Το Pitchfork, μια από τις πλέον γνωστές και δημοφιλείς ιστοσελίδες μουσικού περιεχομένου, θα συγχωνευτεί με το GQ, σε μια «αναδιάρθρωση», όπως ονομάστηκε, που περιλαμβάνει επίσης αρκετές απολύσεις στελεχών.

Η Άννα Γουίντουρ, διευθύντρια περιεχομένου του εκδοτικού ομίλου Condé Nast και παγκόσμια διευθύντρια σύνταξης της Vogue, μοιράστηκε την οργανωτική αλλαγή στο προσωπικό πριν από 48 ώρες, λέγοντας ότι η απόφαση ήρθε μετά από «μια προσεκτική αξιολόγηση της απόδοσης του Pitchfork».

Η Γουίντουρ ευχαρίστησε επίσης την Πούτζα Πατέλ για τα πέντε χρόνια της ως αρχισυντάκτρια του Pitchfork. 

Η Χάτι Λίντερτ, συντάκτρια του Pitchfork, είπε ότι οι αιφνιδιαστικές απολύσεις που επηρέασαν την ίδια και πολλούς από τους συναδέλφους της ήταν ένα «οδυνηρό πλήγμα και μια πραγματικά σπαρακτική απώλεια για τη μουσική δημοσιογραφία».

«Ήταν απλά το απόλυτο όνειρο για μένα, ως κάποιας που πραγματικά αγαπούσε και εκτιμούσε τη σπουδαία γραφή και ήταν φανατικός λάτρης της μουσικής και ήταν πραγματικά παθιασμένη με την επαφή με άλλους ανθρώπους και τη δημιουργία κοινοτήτων μέσω της μουσικής», ανέφερε η Λίντερτ, προσθέτοντας ότι η ποιότητα των συναδέλφων της ήταν το στοιχείο που έκανε τη δουλειά της για το Pitchfork ξεχωριστή.

Τα μέλη του προσωπικού του Pitchfork ενημερώθηκαν για την αναδιάρθρωση και τις επικείμενες απολύσεις σε συνεδρίαση την Τετάρτη το απόγευμα, είπε η Λίντερτ.

Μετά την ανακοίνωση, πολλοί ρεπόρτερ και συντάκτες του Pitchfork ανακοίνωσαν δημόσια τις απολύσεις τους και οι ιδρυτές του Μέσου εξέφρασαν τη λύπη τους στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης.

Ο Ράιαν Σράιμπερ, ιδρυτής του Pitchfork που υπηρέτησε ως αρχισυντάκτης από το 1996 έως το 2019, εξέφρασε την απογοήτευσή του στο X, πρώην Twitter.

«Εξαιρετικά λυπημένος από την είδηση ότι η Condé Nast επέλεξε να αναδιαρθρώσει την Pitchfork και να απολύσει τόσο μεγάλο μέρος του προσωπικού της, συμπεριλαμβανομένων ορισμένων που ήταν αναπόσπαστο μέρος των δραστηριοτήτων της για πολλά χρόνια/δεκαετίες», έγραψε.

Μερικοί συντάκτες αποδοκίμασαν τη συγχώνευση του Pitchfork με το ανδρικό περιοδικό, φοβούμενοι ότι η απόφαση θα υπονόμευε το είδος της δημοσιογραφίας για την οποία είναι γνωστό το ονλάιν περιοδικό.

«Είναι ΣΗΜΑΝΤΙΚΟ το γεγονός ότι τόσοι πολλοί κριτικοί που έχουν γαλουχηθεί από το Pitchfork είναι γυναίκες/LGBTQIA+/BIPOC», έγραψε η Αν Πάουερς, κριτικός μουσικής για το NPR.

Ο «θάνατος» του Pitchfork ισοδυναμεί με τον «θάνατο» της παραδοσιακής μουσικοδημοσιογραφίας

Τι σημαίνει αυτή η εξέλιξη για την παραδοσιακή μουσικοδημοσιογραφία;

Όταν είχα προσκληθεί, το καλοκαίρι που μας πέρασε, στο Athens Music Week σε ένα πάνελ με τίτλο «Μουσικοκριτικοί και μουσικοκριτική: Πόσο απαραίτητος είναι ο ρόλος τους την εποχή του streaming;», προκειμένου να μιλήσουμε για διάφορα ζητήματα μουσικοκριτικής και μουσικής δημοσιογραφίας, όπως τι διαφορά έχει ένα απλό δημοσιογραφικό μουσικό κείμενο από μια κριτική δίσκου, ποιους αφορούν οι δισκοκριτικές εν έτει 2023 και το κατά πόσο μπορεί ακόμα μια βαθμολογία να επηρεάσει μια ολόκληρη καριέρα, είχα εκφράσει δημοσίως την άποψη ότι, όπως παλιά οι δισκοκριτικοί και μουσικοκριτικοί πρότειναν πού να ξοδέψεις τα λεφτά σου, πλέον σήμερα προτείνουν πού να ξοδέψεις τον ελάχιστο πια (ελέω διάσπαση προσοχής) χρόνο σου.

Γι’ αυτό τον λόγο ήταν σημαντικές ιστοσελίδες όπως το Pitchfork –αλλά όχι ΜΟΝΟ και ΑΠΟΚΛΕΙΣΤΙΚΑ γι’ αυτό, δηλαδή το να βοηθάνε όλους εμάς τους φίλους της Μουσικής να «κόβουμε» αυτό τον τόσο απαραίτητο (λόγω έλλειψης χρόνου/διάθεσης και της προϊούσης ηλικίας και των συνεχόμενων υποχρεώσεων) δρόμο.

Υπήρχε και το λεγόμενο «Pitchfork effect», αυτό που κάποτε περιέγραψε σε ένα υπέροχο άρθρο του το περιοδικό Wired.

Γιατί μην βλέπετε το τώρα, το 2024. Το 2003-04 όμως, το Pitchfork είχε την δύναμη να μετατρέψει ένα απλό και ταπεινό indie rock σχήμα/κολεκτίβα από το Τορόντο, όπως οι Broken Social Scene, να πουλήσει περισσότερα από 300.000 αντίτυπα στη Βόρεια Αμερική, να τους επιβάλλει στο Late Show with David Letterman, μέχρι και να παίξει στο τεράστιο φεστιβάλ Lollapalooza στο Σικάγο.

«Είναι δύσκολο να εντοπίσει κανείς έναν μόνο παράγοντα που ευθύνεται για την άνοδο των Broken Social Scene. Το ταλέντο της μπάντας έχει σίγουρα βοηθήσει. Αλλά το γκρουπ οφείλει επίσης πολλά σε ένα διαδικτυακό μουσικό περιοδικό που ονομάζεται Pitchfork», έγραφε τότε το Wired.

Τι είχε συμβεί λοιπόν; Ο Ryan Schreiber, ο αρχισυντάκτης της ιστοσελίδας, έγραψε την κριτική για το ντεμπούτο άλμπουμ των Broken Social Scene, το «You Forgot It in People», το 2003. Σε αυτήν παραδέχτηκε ότι άκουγε τον δίσκο εμμονικά για μήνες -και στην συνέχεια, αφού δικαιολόγησε εκτενώς και διεξοδικά για ποιό λόγο αυνέβη αυτό, στο τέλος το βαθμολόγησε με 9,2 στα 10.

«Τότε ήταν που άρχισαν να έρχονται τα τηλεφωνήματα», θυμάται ο Kevin Drew των BSS. «Στην επόμενη περιοδεία που κάναμε, ξαφνικά βρεθήκαμε να ξεπουλάμε τα μαγαζιά. Όλοι μας πλησίαζαν και μας έλεγαν, “Μάθαμε για εσάς από το Pitchfork”. Βασικά το review αυτό μάς άνοιξε την πόρτα».

Το Pitchfork effect δεν ήταν μόνο αυτό όμως. Έκανε και ερευνητικό ρεπορτάζ, αν ήθελε και μπορούσε.

Όταν προ μηνών διέρρευσε ότι ο Win Butler, ο frontman των Arcade Fire, αντιμετωπίζει τέσσερις καταγγελίες για σεξουαλική παρενόχληση από σημαντικά νεότερους θαυμαστές του συγκροτήματος, το Pitchfork ήταν αυτό που το αποκάλυψε.

Οι κατηγορίες δημοσιεύτηκαν σε ένα δημοσίευμα-βόμβα από το Pitchfork. Τέσσερις γυναίκες, όλες με ψευδώνυμα, έδωσαν συνέντευξη για το άρθρο και όλες μεταξύ 18 και 23 ετών όταν εκείνος ήταν μεταξύ 36 και 39 ετών. Μετά από ένα από τα φερόμενα περιστατικά παραβατικής συμπεριφοράς, μία από τις γυναίκες επιχείρησε να αυτοκτονήσει με υπερβολική δόση παυσίπονων. Σύμφωνα με το Pitchfork, οι αφηγήσεις τους υποστηρίχθηκαν από συνεντεύξεις με μέλη της οικογένειας και από μια ανασκόπηση των μηνυμάτων στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης μεταξύ του Butler και των υποτιθέμενων θυμάτων.

Και όταν πάλι προ μηνών κατατέθηκε μια αγωγή εναντίον της Lizzo για σεξουαλική παρενόχληση και δημιουργία εχθρικού εργασιακού περιβάλλοντος από τρεις πρώην χορευτές της, σε αποκλειστική δήλωσή της στο Pitchfork, η Neama Rahmani, η δικηγόρος των εναγόντων, δήλωσε ότι η απάντηση της Lizzo ήταν γεμάτη με «τυποποιημένες ενστάσεις», αλλά επανέλαβε ότι οι πελάτες της επιθυμούν επίσης δίκη με ενόρκους.

Όποιος ενδιαφερόταν για το σύγχρονο indie rock, γνώριζε καλά ότι το Pitchfork ήταν η κορυφαία πηγή για την ανακάλυψη ανεξάρτητης μουσικής. Πολλοί εκεί έξω αρνούνταν πεισματικά ότι το διάβαζαν, αλλά, ας μην γελιόμαστε, όλοι το έκαναν, κρυφά ή φανερά.

Επίσης, υπήρξαν και πλείστα όσα περιστατικά στην εγχώρια μουσική δημοσιογραφία (και υποθέτω και στην ξένη) όπου φερέλπιδες και νεαροί μουσικοί συντάκτες με έλλειψη αρκετής δημιουργικής έμπνευσης (ή βαρεμάρα και διάθεση για μη-δημιουργική αλλά σίγουρα φανφαρόνικη «ξεπέτα») έπαιρναν αυτούσια τα (εξαιρετικά και ενδελεχή) αγγλικά κείμενα του Pitchfork, τα μετέφραζαν στα ελληνικά και τα παρουσίαζαν κατόπιν για δικά τους.

Κάποιοι πιάστηκαν επ’ αυτοφώρω (και αποπέμφθηκαν με συνοπτικές διαδικασίες από τα μουσικά περιοδικά και τα site όπου αρθρογραφούσαν) και κάποιοι, πιο πονηροί ή πιο προσεκτικοί έστω, συνέχιζαν να το κάνουν μέχρι πρόσφατα.

Το Pitchfork είχε εξαιρετικές μουσικές αναλύσεις, παρουσιάσεις άλμπουμ και την στήλη «Best New Music» για ό,τι νέο και φρέσκο κυκλοφορούσε εκεί έξω, από το indie rock μέχρι το ποπ και το mainstream. Οι «κεραίες» των συντακτών του ήταν πάντα ορθωμένες και σε εγρήγορση προκειμένου να συλλάβουν κάθε νέο μουσικό υπο-είδος και εξέλιξη.

Και φυσικά, δημιούργησε «σχολή» με το διάσημο σύστημα βαθμολόγησης με τα δεκαδικά του ψηφία. Με την βαθμολογία του 9,1 αντί για 9 και εκείνη του 8,8 αντί 8,7.

«Σοβαρά, πώς βγάζετε μια ακριβή, με δεκαδικό αριθμό, βαθμολογία για ένα άλμπουμ;», αναρωτιόταν ένας αναγνώστης της ιστοσελίδας. Και πώς δικαιολογούσε η ιστοσελίδα ότι «το τελευταίο άλμπουμ των M83 έλαβε 9.1, αλλά τι ακριβώς τού έδωσε αυτό το επιπλέον 0.1 στο 9;»

«Το επιπλέον 0.1 σε εκείνο το άλμπουμ των M83 ήταν για το σόλο του σαξόφωνου στο τραγούδι Midnight City του άλμπουμ των Μ83», δικαιολογούσε κατόπιν το Pitchfork.

Και, στην πλειοψηφία των περιπτώσεων, είχε απόλυτο δίκιο.