, πέρα του ότι είναι καλή πηγή βιταμίνης C.

Όμως η δημιουργία του επεξεργασμένου χυμού πορτοκαλιού και η καθιέρωση  του ως πρωινού ροφήματος είναι πρόσφατες συνήθειες και οφείλονται στους εμπόρους τους 20ου αιώνα που είχαν να λύσουν ένα πρόβλημα: δεν είχαν πουθενά να πετάξουν όσα πορτοκάλια περίσσευαν από τις πλούσιες σοδιές.

Στις αρχές του 1900 δυο ήταν στις ΗΠΑ οι βασικές πηγές παραγωγής πορτοκαλιών: η Φλόριντα -με τέσσερις ποικιλίες- και η Καλιφόρνια -με δύο- που συναγωνίζονταν μεταξύ τους για το ποια θα κερδίσει την προτίμηση του αγοραστικού κοινού. Τα φρούτα αποστέλλονταν σε όλη την χώρα και καταναλώνονταν φρέσκα ή τα έστυβαν για να πιούν τον χυμό τους.

Το 1909 η παραγωγή ήταν πολύ πλούσια και τα πορτοκάλια θα σάπιζαν καθώς δεν υπήρχε αντιστοίχως τόση μεγάλη κατανάλωση. Έγιναν συναντήσεις παραγωγών προκειμένου να βρεθεί μια κερδοφόρος λύση και η πρώτη απόφαση ήταν όχι να μειωθεί η παραγωγή αλλά να στύψουν τα περισσευούμενα πορτοκάλια και να διοχετεύσουν τον χυμό τους στην αγορά. Όμως εκείνη την εποχή ο χυμός πορτοκαλιού συσκευάζονταν αποκλειστικά σε τενεκεδέκια κουτάκια, γεγονός που επηρέαζε αρνητικά τη γεύση του με αποτέλεσμα οι καταναλωτές να μην τον προτιμούν σε σχέση με τον φρέσκο χυμό που μπορούσαν να οι ίδιοι στα σπίτια τους απλώς στύβοντας τα πορτοκάλια που είχαν αγοράσει.

Η ιστορικός Alissa Hamilton αναφέρει στο βιβλίο της “Squeezed” ότι το 1930 μόνο ένα κουταλάκι του γλυκού χυμός πορτοκαλιού καταναλώθηκε ανά άτομο στις ΗΠΑ, σε σε σύγκριση με σχεδόν 8,5 κιλά πορτοκαλιών ανά άτομο την ίδια χρονιά.

Τη δεκαετία του 1920 έτρεχαν ήδη μεγάλες διαφημιστικές καμπάνιες για τα οφέλη των πορτοκαλιών και του κονσερβοποιημένου χυμού τους, που εστίαζαν κυρίως στο ότι είναι βασική πηγή βιταμίνης C.  Η προώθηση των πορτοκαλιών και του χυμού τους απογειώθηκε όταν ο βιοχημικός με εξειδίκευση στη διατροφή Elmer McCollum υποστήριξε ότι μια νέα μυστηριώδης ασθένεια η οξέωση, οφειλόταν στην κατανάλωση τροφών με υψηλά οξέα, όπως το γάλα και το ψωμί.

Στην πραγματικότητα, η οξέωση, η οποία έχει ποικίλες αιτίες, δεν μπορεί να θεραπευθεί με την κατανάλωση μαρουλιού και εσπεριδοειδών, όπως ισχυρίστηκε ο McCollum. Αλλά αυτό δεν εμπόδισε τη φαντασία της βιομηχανίας εσπεριδοειδών να εκμεταλλευτεί αυτόν τον νέο φόβο. Η Adee Braun, σε ένα ρεπορτάζ της για το Atlantic, παρουσιάζει αποσπάσματα από ένα διαφημιστικό φυλλάδιο της εποχής:

«Η Εστέλ φαινόταν να μην έχει ζωντάνια· δεν έκανε καν προσπάθεια να είναι διασκεδαστική· ως εκ τούτου, δεν προσέλκυε τους άντρες… Η λέξη “οξέωση” είναι στην άκρη της γλώσσας σχεδόν κάθε σύγχρονου γιατρού… Η θεραπεία είναι απλή: Καταναλώστε πορτοκάλια σε οποιαδήποτε μορφή και με κάθε δυνατή ευκαιρία». Σύντομα οι γιατροί επέστρεψαν στις κλασικές βιταμίνες που έδιναν όμως οι εντυπώσεις για την ευεργετική δράση των πορτοκαλιών είχαν ήδη κερδηθεί.

Όμως ο χυμός συσκευάζονταν ακόμη σε τενεκεδένια κουτάκια και αυτό δεν το έκανε ιδιαίτερα δημοφιλή. Όμως η κυβέρνηση της Φλόριντα ήταν αποφασισμένη να επενδύσει στις έρευνες για τη δημιουργία ενός πιο εύγεστου χυμού και με αφορμή το Β’ Παγκόσμιο πόλεμο οι προσπάθειες εντάθηκαν προκειμένου να προωθηθεί ο χυμός στους αμερικάνους στρατιώτες. Οι απόπειρες συμπύκνωσης με τον τρόπο που γίνεται στο γάλα απέτυχαν παταγωδώς καθώς το αποτέλεσμα ήταν ένα παχύρρευστο καφέ μίγμα, καθόλου θελκτικό και νόστιμο. Όμως η εξάτμιση μέρους του νερού υπό πίεση, η προσθήκη μιας ποσότητας φρέσκου χυμού στο μείγμα και η κατάψυξή του έφεραν καλύτερα αποτελέσματα.

Η υπόσχεση για ένα νέο προϊόν που περνούσε από την κατάψυξη, όπου προφανώς διατηρούνταν για πολύ περισσότερο, μέχρι να φτάσει ως συμπυκνωμένος χυμός στα σπίτια των καταναλωτών ώθησε τους παραγωγούς σε ακόμη μεγαλύτερη παραγωγή και τη δεκαετία του 1940 καλλιέργησαν ακόμη περισσότερες πορτοκαλιές. Όμως στην ουσία αυτό το νέο προϊόν δεν μπορούσε να συγκριθεί σε οφέλη και γεύση με τον φρεσκοστυμμένο χυμό πορτοκαλιού.

Όταν πριν 50 χρόνια ο βραβευμένος πεζογράφος John McPhee βρέθηκε στη Φλόριντα, την «πατρίδα» των πορτοκαλιών, ανακάλυψε ότι ο φρέσκος χυμός πορτοκαλιού ήταν πλέον μακρινή ανάμνηση και παραθέτει ένα περιστατικό όπου όταν ζήτησε φρέσκο χυμό σε ένα εστιατόριο που στην κυριολεξία περιβαλλόταν από πορτοκαλιές τον ενημέρωσαν ότι δεν σερβίρουν γιατί κανείς δεν τον ζητά και γιατί ο φρεσκοχυμμένος χυμός δεν εγγυάται μια σταθερή καλή γεύση -την μια μέρα μπορεί να είναι υπερβολικά ξινός, την άλλη κάπως νερουλός. Η σερβιτόρα του είπε χαρακτηριστικά ότι «Οι άνθρωποι θέλουν να ξέρουν τι θα έρθει στο τραπέζι τους».

Ο συσκευασμένος χυμός πορτοκαλιού έγινε τελικά δημοφιλής όταν οι εταιρείες πρόσθεσαν έλαια και αποστάγματα που έδιναν στον χυμό τη γεύση του φρέσκου. Κι ενώ γεννήθηκαν δικαστικές διαμάχες σχετικά με το αν χάρη σε αυτή τη διαδικασία το προϊόν μπορεί να χαρακτηριστεί «φυσικό» οι αμερικάνοι καταναλωτές είχαν συνηθίσει στην ιδέα ότι ο χυμός είναι απαραίτητο στοιχείο του πρωινού τους αλλά είχαν ξεσυνηθίσει πια να στύβουν οι ίδιοι τα πορτοκάλια.

Το 2003 το ποσοστό των Αμερικανών που κατανάλωναν καθημερινά πορτοκάλια και μανταρίνια έφτανε το 5% ενώ το αντίστοιχο ποσοστό για τον χυμό πορτοκαλιού έφτανε το 21%.

Με πληροφορίες από BBC