«Πρόκειται, είτε για άτομα περιορισμένης νοητικής ευθύνης και ανίκανα για το οτιδήποτε, είτε για ψεύτες και επικίνδυνους».

Αυτό ανέγραφε, το καλοκαίρι του 1974, σε άρθρο γνώμης της η αμερικανική εφημερίδα Washington Post, οι ρεπόρτερ της οποίας Bob Woodward και Carl Bernstein, ξεσκέπασαν, το 1972, το σκάνδαλο παρακολουθήσεων του Watergate.

Το άρθρο χαρακτήριζε τα εμπλεκόμενα στο εν λόγω σκάνδαλο άτομα, δίχως να αφήνει πολλά περιθώρια για τυχόν… παρεξηγήσεις: είτε υπήρχε ξεκάθαρος δόλος, είτε οι εμπλεκόμενοι δεν είχαν σώας τα φρένας (άρα και πάλι ήταν ακατάλληλοι ως προς το να καταλαμβάνουν κομβικές θέσεις εξουσίας).

Το συμπέρασμα ήταν ξεκάθαρο: η παραίτηση ήταν μονόδρομος για έναν πρόεδρο, τον Ρεμπουμπλικανό Ρίτσαρντ Νίξον, υπο τις οδηγίες του οποίου ο Γκόρντον Λίντι, πρώην στέλεχος του FBI, και ο Χάουαρντ Χαντ, πρώην υψηλόβαθμο στέλεχος της CIA, που μόλις πρόσφατα είχε προστεθεί στο προσωπικό του Λευκού Οίκου, παραδέχτηκαν ότι έδωσαν οδηγίες σε αγνώστους ως προς το πώς να διαρρήξουν τα κεντρικά γραφεία του κόμματος των Δημοκρατικών, εντός του κτιριακού συγκροτήματος του Watergate, να τοποθετήσουν κοριούς και να συλλέξουν διάφορα στοιχεία εναντίον του αντίπαλου κόμματος.

Κάπως έτσι, και με τον Νίξον να έχει χάσει προ πολλού τόσο την δημοφιλία και το όποιο «γκελ» είχε στους ψηφοφόρους του, όσο και τους ίδιους του τους βουλευτές, το πρωινό της 8ης Αυγούστου του 1974, σαν σήμερα δηλαδή πριν ακριβώς 48 χρόνια, ο 37ος αμερικανός πρόεδρος έγινε ο πρώτος (και μοναδικός μέχρι σήμερα) που παραιτήθηκε οικειοθελώς από την θέση του – αν δεν το έκανε, τον περίμενε η πρόταση μομφής και η καθαίρεσή του (Impeachment) από τη Βουλή των Αντιπροσώπων και τη Γερουσία.

Ο Νίξον έπραξε ορθά. Παρόλο που μετέπειτα αποκαλύφθηκε ότι πιέστηκε ως προς αυτή την κατεύθυνση, έλαβε την σωστή απόφαση: δεν δέχτηκε να τον διώξουν οι βουλευτές του, αλλά έδιωξε ο ίδιος τον εαυτό του από τον προεδρικό θώκο.

Οπως, αντίστοιχα, ορθά έπραξε το 1994 και ο υπουργός Αναστάσιος Πεπονής στην τότε κυβέρνηση Ανδρέα Παπανδρέου. Μια εφημερίδα σε ρεπορτάζ της ανέφερε ότι γίνονταν προσλήψεις στο Δημόσιο από το «παράθυρο», δηλαδή κατά παράβαση του νόμου 2194, του «νόμου Πεπονή-ΑΣΕΠ». Μόλις η εφημερίδα βγήκε στα περίπτερα, ο, πολιτικά γενναίος και διόλου ευθυνόφοβος, Πεπονής έσπευσε να υποβάλλει την παραίτησή του προκειμένου, βασικά, να προστατεύσει την πολιτική υστεροφημία του νόμου του.

Φυσικά, μέχρι σήμερα, ο Πεπονής αποτελεί την εξαίρεση που επιβεβαιώνει τον «χρυσούν κανόνα» της εγχώριας πολιτικής σκηνής: ότι στην Ελλάδα είναι παντελώς άγνωστοι οι όροι «πολιτική ευθιξία» και «παραίτηση».

Διεθνές ρεζιλίκι

Πριν λίγο λοιπόν, ο Πρωθυπουργός, ακριβώς 48 χρόνια μετά από μια ηχηρότατη προεδρική παραίτηση για ένα σκάνδαλο παρόμοιο με το Predator, έκανε μια δήλωση, κάτι σαν διάγγελμα, προς το πιο επικοινωνιακά ανώδυνο, για το μεγαλύτερο σκάνδαλο με το οποίο έχει έρθει αντιμέτωπη η κυβέρνησή του μέχρι σήμερα.

Ένα σκάνδαλο, θυμίζουμε, που έχει εκθέσει ανεπανόρθωτα την κυβέρνησή του διεθνώς, με πολλά ξένα ΜΜΕ, όπως την γαλλική Liberation, να αναφέρονται στην υπόθεση αυτή ως «το ελληνικό Watergate». Και αξίζει να αποκαλείται με αυτό τον τρόπο, γιατί σίγουρα αποτελεί θεσμική εκτροπή η παρακολούθηση απο την ΕΥΠ ενός αρχηγού κόμματος αντιπολίτευσης αλλά και δημοσιογράφων, όπως ο Θανάσης Κουκάκης.

Ο Πρωθυπουργός, με αυτό το γνωστό διδακτικό ύφος του, έσπευσε να μας διαβεβαιώσει ρητώς και κατηγορηματικώς ότι «δεν το γνώριζα και, προφανώς, δεν θα το επέτρεπα ποτέ», αλλά για μια στιγμή: είσαι ο πολιτικός προϊστάμενος της ΕΥΠ και δεν γνωρίζεις τι ακριβώς κάνει η ΕΥΠ και ποιον παρακολουθεί; Μήπως δεν θέλεις να γνωρίζεις τι συμβαίνει, ώστε να νίπτεις μετά τας χείρας σου σε πανελλαδική μετάδοση;

Στην συνέχεια δε, ως γενναίος πολιτικός άνδρας που αποδεδειγμένα είναι, ανακοίνωσε τη σύσταση εξεταστικής επιτροπής προκειμένου να διαλευκανθεί η υπόθεση.

Και, αφού πρώτα «ξέπλυνε» με κάθε πιθανό τρόπο τις «νόμιμες επισυνδέσεις» της ΕΥΠ [ένας νεολογισμός που θα έκανε περήφανο τον Τζορτζ Όργουελ], έκανε λόγο για «σκοτεινές δυνάμεις που απειλούν την πατρίδα μας» και άρα «είναι πιο επιτακτική από ποτέ η ύπαρξη της ΕΥΠ».

Το μόνο που δεν είπε – παραλίγο να το έκανε και αυτό – είναι να μας πει σχεδόν ρεβανσιστικά «να μην μιλάγατε, να μην σας άκουγε η ΕΥΠ».

Παρεμπιπτόντως δε, ένα τεράστιο «μπράβο» στον εξαιρετικά ικανό, ως φαίνεται, λογογράφο του, ο οποίος συμπεριέλαβε ατόφια και αυτούσια την αόριστη μπουρδολογία της έκφρασης «σκοτεινές δυνάμεις» μέσα στην ομιλία του: πάνω στην ίδια, τάλε κουάλε, έκφραση στηρίχτηκε όλη η προεκλογική εκστρατεία του αμερικανού προέδρου Τζο Μπάιντεν από το 2020 μέχρι και στο μετεκλογικό σήμερα.

Εννοείται ότι ο Πρωθυπουργός δεν μας απάντησε, ως όφειλε, αναφορικά με τους κυβερνητικούς κύκλους που με προ ημερών διαρροές τους στα ΜΜΕ προωθούσαν το σενάριο ότι, δήθεν, οι παρακολουθήσεις έγιναν κατόπιν αιτήματος από τις αντίστοιχες της Ουκρανίας και της Αρμενίας – κάτι που οι ανώτατοι εκπρόσωποι αμφότερων των κρατών διέψευσαν με κάθε πιθανό τρόπο.

Ποιος λέει ψέματα λοιπόν; Η Ουκρανία και η Αρμενία; Ή η κυβέρνηση Μητσοτάκη; Αυτό δικαιούμαστε να το μάθουμε από τα πλέον επίσημα χείλη, ίσως τώρα, ίσως στο εγγύς μέλλον. Κάποτε πάντως και σχετικά συντομα.

Εντωμεταξύ η κυβέρνησή του διασύρεται διεθνώς στα ΜΜΕ, με πολλά εξ’ αυτών να χαρακτηρίζουν αρνητικά το πολιτικό κλίμα στην Ελλάδα – ειδικά δε, αν έχουν προηγηθέι, στο πολύ κοντινό παρελθόν, δυο αντίστοιχες παραιτήσεις εξίσου δεξιών πρωθυπουργών – στη Βρετανία με τον Μπόρις Τζόνσον και στην Αυστρία με τον Σεμπάστιαν Κουρτς – για λόγους και αφορμές πολύ πιο ήσσονος σημασίας σε σχέση με σκαιές και «μεγαλοαδελφίστικες» παρακολουθήσεις πολιτών.

Κάτι που, ας μην το παραβλέπουμε, είχε διαψεύσει ο υπουργός Επικρατείας Γιώργος Γεραπετρίτης στο Γαλλικό Πρακτορείο Ειδήσεων, στις 24 Νοεμβρίου του 2021, όταν ρωτήθηκε αν η ΕΥΠ παρακολουθεί τον δημοσιογράφο Σταύρο Μαλιχούδη. «Στην Ελλάδα δεν συμβαίνει καμία παρακολούθηση δημοσιογράφων. Σας διαβεβαιώνω ότι το ίδιο ισχύει και για τον κ. Μαλιχούδη», απάντησε ο υπουργός, ο οποίος προ ημερών διαψεύστηκε με την σειρά του και ο ίδιος από τον επικεφαλής της ΕΥΠ, Παναγιώτη Κοντολέοντα:

«Η ΕΥΠ παρακολουθούσε όντως τον Σταύρο Μαλιχούδη», είπε ο παραιτηθείς Κοντολέων. Μήπως τελικά παρακολουθούσε και τον δημοσιογράφο Θανάση Κουκάκη; 

Και ο Γιώργος Γεραπετρίτης που είναι; Κάνει διακοπές; Γιατί δεν έχει παραιτηθεί ακόμη; 

Και, εντέλει, στο «ελληνικό Watergate» που μας απασχολεί εδώ και μέρες, πώς ακριβώς να χαρακτηρίσουμε τους εμπλεκομένους: «άτομα περιορισμένης νοητικής ευθύνης και ανίκανα για το οτιδήποτε, είτε για ψεύτες και επικίνδυνους;». Ή μήπως, λέω εγώ, και τα τέσσερα αυτά μαζί;

Πολιτικό σεπούκου

Για το τέλος, να πούμε δυο πολύ ωραίες ιστορίες πολιτικής ευθιξίας.

Το 1987 οι ΗΠΑ συγκλονίστηκαν από την πράξη του ρεμπουπλικανού βουλευτή Robert Budd Dwyer. Ο, τότε 48χρονος, Dwyer, ομοσπονδιακός υπουργός Οικονομικών στην πολιτεία της Πενσιλβάνια, κατηγορήθηκε ότι δωροδοκήθηκε για μια σειρά υποθέσεων. Παραδέχτηκε ότι όντως είχε δωροδοκηθεί. Κάλεσε μια συνέντευξη Τύπου προκειμένου να ενημερώσει τους δημοσιογράφους για τα γεγονότα αυτά και να υποβάλλει, όπως όλοι υπέθεσαν, την παραίτησή του. Ο βουλευτής όμως δεν παραιτήθηκε: έκανε κάτι άλλο, που μάλιστα καταγράφθηκε και από τις κάμερες των ΜΜΕ και σήμερα το στιγμιότυπο υπάρχει μέχρι και στο YouΤube.

Στις 22 Ιανουαρίου του 1987, μέσα στην αίθουσα συνεδριάσεων του Pennsylvania State Capitol Building στο Χάρισμπεργκ, αφού πρώτα διάβασε μια ανακοίνωση μπροστά στους συγκεντρωμένους ρεπόρτερ, στη συνέχεια έβγαλε από το σακάκι του ένα περίστροφο Magnum .357, το έβαλε στο στόμα του και πάτησε την σκανδάλη. Το κεφάλι του τινάχθηκε ψηλά και μετά έπεσε αιμόφυρτο κάτω με το αίμα να τρέχει από το στόμα του. Οι παρευρισκόμενοι είτε πάγωσαν από τον τρόμο, είτε έφυγαν τρέχοντας από την αίθουσα. Κάποιοι έκαναν εμετό εκεί μπροστά.

Η δεύτερη ιστορία μας έρχεται από τον Μάιο του 2007. Ο υπουργός Γεωργίας της Ιαπωνίας, ο 62χρονος Toshikatsu Matsuoka, βρέθηκε κρεμασμένος στο σπίτι του, μετά από την αποκάλυψη ενός τεράστιου σκανδάλου παράνομων χρηματοδοτήσεων σε «δικούς του» ανθρώπους και επιχειρήσεις, για τις οποίες έπαιρνε τεράστια «μίζα». Ο ιατροδικαστής αποφάνθηκε ότι ο υπουργός αυτοκτόνησε.

Κανείς, ασφαλώς, δεν ζητάει από τον Κυριάκο Μητσοτάκη να αυτοκτονήσει δημοσίως.

Αυτό που ζητάει σύμπασα η κοινωνία και ο πολιτικός κόσμος είναι ένα πολιτικό χαρακίρι (ή, ακριβέστερα, σεπούκου) εκ μέρους του. Να παραδεχτεί τις ευθύνες του ως πολιτικός προϊστάμενος της ΕΥΠ και να αποχωρήσει ησύχως από την πολιτική σκηνή.

Το οποίο, ασφαλώς, και δεν έκανε, ελέω πολιτικής αλαζονείας και αδυναμίας επαφής του τόσο με το πολιτικό, όσο και με το κοινωνικό γίγνεσθαι.

Γεγονός που αποδεικνύει περίτρανα ότι, για την περίπτωση του Πρωθυπουργού, ισχύει στο ακέραιο και μέχρι τελείας, ο εκπληκτικός εκείνος στίχος του ποιητή Μανώλη Αναγνωστάκη: «Δεν έφταιγε ο ίδιος. Τόσος ήτανε».