«Τι θα φάμε σήμερα;». Μία απλή -κατά τ’ άλλα- ερώτηση, έχει μετατραπεί σε σπαζοκεφαλιά. Μπορεί να έχουμε μία πληθώρα επιλόγων στα ράφια του σούπερ μάρκετ, αλλά στη πραγματικότητα είναι περιορισμένες, για τη τσέπη μας. Η κατανάλωση τροφής, μία από τις βασικές ανάγκες του ανθρώπου, έχει αναδειχθεί σε πρόβλημα προκαλώντας άγχος στο 46% του πληθυσμού, σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις των εταιρειών “Metron Analysis” και “Pulse”.

Η εποχή που βάζαμε μπόλικο ελαιόλαδο στη σαλάτα για να κάνουμε τη πατροπαράδοτη παπάρα, πλέον είναι ανάμνηση, όμορφη και λαχταριστή βέβαια. Το μάτι έχει σταματήσει να είναι μονάδα μέτρησης. Η αφθονία έχει διαγραφεί από το μυαλό μας ως λέξη και το κυριακάτικο τραπέζι έχει αλλάξει μορφή. Σήμερα, τα κρέατα και τα τυριά καταλαμβάνουν ένα μικρό μέρος στο πιατό μας και αυτό συμβαίνει συνήθως τις πρώτες μέρες του μήνα που θα έχουμε πληρωθεί. Στο μεγαλύτερο μέρος του τείνουν να κυριαρχούν οι πατάτες, τα μακαρόνια και το ρύζι. Προς το τέλος του μήνα, τα τελευταία, τα τρώμε σκέτα εννοείται.

Αν πράγματι ήμασταν ό,τι τρώμε, όπως λέει η δημοφιλής φράση, στο δρόμο θα συναντούσαμε στο μεγαλύτερο ποσοστό ψώμια, μακαρόνια και όσπρια να περπατάνε. Μπορεί να πρόκειται για μία εικόνα επιστημονικής φαντασίας, αλλά βασίζεται στα στοιχεία της έρευνας του Ινστιτούτου Έρευνας Λιανεμπορίου Καταναλωτικών Αγαθών (ΙΕΛΚΑ), τα οποία αφορούν τις δαπάνες και τη κατανάλωση από το 2009 μέχρι το 2022, πριν καλπάσει η ακρίβεια δηλαδή.

Κατά τη διάρκεια της κρίσης και του κορωνοϊού, λοιπόν, μειώσαμε τις πηγές πρωτεΐνης, τα γαλακτομικά, το ελαιόλαδο, τα φρούτα και τα λαχανικά. Αντίθετα, αυξήσαμε την αγορά και τη κατανάλωση των υδατανθράκων, αλλά και των οσπρίων, προφανώς λόγω του κόστους. Επίσης, λόγω του ίδιου παράγοντα, αύξηση έχουν σημειώσει και τα πουλερικά. Ας μιλήσουμε με νούμερα. Μηνιαία, μειώθηκαν οι καταναλώσεις του φρέσκου γάλακτος κατά 41%, του ελαιολάδου κατά 30%, καθώς και των φρούτων και των λαχανικών κατά 15% περίπου. Εν έτει 2024, το «αντεράκι» μας δε λαδώνει και γι’ αυτό ευθύνεται η ακρίβεια που φαίνεται να έχει μία αδυναμία στη χώρα μας. Μάλιστα, χάρη σε εκείνη, η Ελλάδα ανέβηκε στο βάθρο.

Όπως αποτυπώνεται στα στοιχεία της Eurostat, ο εναρμονισμένος δείκτης τιμών καταναλωτή στα τρόφιμα τον Δεκέμβριο κατέγραψε αύξηση 8,9% στην Ελλάδα έναντι 6% στις χώρες της Ευρωζώνης, με τη χώρα μας να παίρνει αργυρό μετάλλιο ακρίβειας, αφού ο εγχώριος πληθωρισμός στα είδη διατροφής ήταν ο δεύτερος υψηλότερος μετά από εκείνον της Μάλτας.

Ας επανέλθουμε στο ελαιόλαδο που σύμφωνα με τα ίδια στοιχεία, η τιμή του στην Ελλάδα αυξήθηκε κατά 58,5% – μία θέση πίσω από τη πρωταθλήτρια Πορτογαλία που κατέγραψε αύξηση 64,8%. Την ίδια ώρα, στην Ευρωζώνη η αύξηση φτάνει στο 48,5%. Τα θρεπτικά φρούτα κατέγραψαν αύξηση 14,9%, ενώ τα πλούσια σε ασβέστιο γαλακτομικά σημείωσαν αύξηση 9,4%, όταν αντίστοιχα στην Ευρωζώνη υπάρχει επιβράδυνση των ανατιμήσεων με μόλις +1,7% στις τιμές των προϊόντων.

Ποιες είναι οι επιπτώσεις της ακρίβειας στον οργανισμό μας;

Η επαναλαμβανόμενη αναφορά του ελαιολάδου στο κείμενο δεν είναι τυχαία. Η θεαματική αύξηση της τιμής του έφερε και τη κατακόρυφη πτώση της κατανάλωσής του. Αυτό, όπως και τα φρούτα και τα λαχανικά, βρίσκονται στη βάση της πυραμίδας της μεσογειακής διατροφής. Πάλι καλά, αυξήσαμε τη κατανάλωση των οσπρίων, τα οποία επίσης ανήκουν σε αυτή τη μεγάλη ομάδα.

Αμέσως μετά, πρέπει να καταναλώνουμε ψάρια και θαλασσινά, με συχνότητα όχι μικρότερη από δύο φορές την εβδομάδα, σύμφωνα με τους ειδικούς. Ωστόσο, οι υψηλές τιμές των θαλασσινών, επίσης, δε μας επιτρέπουν να τα εντάξουμε στη διατροφή μας στην απαιτούμενη ποσότητα. Με τους καταναλωτές να προσπαθούν να αγοράσουν όσο λιγότερα προϊόντα είναι δυνατόν από το σούπερ μάρκετ, λόγω της ακρίβειας, η διατροφή τους φαίνεται να κλονίζεται όλο και περισσότερο μέρα με τη μέρα.

Αν ο κόσμος δε καταναλώνει ελαιόλαδο, φρούτα, λαχανικά και ψάρια, τότε τι καταναλώνει; Αυτό ζητήσαμε να μας απαντήσει, αρχικά, η διατροφολόγος Δανάη Ίφου.

«Είναι γεγονός ότι οι τιμές έχουν αυξηθεί υπερβολικά στο ελαιόλαδο, αλλά και στα φρούτα και τα λαχανικά. Ο κόσμος αναζητά τρόφιμα σε λογικές τιμές, τα οποία να μη χρειάζονται μαγείρεμα ή αν είναι αυτό αναγκαίο να γίνεται σε λίγο χρόνο. Μου έχουν πει αρκετοί ότι καταλήγουν σε κατεψυγμένα προϊόντα, τα οποία έχουν πολλά κορεσμένα λιπαρά. Δηλαδή, δε ψάχνουν μόνο κάτι που να είναι γρήγορο στη παρασκευή του και φθηνό, αλλά προσπαθούν να βρουν κάτι που να τα διαθέτει όλα, τις πρωτεΐνες, τους υδατάνθρακες, τις βιταμίνες κ.τ.λ.. Ένα τέτοιο παράδειγμα είναι η κατεψυγμένη τυρόπιτα».

Οι επιλογές μας στο σούπερ μάρκετ καθορίζουν και τη διατροφή μας και όπως φαίνεται είναι κακή. Αναρωτήθηκα, λοιπόν, τι σημαίνει κακή διατροφή;

«Η σωστή κατανάλωση τροφής είναι το απαραίτητο καύσιμο για τον οργανισμό. Όταν εισέρχεται το νοθευμένο, είναι φυσικό να μη λειτουργεί σωστά, αυτό κάνει και η κακή διατροφή. Όταν ο οργανισμός έχει έλλειψη σε βιταμίνες και ιχνοστοιχεία, μπορεί να προκύψουν στο μέλλον προβλήματα υγείας. Για παράδειγμα η έλλειψή τους συνδέεται με την οστεοπενία, τις καρδιοπάθειες, και τον διαβήτη τύπου 2. Επίσης, καταναλώνοντας λιγότερο θρεπτικά τρόφιμα, η ενέργειά μας μειώνεται με αποτέλεσμα να νιώθουμε αδυναμία, να έχουμε κακή διάθεση και φυσικά να έχουμε δυσκολίες στη καθημερινότητά μας».

«Μία διατροφή χωρίς φρούτα, λαχανικά και ελαιόλαδο τι σημαδοτεί για τον οργανισμό;» ρώτησα στη συνέχεια τη Δανάη Ίφου.

«Τα μειωμένα φρούτα και λαχανικά στη διατροφή σημαδοτούν την έλλειψη βιταμινών και ιχνοστοιχείων στον οργανισμό άρα τη λιγότερο καλή εγκεφαλική λειτουργία. Είναι σημαντικό να αναφέρουμε ότι το 1/3 των ημερήσιων θερμίδων χρησιμοποιείται από τον εγκέφαλο. Επίσης, η αύξηση των τιμών στο ελαιόλαδο, τα ψάρια και τους ξηρούς καρπούς προκαλεί έλλειψη σε ω-3 άρα και προβλήματα στα μάτια, στα μαλλιά και στα οστά. Μία κακή διατροφή μπορεί να μας οδηγήσει είτε στη παχυσαρκία με τη συνεχή κατανάλωση κορεσμένων -και όχι μόνο- λιπαρών ή ακόμα και να χάσουμε κιλά με λανθασμένο τρόπο βέβαια. Γιατί αυτά δε θα χαθούν μέσω μιας σωστής διατροφής, αλλά στη προσπάθεια του ατόμου να κάνει οικονομία».

Μέχρι να έρθει ο Μάρτιος που θα εφαρμοστούν τα μέτρα της κυβέρνησης για την ακρίβεια, η διατροφή μας φαίνεται ότι δε πρόκειται να αλλάξει. Όχι, επειδή απαρνούμαστε τη μεσογειακή και ισορροπημένη διατροφή, αλλά επειδή δε μπορούμε οικονομικά να την ακολουθήσουμε. Βέβαια, αν έχετε τη δυνατότητα να πηγαίνετε στη λαϊκή τις μεσημεριανές ώρες, στο “ξεπούλημα”, ίσως καταφέρετε να βρείτε κάτι θρεπτικό σε χαμηλή τιμή. Οι υπόλοιποι που δυστυχώς δεν έχουμε τη δυνατότητα λόγω εργασίας να είμαστε παρόντες στο ξεπούλημα προκειμένου να φάμε, θα συνεχίσουμε να καταναλώνουμε ό,τι μας επιτρέπει το καλάθι του νοικοκυριού, ελπίζοντας ότι δε θα είμαστε με προβλήματα υγείας, αλλά ότι θα είμαστε καλά.

❈Δείτε επίσης: «Τι θα φάμε σήμερα;»: όταν οι ρυθμοί της καθημερινότητας καταπίνουν το φαγητό μας