Μεγάλωσα σε μία γειτονιά των περιχώρων. Με σπίτια χαμηλά και γιαγιάδες να πλέκουν ή να καθαρίζουν φασολάκια στη αυλή. Μία περιοχή που λίγο πολύ γνωρίζαμε ο ένας τον άλλον. Πηγαίναμε στον ίδιο φούρνο, στο ίδιο σούπερ μάρκετ, στο ίδιο μπακάλικο και στο περίπτερο της γωνίας.

Μία τέτοια γειτονιά που σε μικρή ηλικία μπορεί να είναι ευχή και κατάρα μαζί. Ευχή γιατί έχεις πάντα παιδιά να μιλήσεις και να παίξεις, αλλά έχεις και το μάτι του μεγάλου αδελφού να σε κοιτάζει και να δίνει ραπόρτο για κάθε σου κίνηση.

 Έχεις όμως και τη γειτόνισσα που θα σου φέρει κουλουράκια που μόλις έψησε ή τον κ. Κώστα στη γωνία που θα κρατάει ένα μεζέ να δώσει στο σκύλο σου κάθε πρωί που τον πας βόλτα. 

Η ελληνική γειτονιά, για όποιον έχει την τύχη να τη γνωρίσει και να μεγαλώσει σε αυτήν αποτελεί μάθημα ζωής. Είναι μία μικρή κοινωνία, μία μικρογραφία του κόσμου που ζούμε, με τα αρνητικά και τα θετικά της. 

Είναι γεμάτη ίντριγκες, μικροαστίλα αλλά κάπου κρύβεται μία απλή, γιαγιαδίστικη τρυφερότητα και μία ανθρωπιά.

Ένα νοιάξιμο για τον διπλανό, για τον συνάνθρωπο, για την κυρία Κατίνα που μένει μόνη της, “να την έχουμε το νου μας” και ας μας παίρνει κατά λάθος 4 η ώρα το χάραμα επειδή δεν ξέρει να χρησιμοποιεί καλά το κινητό. Για το σπίτι  του απέναντι που λείπει μισό μήνα, “ας ελέγχουμε μην μπουν τίποτα περίεργοι”. 

Συχνά βέβαια σε φέρνει στα όρια σου η εμμονή με τις θέσεις πάρκινγκ, η ενασχόληση με το ποιος ήρθε σπίτι σου και τι ώρα, με το αν τα νερά της μπουγάδας “λερώνουν” την αυλή, ή ότι ενοχλούν τα πιατάκια που ταΐζω τις γάτες (αν και βρίσκονται στη δική μου είσοδο).

Είναι αυτές οι μικρές παραξενιές που γιγαντώνονται σε μικρές ομάδες και φαίνονται λες και καταδυναστεύουν τη ζωή της κ. Μαρίας απέναντι, που κάθε Κυριακή κάνει γενική με τη μουσική στη διαπασών. 

Όσο μεγάλωνα όμως έμαθα να κάνω στην άκρη τις μικρότητες, να μην ασχολούμαι με τις παραξενιές παρά να απολαμβάνω το “καλημέρα” και το “πώς είσαι” από πολλούς αγαπημένους γείτονες. Να δέχομαι τα λουλούδια της κ. Κατίνας που με καμάρι μεγαλώνει στη βεράντα της και μου τα περνάει στο δικό μου μπαλκόνι μαγκώνοντάς τα με μανταλάκι πάνω στο σκουπόξυλο.

Γιατί ακόμα και τους πιο δύσκολους ανθρώπους, μια καλημέρα, ή ένα απλό χαμόγελο, τους ηρεμεί, τους γαληνεύει. 

Και από ότι φαίνεται και από μία πρόσφατη έρευνα, το να χαιρετάς τους ανθρώπους που ζουν κοντά σου μοιάζει να είναι το κλειδί για την ενίσχυση της ευημερίας μας.

Η δημοσκόπηση της Gallup έδειξε ότι οι ενήλικες που λένε τακτικά γεια σε πολλά άτομα στη γειτονιά τους έχουν υψηλότερη ευημερία από εκείνους που μιλούν με λίγους ή με κανέναν γείτονα.

Οι αριθμοί είχαν σημασία: Με το 100 να είναι μια τέλεια βαθμολογία, η ευημερία αυξήθηκε από 51,5 μεταξύ των ατόμων που δεν έλεγαν ένα γεια σε κανέναν σε πάνω από 64 για άτομα που χαιρετούσαν τακτικά έξι γείτονες.

Δεν έχει σημασία να τον γνωρίζεις καλά τον άλλον. Ένα απλό γεια, ένα νεύμα, ένα σήκωμα του χεριού, ένα χτύπημα στην πλάτη ή απλώς ένα ευγενικό καλημέρα μπορούν να συμβάλλουν σε μία πιο θετική ψυχολογία.

Σημασία έχει η συχνότητα. Το κάθε φορά που τον βλέπεις να τον χαιρετάς. Μπορεί να είναι 2 φορές τη μέρα, μπορεί και καμία. 

Είναι ενδιαφέρον ότι όχι μόνο αυτή η φιλική συνήθεια επηρεάζει τη συνολική ευημερία ενός ατόμου, αλλά παρουσιάζει επίσης βελτίωση σε τομείς όπως η  καριέρα, η σωματική, κοινωνική και επαγγελματική ευημερία.

Είναι αυτό το αίσθημα της γλυκιάς τρυφερότητας που σου γεμίζει την καρδιά, σε κοινωνικοποιεί και σε εντάσσει σε ένα σύνολο. Για ορισμένους ανθρώπους ειδικά, ίσως μεγαλύτερης ηλικίας, που μένουν μόνοι και είναι πιο απομονωμένοι, αυτή η καθημερινή, απλή καλημέρα μπορεί να είναι σωτήρια. 

Φαίνεται και από την έρευνα ότι το να πεις ένα γεια ενίσχυε πολύ περισσότερο την κοινοτική ευημερία ενός ατόμου η οποία ορίστηκε ως το να αισθάνεσαι ασφαλής, να έχεις συναισθηματικό δέσιμο και να δίνεις πίσω σε μια γειτονιά. 

Μπορεί να ενισχύσει την αίσθηση του ανήκειν και της κοινότητας και υποδηλώνει αίσθημα ασφάλειας όταν βγαίνει κάποιος έξω.

Η επαγγελματική ευημερία μέτρησε το αίσθημα ικανοποίησης ενός ατόμου, το οποίο ο Dan Witters, διευθυντής έρευνας του Gallup National Health and Well-Being Index  το συνέδεσε με το αίσθημα του να αρέσει σε κάποιον η καθημερινότητά του. Αν μια μέρα ξεκινά με θετικά στοιχεία, με μια ή δυο καλημέρες, έχεις περισσότερη όρεξη και αποδίδεις καλύτερα στη δουλειά και τις ασχολίες σου.

 Όσον αφορά τη σωματική ευεξία, έδειξε ότι το να είσαι σε ένα μέρος με γνώριμα άτομα σε ωθεί περισσότερο να σηκωθείς από τον καναπέ και να κάνεις μία βόλτα με τα πόδια. Έτσι για να δεις κόσμο και να πεις μια καλημέρα. Το Gallup το όρισε ως «να έχεις την ενέργεια που χρειάζεσαι για να κάνεις πράγματα στη ζωή σου».

Αυτό που παρατηρώ και είναι και εμφανές στην έρευνα, ότι η τάση για “καλημέρα” έρχεται κατά κύριο λόγο από μεγαλύτερες ηλικίες. (Συγκριτικά, το 41% των ενηλίκων 65 ετών και άνω συνήθως μιλούσε σε 6,5 γείτονες ή περισσότερους κατά μέσο όρο, σύμφωνα με την έρευνα.)

Από ανθρώπους με πιο αργούς ρυθμούς, που αλληλεπιδρούν με τους γύρω τους και δεν είναι απορροφημένοι σε ένα smartphone ή είναι μόνιμα με ακουστικά στον δικό τους κόσμο. 

Οι σύγχρονοι ρυθμοί μας έχουν απομονώσει. Τείνουμε να τρέχουμε για να πάμε οπουδήποτε γιατί δεν προλαβαίνουμε. Μένουμε σε πολυκατοικίες στο κέντρο και συχνά δεν ξέρουμε καν τον διπλανό μας. 

Μήπως ήρθε η ώρα, να σηκώσουμε το κεφάλι μας από τις οθόνες, να παρατηρούμε τον διπλανό μας και να υιοθετήσουμε μία πιο κοινωνική καθημερινότητα που θα λέει απλά μια “καλημέρα” στον διπλανό, όπως τον παλιό καλό καιρό, σε αυτές τις μικρές γειτονιές με τις ίντριγκες αλλά και την ανθρωπιά τους;