Γνωρίζουμε ότι ο εγκέφαλος υφίσταται σημαντικές δομικές, λειτουργικές και μεταβολικές αλλαγές με το πέρασμα του χρόνου, πράγμα που επηρεάζει τη γνωστική λειτουργία και τη συμπεριφορά του ανθρώπου. Μια ενδελεχής ανάλυση δημοσιεύθηκε πρόσφατα στο περιοδικό Psychophysiology, στην οποία ερευνητές από την Αυστραλία εξέτασαν 144 μελέτες και συνόψισαν πώς αλλάζει η συνδεσιμότητα του ανθρώπινου εγκεφάλου κατά τη διάρκεια της ζωής μας.
Ο εγκέφαλος: Ένας κόσμος φτιαγμένος από μικρότερους κόσμους
Πριν προχωρήσουμε στα αποτελέσματα της έρευνας, είναι σημαντικό να εξηγήσουμε ότι τις τελευταίες δύο δεκαετίες, οι επιστήμονες έχουν καταλήξει ότι ο ανθρώπινος εγκέφαλος είναι ένα σύνθετο δίκτυο που αποτελείται από άλλα μικρότερα δίκτυα (π.χ. συστήματα εγκεφάλου, περιοχές, υποπεριοχές, νευρώνες), τα οποία συνδέονται μεταξύ τους δομικά ή/και λειτουργικά. Πιο απλά, ο εγκέφαλος μας είναι ένας «κόσμος» που αποτελείται από άλλους «μικρότερους κόσμους».
Κατά τα πρώτα χρόνια της ζωής μας, υπάρχει μια ταχεία και βασική οργάνωση αυτών των λειτουργικών δικτύων του εγκεφάλου. Στη συνέχεια, από τα 30 μέχρι τα 40 περίπου, τα δίκτυα αυτά ενισχύονται και βελτιώνονται. Ωστόσο, όσο μεγαλώνουμε -και κυρίως μετά τα 60– λαμβάνει χώρα μια πολύπλευρη αλληλεπίδραση δυνητικά επιβλαβών και αντισταθμιστικών αλλαγών. Αν και η διαδικασία αυτή είναι συχνή, δεν είναι απόλυτη. Έτσι, ενώ σε κάποιους ενήλικες μειώνονται οι γνωστικές λειτουργίες του εγκεφάλου μετά τα 60, άλλοι καταφέρνουν να μην παρουσιάσουν καμία αλλοίωση στα 80 ή στα 90, έχοντας παρόμοιες ή και καλύτερες επιδώσεις από νεότερους ενήλικες.
Πώς αλλάζει ο εγκέφαλος μετά τα 40;
Έτσι, σύμφωνα με την πρόσφατη ανάλυση, οι επιστήμονες διαπίστωσαν ότι μετά την ηλικία των 40 ετών, ο εγκέφαλος αρχίζει να υφίσταται μια «επανακαλωδίωση». Πράγματι, δηλαδή, παρατηρούνται διαφορές στον εγκέφαλό μας μετά τα 40. Η «αναδιάρθωση» αυτή μπορεί να οδηγήσει σε λιγότερο ευέλικτη σκέψη, χαμηλότερη αναστολή απόκρισης και μειωμένο λεκτικό και αριθμητικό συλλογισμό.
Αν και αυτό μπορεί να ακούγεται τρομακτικό, αξίζει να σημειωθεί ότι αυτού του είδους οι μελέτες βασίζονται σε αποτελέσματα από μια τεχνική απεικόνισης που ονομάζεται λειτουργική μαγνητική τομογραφία (functional MRI ή απλά fMRI). Η Λειτουργική Μαγνητική Τομογραφία είναι μία σύγχρονη μη επεμβατική μέθοδος χαρτογράφησης του εγκεφάλου που εντοπίζει και μελετά κέντρα κρίσιμων για τον άνθρωπο λειτουργιών όπως είναι η ομιλία και η μνήμη. Η εικόνα παράγεται από την εκτέλεση συγκεκριμένων εντολών εκ μέρους του ασθενούς (κίνηση κάποιου χεριού, ομιλία κλπ). H μέθοδος αυτή επιτρέπει στους νευροεπιστήμονες να παρατηρήσουν τα μέρη του εγκεφάλου των υποκειμένων που «φωτίζονται» ως απόκριση σε ερεθίσματα ή όταν απλά βρίσκονται σε κατάσταση ηρεμίας.
Ωστόσο, σύμφωνα με τα δεδομένα, η «αναδιάρθρωση» αυτή είναι αρκετά σταδιακή. Δεν πρόκειται δηλαδή να νιώσουμε μεγάλες διαφορές ανά δεκαετία. Επίσης, ενώ η «αναδιάρθωση» αυτή συμβαίνει όντως γύρω στα 40 στους περισσότερους ανθρώπους, οι επιστήμονες δεν είναι ακόμη βέβαιοι ότι ευθύνεται για την μείωση των λειτουργικών ικανοτήτων. Μπορεί πράγματι να παίζει κάποιον ρόλο ή μπορεί η έκπτωση των γνωστικών μας ικανοτήτων να επηρεάζεται από άλλους παράγοντες. Εν ολίγοις, ενώ η έρευνα διαπίστωσε ότι πράγματι ο εγκέφαλος αλλάζει όσο γερνάμε, χρειάζονται περισσότερα στοιχεία για να καταλάβουμε πώς ακριβώς η «αναδιάρθωση» αυτή επηρεάζει τη γνωστική μας λειτουργία.