Άπλωσα το χέρι μου για να κλείσω το ξυπνητήρι. Snooze, βασικά, ήθελα να πατήσω γιατί δε με παίρνει να το απενεργοποιήσω. Με το πάτημα ενός κουμπιού μέσω της αφής μου κερδίζω 10 λεπτά ύπνου. Τι δυνατότητα, ε; Το δαχτυλικό σου αποτύπωμα, η πίεση που ασκεί το δάχτυλό σου, να σου χαρίσει κάτι που τόσο πολύ το θες εκείνη τη στιγμή.

Άνοιξα την μπαλκονόπορτα του σαλονιού. Ο κύριος από απέναντι, ο γείτονας που πλένει το αυτοκίνητό του κάθε Παρασκευή, είχε ανοίξει ήδη την πόρτα του γκαράζ του και με το λάστιχο έπλενε τις εξωτερικές επιφάνειες που ήταν γεμάτες σκόνη. Το μαύρο είχε γίνει γκρι μέσα σε λίγες μέρες. Παράλληλα, είχε πιάσει συζήτηση με έναν άλλο γείτονα -νομίζω μένει λίγο πιο πάνω- και η ένταση της φωνής τους διαπερνούσαν το κλειστό τζάμι μου. Δε μπορώ να το καταλάβω πώς γίνεται να μην σε ενδιαφέρει αν αυτά που λες ακούγονται παντού. Είναι, ίσως, αυτή η λεγόμενη «γειτονιά». Η κλειστή κοινωνία ενός κομματιού μιας οδού που βρίσκεται ανάμεσα σε δυο διασταυρώσεις και όλοι γνωρίζονται μεταξύ τους. Παλιοί και νέοι κάτοικοι, γνώριμα πρόσωπα, που ανταλλάσσουν τις εμπειρίες τους και μοιράζονται ιστορίες. Αδιαφορώ. Δε θέλω να ξέρουν τι κάνω, πώς ζω, τι σκέφτομαι και πώς περνάω. Ούτε τα δικά τους θέλω να γνωρίζω.

Έχω ετοιμαστεί πλέον, έχει έρθει και ο καφές μου, είναι ώρα να κατηφορίσω την Κηφισίας για το γραφείο. Νιώθω καλά, αλλά έχω υπάρξει και καλύτερα. Θα μου πεις, δε γίνεται να είμαστε πάντα στο πικ της ζωής μας, η καθημερινότητα είναι μερικές φορές ανυπόφορη, οι δυσκολίες και τα εμπόδια πάντα ένα βήμα μπροστά από εμάς. Μας περιμένουν καρτερικά να τα προσπεράσουμε, να τα υπερπηδήσουμε, να τα διαχειριστούμε. Αυτά σκέφτομαι όσο βάζω το κλειδί και γυρνάω τη μίζα του αυτοκινήτου για πάρει μπρος. Ευτυχώς έχω φτιάξει το πρόβλημα με το ψυγείο και δεν χρειάζεται κάθε μέρα να συμπληρώνω παραφλού. Το λες και νίκη.

Οι δρόμοι όχι όσο άδειοι θα ήθελα, λιγότερο “πνιγμένοι” απ’ ό,τι συνήθως. Παρόλα αυτά, μποτιλιαρισμένα συναισθήματα ως συνήθως. Στη δεξιά λωρίδα τα αρνητικά που πηγαίνουν με το πάσο τους, στην αριστερή τα ευχάριστα που κινούνται ταχύτατα και μέχρι να καταλάβεις τι συνέβη, πάει, πέρασε. Προχθές είπα «Εντάξει, όλα θα συμβούν. Δε γίνεται κάθε φορά να φέρνω την καταστροφή». Ποιος, άλλωστε, έχει υπογράψει συμβόλαιο -με ρήτρα που δεν σπάει- με την ευτυχία, τη χαρά και την ξεγνοιασιά; Ωστόσο, δεν είναι εύκολο να μην σε ρίχνουν ψυχολογικά οι αναποδιές. Έτσι δεν είναι; Με καταλαβαίνεις, είμαι σίγουρος.

«Ζέστη και σήμερα, ε;» μονολογώ και ανοίγω το air condition στο αμάξι. Εν τω μεταξύ, δεν είμαι σίγουρος αν το κάνω αυτό λόγω καιρικών συνθηκών ή αν θέλω να απαλλαγώ από την βαβούρα του δρόμου. Και τα δύο ισχύουν, δεν ξέρω ποιο υπερισχύει.

Πολλά «δεν» μαζεύονται πολλές φορές και ανά περιόδους. Μήπως βρίσκομαι σε φάση άρνησης, γενικότερα; Πόσες φορές έχει αναρωτηθεί και εσύ; Είναι εκείνες οι μέρες που ενώ θες η ζωή σου να κινείται σε flat ρυθμούς, όχι γιατί αναζητάς αδιάφορες εμπειρίες αλλά γιατί όλη την χρονιά δεν κατάφερες να ισορροπήσεις σε μια σταθερή ροή και πήγαινες από τα ψηλά στα χαμηλά με την ίδια ευκολία που σκρολάρεις στα social media.

Όσο περιμένω το φανάρι να ανάψει πράσινο, και ενώ είμαι κάπως παραδομένος στην πρωινή νωχελικότητα και απάθεια, θυμάμαι μια ατάκα που κάπου είδα ή κάπου άκουσα:

«Τα πράγματα δεν συμβαίνουν σε εμάς, αλλά για εμάς»

Άραγε, πόση σοφία μπορεί να χωρέσει σε μία φράση; Πώς γίνεται ο συνδυασμός συγκεκριμένων λέξεων και εννοιών να σχηματίσει μια περίληψη του νοήματος της ζωής; Τους θαυμάζω αυτούς τους ανθρώπους που μπορούν να το κάνουν, αλλά περισσότερο θαυμάζω τα λόγια τους, όχι τόσο τους ίδιους. Πώς το είχε γράψει ο Bukowski στο βιβλίο “Pulp”;

«Όμως ο πόνος και τα προβλήματα κρατάνε τον άνθρωπο ζωντανό. Ή οι προσπάθειες του να τα αποφύγει. Είναι ζόρικη δουλειά. Καμία φορά ούτε στον ύπνο σου δεν μπορείς να ησυχάσεις. Στο τελευταίο όνειρο που είδα, βρισκόμουν κάτω από έναν ελέφαντα και εκείνος έκανε μια από τις μεγαλύτερες κουράδες που έχει δει ανθρώπου μάτι. Ήταν έτοιμη να πέσει, όταν η γάτα μου, η Χάμπουργκερ, πέρασε πάνω από το κεφάλι μου και ξύπνησα. Πήγαινε πες το σε τρελογιατρό και δες τι φοβερά πράγματα θα βγάλει. Επειδή τον πληρώνεις ακριβά, πρέπει να είναι σίγουρος ότι σε έκανε χάλια. Θα σου πει ότι η κουράδα είναι ψωλή και ή την φοβάσαι ή την θέλεις, τέτοιες παπαριές. Αυτό που εννοεί είναι πως εκείνος φοβάται ή θέλει την ψωλή. Όσο για το όνειρο, μιλάει για μια κουράδα ελέφαντα. Αυτό είναι όλο. Μερικές φορές τα πράγματα είναι μόνο αυτό που δείχνουν και τίποτε άλλο. Ο καλύτερος ερμηνευτής των ονείρων είναι αυτός που τα βλέπει. Κρατήστε τα λεφτά σας στις τσέπες σας. Ή παίξτε τα σε κανένα αλογάκι».

Όντως, μερικές φορές τα πράγματα είναι μόνο αυτό που δείχνουν και τίποτε άλλο. Επίσης, ναι, ο πόνος και τα προβλήματα κρατάνε τον άνθρωπο ζωντανό. #teamBukowski για πάντα.

Πειραματίστηκα με διάφορα πράγματα τους τελευταίους μήνες για να ανταπεξέλθω σε όσα καλέστηκα να διαχειριστώ και να αντιμετωπίσω. Τις περισσότερες φορές το “βάλσαμο” βρισκόταν σε ένα άγγιγμα, σε ένα χαμόγελο, σε ένα σαββατοκύριακο, σε στιγμές με την κόρη μου. Ελπίζω ο καθένας από εμάς να έχει ένα δύο άτομα στη ζωή του που, με την παρουσία τους και μόνο, μπορούν να απαλύνουν τον όποιο πόνο.

Τι γίνεται, όμως, όταν δεν έχουμε δίπλα μας αυτούς που χρειαζόμαστε; Όταν τίποτα δεν μπορεί να λειτουργήσει προστατευτικά για εμάς; Αναζητούμε διεξόδους σε ανούσιες εξόδους, χαζεύουμε ταινίες ή σειρές, φλυαρούμε στα social media. Στις βαριές περιπτώσεις, φαρμακευτική βοήθεια. Ναι, αλλά εγώ βρισκόμουν στο αμάξι μου. Και όλα αυτά ήταν “άπιαστα”. Κάπως έτσι, λοιπόν, αποφάσισα να βάλω μουσική. Ενεργοποίησα το Bluetooth, άνοιξα το Spotify, βρήκα αυτό που ήθελα, πάτησα play και από τα ηχεία ακούστηκαν οι εξής στίχοι:

«Don’t worry about a thing, ‘Cause every little thing is gonna be alright»

Με διαπέρασε ένα ενεργειακό κύμα γαλήνης. Γειώθηκα. Δεν μεταφέρθηκα νοητά στη Τζαμάικα, καμία σχέση. Η μελωδία του τραγουδιού και η φωνή του Bob Marley κατάφεραν να με “ξεσκονίσουν” από άγχη, στρες και ανησυχία. Βάζω στοίχημα ότι για κάποια δευτερόλεπτα ο νόμος της βαρύτητας δεν ίσχυε για μένα. Ένιωσα δέος. Η μαγεία και η ομορφιά του σύμπαντος, όλα μαζί, ταυτόχρονα, με αγκάλιασαν και μου είπαν αυτό ακριβώς που είχα ανάγκη. «Μην ανησυχείς για τίποτα, γιατί όλα θα πάνε καλά». Και τώρα δεν ανησυχώ. Όχι γιατί το είπε ο Marley, αλλά γιατί μου υπενθύμισαν οι στίχοι ότι στο τέλος όλα καλά θα πάνε. Και αν δεν πηγαίνουν τώρα όπως τα θέλω, απλά δεν είναι το τέλος.