Πόσες φορές βγήκες για ένα χαλαρό ποτάκι και κατέληξες να σέρνεσαι στα κρύα πλακάκια του μπάνιου αγκαλιά με μια πλαστική λεκανίτσα που τις νορμάλ μέρες χρησιμοποιείς για να πλύνεις τα μάλλινα στο χέρι; Πόσες φορές ένα σφηνάκι σε έστειλε αδιάβαστο, ενώ η παρέα συνέχιζε απτόητη να παραγγέλνει τεκίλες; Αν είσαι κι εσύ το λιγότερο γερό ποτήρι της παρέας σταθερά, συνέχισε να διαβάζεις.

Πριν από λίγα χρόνια βρέθηκα σε ένα πάρτι από εκείνα που γίνονταν κάποτε αυθόρμητα σε σπίτια σε στενούς φιλικούς κύκλους, με ερασιτέχνες μουσικούς και καθαρά ποτά ρεφενέ. Ήταν προπαραμονή Πρωτοχρονιάς και λίγο το εορταστικό κλίμα, λίγο η έκρηξη αδρεναλίνης που σου προκαλούν κάτι τέτοιες απρογραμμάτιστες και αυτοσχέδιες φιέστες, βρεθήκαμε να παρτάρουμε σαν να ήταν το έτος 1999, που λένε κι οι Αμερικάνοι. Αλησμόνητη βραδιά. Αλησμόνητο όμως και το hangover της επόμενης μέρες – κι ας μην ήμουν εκείνη που ήπιε τα περισσότερα σφηνάκια.

Κάποιοι άνθρωποι βιώνουν πολύ πιο έντονα hangover από άλλους. Συχνά συμβαίνει σε παρέες το άτομο που πίνει το λιγότερο, την επόμενη μέρα να ξυπνά με το χειρότερο κεφάλι και το χειρότερο στομάχι από όλους. Ακόμα και από το μέλος της παρέας με το γαλβανιζέ στομάχι που δεν παραπονιέται ούτε με την κατάποση στάχτης διαλυμένης σε ρακί. Ναι, ναι, έχει συμβεί.

Κάποιοι λοιπόν μετά από μια έξαλλη βραδινή έξοδο μπορεί να αισθάνονται χειρότερα, κάποιοι καλύτερα και κάποιοι μπορεί να μην αισθάνονται και καθόλου – σαν να μη βγήκαν ένα πράγμα. Αυτή η μεταβλητότητα του πώς βιώνει ο καθένας ή η καθεμία από εμάς ένα hangover έχει γίνει αντικείμενο πολλών ερευνών τελευταία και οι επιστήμονες έχουν βαλθεί να βρουν που οφείλεται.

Το hangover, λοιπόν, στην έρευνα μετριέται σε μια κλίμακα 11 βαθμών, με το μηδέν να σηματοδοτεί την απουσία συμπτωμάτων. Κάποιες έρευνες εκτιμούν ότι το ποσοστό των «τυχερών» – σε πολλά εισαγωγικά – που είναι εντελώς ανθεκτικοί στο hangover είναι μόλις 5%. Αυτό το μικρό, αλλά υπαρκτό, ποσοστό έχει κινήσει το ενδιαφέρον διαφόρων μελετητών που έχουν αρχίσει να διερευνούν τους διάφορους βιολογικούς και ψυχολογικούς μηχανισμούς που θα μπορούσαν να επηρεάζουν την εμπειρία του hangover.

Η βιολογία του hangover

Ορισμένες έρευνες σήμερα δείχνουν ότι άτομα με μια παραλλαγή του γονιδίου ALDH2 βιώνουν πιο έντονο πονοκέφαλο. Όταν καταναλώνουμε αλκοόλ, αυτό διασπάται από ένα ένζυμο, την αλκοολική αφυδρογονάση, για να σχηματίσει ακεταλδεΰδη – μια χημική ένωση που είναι υπεύθυνη για την εμφάνιση των συμπτωμάτων του hangover. Ωστόσο, η παραλλαγή του γονιδίου ALDH2 περιορίζει τη διάσπαση της ακεταλδεΰδης, οδηγώντας σε μεγαλύτερη συσσώρευση της χημικής ουσίας – άρα και σε περισσότερα και εντονότερα συμπτώματα hangover.

Η ηλικία και το φύλο είναι επίσης πιθανό να επηρεάσουν τον τρόπο με τον οποίο βιώνεται το hangover. Μια πρόσφατη διαδικτυακή έρευνα, στην οποία συμμετείχαν 761 Ολλανδοί καταναλωτές αλκοόλ, διαπίστωσε ότι η σοβαρότητα του hangover μειώνεται με την ηλικία, ακόμη και όταν συνυπολογίζεται η ποσότητα αλκοόλ που καταναλώνεται.

Οι ερευνητές ανέφεραν επίσης διαφορές στη σφοδρότητα των συμπτωμάτων του hangover μεταξύ ανδρών και γυναικών. Οι διαφορές αυτές μεταξύ των δύο φύλων ήταν μεγαλύτερες στους νεότερους συμμετέχοντες, με τους νεαρούς (18 έως 25 ετών) άνδρες να τείνουν να αναφέρουν σοβαρότερο πονοκέφαλο σε σύγκριση με τις νεαρές γυναίκες. Ωστόσο, οι ερευνητές δεν έχουν εντοπίσει ακόμα τα αίτια αυτών των διαφορών.

Η ψυχολογία του hangover

Απ’ ότι φαίνεται, υπάρχουν και ορισμένα χαρακτηριστικά ψυχολογικής φύσεως που μπορεί να συνδέονται με τον τρόπο που βιώνεται το hangover, όπως είναι το άγχος, η κατάθλιψη, τα επίπεδα στρες, ακόμη και η ίδια η προσωπικότητα του καθενός.

Παλιότερα, έρευνες έχουν δείξει ότι ο νευρωτισμός – ένα από τα πέντε βασικά χαρακτηριστικά της προσωπικότητας που τείνει να κάνει τους ανθρώπους να βλέπουν τον κόσμο αρνητικά – μπορεί να προβλέψει τη σφοδρότητα ενός hangover. Ωστόσο, πρόσφατα αυτή η ιδέα αμφισβητήθηκε έντονα και μια νέα μελέτη τελικά απέδειξε ότι ουδεμία σχέση υπάρχει ανάμεσα στο hangover και της προσωπικότητας.

Παρ’ όλα αυτά, το άγχος, η κατάθλιψη και το στρες συνδέονται στενά με τη σφοδρότητα που βιώνει κανείς ένα hangover, μιας και συνήθως μας ωθούν στο να ερμηνεύουμε τον κόσμο αρνητικά – κάτι που φαίνεται ότι κάνουν και τα έντονα μεθύσια. Ως αποτέλεσμα, το hangover μπορεί να επιδεινώσει αυτή την αρνητική προκατάληψη, οδηγώντας ορισμένους ανθρώπους να αισθάνονται χειρότερα από άλλους.

Η αντιμετώπιση του hangover

Είναι πιθανό ο τρόπος με τον οποίο αντιμετωπίζουμε τις αντίξοες καταστάσεις θα μπορούσε να είναι η αιτία για τη διαφοροποίηση με την οποία βιώνει ο καθένας ένα hangover. Για παράδειγμα, έρευνες δείχνουν ότι οι άνθρωποι που δίνουν μεγάλη έμφαση στην αρνητική εμπειρία του πόνου, συνήθως βιώνουν πολύ πιο έντονα συμπτώματα hangover. Κάτι που υποδηλώνει ότι εστιάζουν στα αρνητικά τους συμπτώματα και ενδεχομένως τα ενισχύουν.

Άλλες μελέτες έχουν δείξει ότι άνθρωποι που τείνουν να αγνοούν ή να αρνούνται τα προβλήματά τους βιώνουν χειρότερα μεθύσια. Η ρύθμιση των συναισθημάτων είναι ένας άλλος βασικός ψυχολογικός μηχανισμός που μας βοηθά να αντιμετωπίζουμε δύσκολες καταστάσεις και να διαχειριζόμαστε τις συναισθηματικές μας εμπειρίες. Απ’ ό,τι δείχνουν οι μελέτες όμως, οι περισσότεροι άνθρωποι όταν είναι μεθυσμένοι συνήθως επιλέγουν ευκολότερες αλλά λιγότερο αποτελεσματικές στρατηγικές ρύθμισης συναισθημάτων.

Μια μελέτη όμως δείχνει ότι η στρατηγική που χρησιμοποιείται συνήθως από φοιτητές για την αντιμετώπιση της μιζέριας του hangover – η συνήθεια δηλαδή που έχουν να μοιράζονται την εμπειρία του hangover και να «υποφέρουν» παρέα – μπορεί όντως να βοηθήσει στην ανακούφιση τουλάχιστον μερικών αρνητικών συναισθηματικών επιπτώσεων. Η γενική φροντίδα της προσωπικής ευεξίας, η αναζήτηση καλύτερων στρατηγικών για τη μείωση των επιπέδων άγχους και η υιοθέτηση καλύτερων μηχανισμών αντιμετώπισης μπορεί επίσης να βοηθήσουν.

Αν και, ο καλύτερος τρόπος για να αποφύγει κανείς τα συμπτώματα ενός γερού hangover είναι πάντα το να πιει με σύνεση.