«Ο Σάββας ήταν άνθρωπος μιας άλλης εποχής. Είχε διατηρήσει την ευαισθησία του, την εξωστρέφεια, τη διάθεση για επικοινωνία και συζήτηση, ήταν καλός αφηγητής -είχε πάντα ιστορίες να διηγηθεί-και σπουδαίος παρατηρητής της ανθρώπινης συμπεριφοράς.»

Αυτά γράφει η Ευγενία Φακίνου κάπου μες στο συναρπαστικό της μυθιστόρημα Πλανόδιοι Θεριστές που κυκλοφόρησε από τις Εκδόσεις Καστανιώτη το 2013. Μου αρέσει πολύ η περιγραφή που επιφυλάσσει σε έναν «άνθρωπο μιας άλλης εποχής». Από το 2013 πέρασαν δέκα χρόνια και αναρωτιέμαι το 2053 πώς θα περιγράφουν οι συγγραφείς, οι δημοσιογράφοι και οι ερευνήτριες τους ανθρώπους της δικής μας εποχής. Εμάς.

Μερικές ιδέες, που θα έκαναν περισσότερο για τίτλοι ποιητικών συλλογών με αμφίβολη ποιητική αξία:

«Οι αγενείς ευαίσθητοι»

«Φιλοσοφημένοι απόμακροι»

«Με το βλέμμα στην οθόνη και το στόμα σκυθρωπό»

Διάβασα και αυτήν την ανάρτηση του Ευδόκιμου του Τσολακίδη που τον θεωρώ έναν φωτεινό άνθρωπο της εποχής μας, φιλελεύθερο, μορφωμένο και πολυταξιδεμένο με ιδιαίτερο χιούμορ. Στηλιτεύει την αγένεια στα ασανσέρ και τους δημόσιους χώρους. Του φαίνεται κάπως που δεν χαιρετιούνται οι άνθρωποι, πια. Ούτε μια καλημέρα.

Γράφει τα εξής, κρατάμε τη στίξη και την ορθογραφία:

«Λοιπον ακουστε γιατι η ανοχη στην βλαχια εχει και τα ορια της…
… παλια ειχαμε τις μονοκατοικιες και τις γειτονιες… οι ανθρωποι γνωριζονταν μεταξυ τους. χαιρετιοντουσαν κλπ Υστερα ηρθε η αντιπαροχη, μπηκαν στις πολυκατοικιες και κοψανε την καλημερα. Απο μικροαστικο κομπλεξ … επειδη θεωρουσαν οι κακομοιροι οτι μενοντας σε πολυκατοικια αναβαθμιστηκαν κοινωνικα και η καλημερα τους θυμιζε τα χρονια της ´μιζεριας´ στα χαμοσπιτα.
To the point … γιατι βαριεμαι να γραφω.
Οταν συνανταμε καποιον στο ασανσερ μιας πολυκατοικιας τον χαιρεταμε… λεμε καλημερα …. οποιος κι αν ειναι αυτος… αν περιμενουμε και λιγη ωρα μεχρι να ερθει το ασανσερ μπορουμε να πουμε και κατι παραπανω π.χ. για τον καιρο …. δεν ειναι προαιρετικο ειναι ΥΠΟΧΡΕΩΤΙΚΟ….η μουγκαμαρα ειναι εκτος απο αγενεια και βαθυτατο κομπλεξ.»

Δείτε την ανάρτηση:

Το ζήτημα δεν είναι να το παίξουμε νοσταλγοί παλιών καλών εποχών και παλιών καλών τρόπων. Κάθε εποχή έχει τους θησαυρούς και τα αγκάθια της και όλοι οι καλοί τρόποι άλλων δεκαετιών ή χιλιετιών έκρυβαν από κάτω κιλά βίας ψυχικής και σωματικής, κιλά απωθημένων, τόνους μοναξιάς και περιορισμού.

Κι η δική μας, όμως, εποχή, κάτω από την άνεση που έχουμε κατακτήσει για να μιλάμε περισσότερο για θέματα που μας καίνε (τα κιλά μας, τα ψυχολογικά μας, ο καρκίνος μας, το διαζύγιό μας, οι αφραγκίες μας), κάτω από την διάχυτη και ανοιχτή σεξουαλικότητά μας προς πάσα κατεύθυνση χωρίς πολλή πολλή κριτική, κρύβει κιλά μαλακίας, ουσιαστικής αγένειας και αποξένωσης.

Το βλέπεις και με τύπους ή τύπισσες που γνωρίζεις από τα σόσιαλ, διαβάζεις αναρτήσεις τους ή σχολιάζουν τα ποστ τους. Τις περισσότερες φορές, θα ευχόσουν να μην τους είχες γνωρίσει από κοντά. Είναι άλλοι άνθρωποι: χωρίς το ψηφιακό τους χιούμορ, την προσήνεια ή το νοιάξιμο που εξέπεμπαν απομακρυσμένοι. Ουσιαστικά, δεν είναι άλλοι. Απλώς, ο αναλογικός με τον ψηφιακό εαυτό απέχουν μπόλικα χιλιομετράκια. Κι ίσως αυτό πει ο μελετητής του μέλλοντος για εμάς: ότι υπήρξαμε διχασμένοι. Όχι ως προσωπικότητες, ως οντότητες.

Κριντζάρουν, λέει, μερικοί με την εξωστρέφεια κάποιων. Τους φαίνεται παράξενο να είσαι ενιαίος. Κοινωνικός στο Facebook, κοινωνικός και στη ζωή. Σέξυ στο Instagram, σέξυ και στη ζωή. Να λες κομπλιμέντα, όχι επειδή θες να πηδηχτείς, αλλά επειδή κάτι σου άρεσε. Να σιγοτραγουδήσεις στον δρόμο μια μελωδία. Να εκφράσεις μεγαλόφωνα μια σκέψη σου για τον έρωτα ή τον θάνατο.

Στην τελική, να λες μια καλημέρα στο ασανσέρ της εταιρείας. Όπως μυρίζονται τα ζώα, οι άνθρωποι επικοινωνούν. Τόσο απλά, τόσο λιτά. Δεν είναι όλα υπερβολή ούτε δημόσιες σχέσεις.