Πόσες προεκτάσεις μπορεί να κρύβει μία έξοδος για ένα ποτό στο μπαρ που θα επιλέξουμε; Η Gen Z βιώνει την ίδια έντονη διαδικασία στην οποία υποβλήθηκαν οι millennials, η Gen X και ακόμη και οι baby boomers. Κάθε μικρή πτυχή της ζωής τους μετατρέπεται σε μια περίπλοκη ανθρωπολογική μελέτη, επιβεβαιώνοντας στους μεγαλύτερους ότι η νιότη πάει χαμένη στους νέους. Κάνουν λιγότερο σεξ και προσεύχονται περισσότερο. Δείχνουν μεγαλύτεροι, αλλά ο παρορμητισμός τους δηλώνει πως παραμένουν νέοι. Αγαπούν το TikTok και τα social media, αλλά όσον αφορά την απευθείας επικοινωνία είναι αντικοινωνικοί κι ίσως οι πιο μοναχικοί νέοι που υπήρξαν ποτέ. 

Φαίνεται ότι η Gen Z δεν έχει ιδέα πώς να συμπεριφερθεί στο τοπικό της στέκι, στο καφέ, στο μπαρ, σε ένα κυλικείο ενός πανεπιστημίου. Τα βασικά σημεία τριβής αφορούν τους τρόπους πληρωμής και τις προσδοκίες στις συναντήσεις. Οι μπάρμαν αναφέρουν ότι η γενεακή αλλαγή που συντελείται στη συμπεριφορά είναι πραγματικός πονοκέφαλος για τους εργαζόμενους στον χώρο της εστίασης. Αυτό εγείρει ερωτήματα σχετικά με το πως επικοινωνούνται από γενιά σε γενιά ζητήματα κουλτούρας, αλλά και στοιχειώδους ευγενείας που κάνουν τον άνθρωπο με τη λογική του να ξεχωρίζει από τα υπόλοιπα μέλη του ζωικού βασιλείου. 

Είναι εξαιρετικά σημαντικό να επισημαίνεις πώς ένα άτομο — ή ακόμα καλύτερα, μία ολόκληρη ομάδα ανθρώπων — κάνει κάτι λάθος. Σηματοδοτείται ένα χάσμα, ένας διαχωρισμός που για αντικειμενικούς επιστημονικούς λόγους σε κάνει να πιστεύεις ότι δεν θα μπορούσες ποτέ να εμπλακείς σε μια τέτοια χαοτική ασυμφωνία. «Δες αυτό το άτομο που δεν μου μοιάζει καθόλου να κινείται στο σύμπαν με λανθασμένο τρόπο». Το δράμα είναι πως το ίδιο δεν το αντιλαμβάνεται. Συνεχίζει τη ρουτίνα του κοιτώντας πιθανότατα την οθόνη του κινητού του κι αναζητώντας την ασφάλεια της απομακρυσμένης επαφής μέσα από τα φίλτρα των οθονών. 

Οι επαγγελματίες του χώρου από τη μεριά τους στέκονται σε ένα συμπέρασμα. Η βασική παρατήρηση στα μπαρ είναι απλή: Η Gen Z φέρεται να κλείνει τον λογαριασμό μετά από κάθε γύρο ποτών, πληρώνοντας κάθε ποτό ξεχωριστά και αναγκάζοντας τον μπάρμαν να επιστρέφει συνεχώς στο ταμείο. «Είναι ψυχοφθόρο», λέει η Izzy Tulloch, μια μπάρμαν με περισσότερα από 12 χρόνια εμπειρίας στη Νέα Υόρκη. Για την Tulloch και τους περισσότερους μπάρμαν, οι πιο πολυάσχολες στιγμές της βάρδιας τους έρχονται σε κύματα. Εκείνες τις στιγμές, φτιάχνουν κοκτέιλ, σερβίρουν και ετοιμάζουν όσο το δυνατόν περισσότερα ποτά στον λιγότερο δυνατό χρόνο. Όταν είναι «μέσα στη δίνη», όπως λέγεται — ουσιαστικά κάνοντας τα πάντα ταυτόχρονα — το τελευταίο πράγμα που θέλει να κάνει είναι να κλείνει λογαριασμούς. Και γίνεται ακόμα χειρότερο όταν η Gen Z ζητά ξεχωριστούς λογαριασμούς. 

«Το να κλείσεις έναν λογαριασμό, να τον δώσεις στον πελάτη και να ζητήσεις φιλοδώρημα μπορεί να πάρει μέχρι και δύο λεπτά. Αλλά σκέψου δύο λεπτά για οκτώ άτομα. Αυτά είναι 16 λεπτά και μπορεί να υπάρχουν άλλοι 30 άνθρωποι που περιμένουν να εξυπηρετηθούν». Το πλεονέκτημα του ανοιχτού λογαριασμού είναι ότι βελτιστοποιεί την εμπειρία όλων. Η μπάρα λειτουργεί σαν “project management” με αλκοόλ. Ο χρόνος που δαπανάται στο κλείσιμο λογαριασμών δημιουργεί ουρά και καθυστερήσεις. Ο χρόνος που εξοικονομείται θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί καλύτερα για να εξυπηρετήσει περισσότερους πελάτες. 

Αυτό δηλώνει μία συνολική έλλειψη συναίσθησης, ενσυναίσθησης και σεβασμού στον εργαζόμενο που οι περισσότεροι δε σκέπτονται καν λειτουργώντας μηχανικά και πληρώνοντας σαν μία απλή συναλλαγή με τη κάρτα του. Το να μην γνωρίζεις το περίπλοκο timing ενός μπαρ μπορεί να συμβεί σε οποιονδήποτε ανεξαρτήτως ηλικίας. Το κλείσιμο λογαριασμού μπορεί να φαίνεται δελεαστικό αν θέλεις να αποφύγεις την πολυκοσμία ή αν έχεις ξεχάσει στο παρελθόν την κάρτα σου σε κάποιο μπαρ. Αυτή η συμπεριφορά μπορεί να επηρεάσει την εμπειρία των υπόλοιπων θαμώνων, ειδικά αν κάποιος περιμένει μια θέση στο μπαρ αλλά βλέπει μια παρέα να καταλαμβάνει χώρο για ώρες χωρίς να παραγγέλνει πολλά. Όμω οι μεγαλύτεροι χαμένοι είναι οι ίδιοι οι μπάρμαν, καθώς οι αμοιβές τους βασίζονται στα φιλοδωρήματα. 

Η σχέση μπάρμαν ή σερβιτόρου και πελάτη μετατρέπεται σε κάτι απρόσωπο και η αμηχανία κυριαρχεί σε αντίθεση με προηγούμενα χρόνια που υπήρχε αλληλεπίδραση και πιθανώς ένα είδος διάδρασης. Οι νέοι των 18 σήμερα είναι πιο κλειστοί, πιο τυπικοί, ακόμα και στους χώρους που επιλέγουν θεωρητικά να διασκεδάσουν, μοιάζει να το κάνουν με διεκπεραιωτικό χαρακτήρα. Υπάρχουν διάφοροι λόγοι για τους οποίους η κουλτούρα του μπαρ έχει αλλάξει με τρόπο που κάνει τους μπάρμαν να νιώθουν σαν γκρινιάρηδες ηλικιωμένους που φωνάζουν στα παιδιά να φύγουν από το γκαζόν τους. 

Το ζήτημα της πληρωμής είναι σχετικά απλό: οι ψηφιακές πληρωμές μέσω κινητού, όπως το Apple Pay έχουν γενικά αυξηθεί και αυτό ισχύει και για τα μπαρ. Παρόλο που η ψηφιοποίηση έχει πλεονεκτήματα (π.χ. οι μπάρμαν δεν χρειάζεται να εισάγουν χειροκίνητα τα φιλοδωρήματα στο τέλος της βραδιάς) κάνει την εμπειρία του μπαρ όλο και πιο απρόσωπη. Οι άνθρωποι του χώρου εστίασης νιώθουν πως γίνονται απλώς ένα εξάρτημα της οθόνης όπου οι πελάτες πληκτρολογούν την παραγγελία τους. 

«Δεν ενδιαφέρονται για το πού βρίσκονται ή τι υπάρχει στο μενού. Δεν κάθονται στο μπαρ για να με γνωρίσουν, να δουν πώς φτιάχνω ένα μαρτίνι ή να ρωτήσουν τι κάνει το μέρος ξεχωριστό», αναφέρει χαρακτηριστικά ένας εργαζόμενος ως μπάρμαν. 

Ο προβληματισμός είναι ότι όσο πιο απρόσωπα γίνονται τα μπαρ, τόσο λιγότερο τα βλέπουν οι άνθρωποι ως μια κοινωνική εμπειρία στην οποία όλοι συνεισφέρουν. Αυτό που συμβαίνει στα μαγαζιά αυτού του χαρακτήρα μοιάζει με τη συμπεριφορά των ανθρώπων στους κινηματογράφους ή στις συναυλίες τελευταία, όπου αντιμετωπίζουν την έξοδο σαν να βλέπουν τηλεόραση (mainstream πλατφόρμες) από τον καναπέ τους ή περιεχόμενο στα social media. Όσο λιγότερο βλέπουμε ένα μέρος ως κοινωνικό χώρο, τόσο πιο εγωιστικά και απρόσεκτα συμπεριφερόμαστε. «Νομίζω ότι οι νεότεροι άνθρωποι έχουν χάσει κάπως την αίσθηση των κοινωνικών συναλλαγών και της κοινωνικής ανταλλαγής», λέει η Tulloch. 

Η καραντίνα της πανδημίας άλλαξε τις κοινωνικές μας συνήθειες. Τα παιδιά που σήμερα είναι 21-22 ετών δεν είχαν την εμπειρία του να βγαίνουν με φίλους ή ακόμα και να προσπαθούν να μπουν κάπου με ψεύτικη ταυτότητα. Δεν είχαν καμία ευκαιρία να «μάθουν» πως να φέρονται σε ένα μπαρ, γιατί εκείνη την εποχή τα μέρη όπου θα μπορούσαν να μάθουν ήταν κλειστά. Ταυτόχρονα, λίγοι άνθρωποι θέλουν πραγματικά να διδάξουν στους νεότερους πως να συμπεριφέρονται σε ένα μπαρ — και δεν έχουν όλοι την υπομονή ή τη διάθεση. Άλλωστε όταν κάποιος βγαίνει έξω το τελευταίο που σκέφτεται είναι η εκπαίδευση. 

Η λύση φαίνεται απλή. Αν το πρόβλημα μετά την πανδημία είναι ότι οι δημόσιοι χώροι, όπως τα μπαρ αντιμετωπίζονται σαν ατομικά προνόμια αντί για κοινωνικές εμπειρίες, τότε ίσως το μόνο που χρειάζεται είναι να κάνουμε ένα βήμα πίσω και να σκεφτούμε πώς εντασσόμαστε όλοι σε αυτό το οικοσύστημα. Πρέπει να αναγνωρίσουμε τους ανθρώπους γύρω μας — ειδικά τους εργαζόμενους στην εστίαση, όπως τους μπάρμαν. Και πρέπει να έχουμε επίγνωση του χώρου και του χρόνου που καταλαμβάνουμε. Δεν χρειάζεται να ανήκεις στη Gen Z για να το σκεφτείς αυτό την επόμενη φορά που θα βγεις. Ο μπάρμαν σου μπορεί να το εκτιμήσει.

*Με στοιχεία από το Vox.

 

 Ακολουθήστε το OLAFAQ στο FacebookBluesky και Instagram.