Πριν από μερικά χρόνια, η Μαύρη Βίβλος της Ψυχανάλυσης δίχασε τον κόσμο στης Ψυχολογίας και της Ψυχιατρικής στη Γαλλία καθώς έκανε μια απόπειρα αποδόμησης της θεραπευτικής μεθόδου που χρησιμοποίησε ο Σίγκμουντ Φρόιντ. Το βιβλίο αναζωπύρωσε την παλιά διαμάχη ανάμεσα στην ψυχαναλυτική ψυχοθεραπεία και Ψυχιατρική και στις γνωστικές – συμπεριφορικές θεραπείες. Η συζήτηση επανήλθε στο προσκήνιο σε αρκετές γωνιές του κόσμου εν μέσω της πανδημίας καθώς ο επιβεβλημένος εγκλεισμός  λειτούργησε διογκωτικά στις ήδη υπάρχουσες ψυχικές διαταραχές. Το ερώτημα που άρχισε να απασχολεί τότε τους περισσότερους ήταν «τι είδους θεραπεία χρειάζομαι και σε ποιον να απευθυνθώ;»

Η απάντηση παραμένει αρκετά προσωπική, αρκεί να αποσαφηνιστούν μερικά πράγματα. Όπως το τι είναι και το τι δεν είναι ψυχοθεραπεία, ποιες είναι οι διαφορές ανάμεσα στις διάφορες θεραπείες και στους θεραπευτές.

Ο ψυχολόγος μπορεί να έχει εκπαιδευτεί στην οποιαδήποτε θεωρητική προσέγγιση. Συνεπώς μπορεί να κάνει οποιοδήποτε είδος ψυχοθεραπείας. Το κάθε είδος διαφέρει ως προς τα θεραπευτικά εργαλεία, τη συχνότητα και τη διάρκεια των θεραπειών. Κοινός παρανομαστής είναι η ανακάλυψη νοήματος και συνδέσεων μέσα από μια θεραπεία λόγου και η σχέση που εγκαθιδρύεται μεταξύ θεραπευτή και θεραπευμένου, η οποία πρέπει να είναι λειτουργική. Το βέβαιο είναι πως καμία ψυχοθεραπεία δεν πρέπει να είναι μια φιλική κουβέντα, ούτε αναμάσημα πληροφοριών.

Στην ψυχοδυναμική θεραπεία (ψυχανάλυση) ο ψυχαναλυτής εστιάζει στους ελεύθερους συνειρμούς, στις ασυνείδητες αντιστάσεις , στις ψυχικές συγκρούσεις. Η σημασία του ασυνείδητου –όπως όνειρα και φαντασιώσεις– στη διαμόρφωση της ανθρώπινης συμπεριφοράς έχει αποδειχτεί πως είναι καταλυτική από την εποχή του Φρόιντ. Ο ψυχαναλυτής βοηθά τον ψυχαναλυόμενο να γνωρίσει το ασυνείδητο του που  δημιουργεί ερήμην του τα συμπτώματα που τον κάνουν να υποφέρει ή να σαμποτάρει τον εαυτό του.

Στη Συστημική θεραπεία –γνωστή ως οικογενειακή– έχει ως στόχο την κατανόηση του πλαισίου μέσα στο οποίο εντάσσεται το πρόβλημα. Ο συστημικός θεραπευτής υιοθετεί τη συστημική οπτική ως τρόπο αντίληψης της πραγματικότητας. Αντιμετωπίζει, δηλαδή, τα πάντα –από την οικογένεια μέχρι το σχολικό ή το επαγγελματικό χώρο– ως συστήματα που βρίσκονται σε αλληλεπίδραση.

Στη Συμπεριφορική/Γνωσιακή Θεραπεία , ο θεραπευόμενος θέτει άμεσους στόχους που θέλει να πετύχει –σε συνάρτηση με κάποια δυσκολία που βιώνει– και ο θεραπευτής τον βοηθά να εντοπίσει τη σχέση ανάμεσα στις σκέψεις, στα συναισθήματα και στις συμπεριφορές. Πρόκειται για βραχεία θεραπεία που βασίζεται στην σχέση αιτίας – αποτελέσματος.  Για τους συμπεριφοριστές τρόπους που σκεφτόμαστε –δηλαδή οι γνωσιακές μας ικανότητες– ευθύνεται για αυτά που νιώθουμε –συναισθήματα– και για αυτά που κάνουμε, δηλαδή συμπεριφορές. Τη συγκεκριμένη θεραπεία επιλέγουν συνήθως άτομα με αγχώδεις διαταραχές που επιθυμούν να βρουν μια άμεση λύση.

Στις ομαδικές θεραπείες, στόχος είναι η εξοικείωση με τον κοινωνικό εαυτό. Είναι αρκετά αποτελεσματική για άτομα  έχουν αναπτύξει αμυντικές διαδικασίες απομόνωσης και απόσυρσης και θέλουν να αναπτύξουν την διαπροσωπική επικοινωνία. Ενδεικτικά στη δραματοθεραπεία, ο θεραπευόμενος υποδύεται  διάφορους χαρακτήρες και έρχεται έτσι σε επαφή με άγνωστες πτυχές του εαυτό του, σε αλληλεπίδραση με την ομάδα του.

Όσον αφορά στα διάφορα είδη επαγγελματιών ψυχικής υγείας να ξεκαθαρίσουμε πως μόνο ο ψυχίατρος μπορεί να συνταγογραφήσει φάρμακα.  Ο κλινικός ψυχολόγος  μπορεί  κάνει διάγνωση και να συντροφεύσει τον ασθενή ψυχοθεραπευτικά, χρησιμοποιώντας τα θεραπευτικά εργαλεία της κατάρτισης που έχει λάβει. Οι σύμβουλοι ψυχικής υγείας λειτουργούν κυρίως υποστηρικτικά ανάλογα με την ψυχοθεραπευτική προσέγγιση στην οποία έχουν εξειδικευτεί. Δεν είναι απόφοιτοι πανεπιστημιακών σχολών ψυχολογίας αλλά έχουν λάβει πιστοποιήσεις από ιδιωτικά προγράμματα στον τομέα της συμβουλευτικής.

Οι life coaches – δεν έχουν καμία σχέση με τη θεραπεία. Οι πρακτικές  των γκουρού είναι αμφιλεγόμενες, ιδίως στην Αμερική που αυτό το επάγγελμα μετρά αρκετά χρόνια ζωής. Ένας life coach δεν μπορεί να κάνει διάγνωση ούτε να ασχοληθεί με τα τραύματα του coach. Μπορεί να δώσει μια ώθηση στο άτομο και να τονώσει την αυτοπεποίθηση του.

Ανεξάρτητα από το είδος της θεραπείας που θα επιλέξει κανείς, η παραδοχή πως «κάτι κλωτσάει» και η απόφαση εκκίνησης μιας ψυχοθεραπευτικής διαδικασίας, είναι από μόνη της πολύτιμη. Μόνο αν  αναγνωρίσουμε πως έχουμε «τυφλά μας σημεία», θα αρχίσουμε να μας βλέπουμε. Τόσο εμάς όσο και τους άλλους. Αν κάτι είναι λοιπόν τόσο σημαντικό όσο η ίδια η θεραπεία, είναι η αναγνώριση αυτής της ανάγκης ως όχημα ενδοσκόπησης και διαχείρισης των συμπτωμάτων μας, ως επιθυμία απόκτησης μεγαλύτερης συμμετοχής στην προσωπική μας ιστορία. Για να αποφύγουμε αυτό το κομμάτι του ίδιου μας του εαυτού που μας δημιουργεί ένα «πεπρωμένο», δηλαδή μια επαναληπτικότητα στην προσωπική ή επαγγελματική ζωή .

Ανεξάρτητα από το ποια θεραπεία θα επιλέξει κανείς, είναι θεμελιώδες το να μην εγκλωβιστεί στην ψυχολογία της νόρμας, που παρέχει κανονικοποιημένες λύσεις με στόχο να εντάξουν το υποκείμενο στη νόρμα. Διότι διανύουμε μια εποχή μετασχηματισμών, μια εποχή που γεννά «νέα συμπτώματα» και συνεπώς νέες ανάγκες. Κατά συνέπεια ο  τρόπος που ερμηνεύουμε την ψυχική οδύνη και τις εκφράσεις της και ο τρόπος που αντιλαμβανόμαστε το φυσιολογικό και το παθολογικό δεν μπορεί να είναι ποτέ ο ίδιος.  Κι ας υπάρχει πάντα κάτι διαχρονικό και πανανθρώπινο.