Ακόμα και αν δεν είστε λάτρης των βιντεοπαιχνιδιών, μπορεί να έχετε ακούσει για τη νέα και πολυαναμενόμενη τηλεοπτική σειρά που μόλις κυκλοφόρησε και βασίζεται στο αγαπημένο και πολυσυζητημένο βιντεοπαιχνίδι «The Last of Us».

Ωστόσο, το να πούμε ότι οι διασκευές βιντεοπαιχνιδιών είναι συχνά απαράδεκτες ίσως δεν είναι υπερβολή. Είναι ένα μακροχρόνιο ανέκδοτο το πόσο απαράδεκτες είναι συνήθως οι ταινίες και οι τηλεοπτικές σειρές που βασίζονται σε βιντεοπαιχνίδια. Και όμως, όλο και περισσότερες διασκευές βιντεοπαιχνιδιών εξακολουθούν να ξεπετάγονται διαρκώς από τα στούντιο. Από το «Super Mario Bros» του 1993, το οποίο φιγουράρει τακτικά στις λίστες με τις χειρότερες ταινίες όλων των εποχών, μέχρι τις τρεις ταινίες «Lara Croft Tomb Raider» που κυκλοφόρησαν μεταξύ 2001 και 2018 – η πρώτη από τις οποίες έλαβε τη χαμηλότερη δυνατή βαθμολογία  από τον ιστότοπο αξιολόγησης βιντεοπαιχνιδιών IGN – ο κατάλογος είναι μακρύς.

Πιο πρόσφατα, οι μεταφορές στην οθόνη των «Halo» και «Uncharted» (2022) έτυχαν ανάμεικτης υποδοχής και κριτικής για την απόκλισή τους από τις πηγές των βιντεοπαιχνιδιών τους. Παραδόξως, δεν υπάρχει εξήγηση για αυτό το τρομερό ιστορικό. Τα βιντεοπαιχνίδια μπορούν εδώ και καιρό να αφηγούνται συναρπαστικές, συναισθηματικές ιστορίες με πλούσιους κόσμους και αγαπημένους χαρακτήρες. Όλα τα συστατικά, θα έλεγε κανείς, που απαιτούνται για μια τηλεοπτική ή κινηματογραφική επιτυχία. Όμως η λιτανεία των απαράδεκτων προσαρμογών δείχνει ότι αυτά τα συστατικά δεν έχουν ποτέ χρησιμοποιηθεί σωστά.

Φαίνεται πως η νέα σειρά «The Last of Us» έχει βάλει στόχο να βάλει τέλος στο κακό ιστορικό απαράδεκτων τηλεοπτικών και κινηματογραφικών διασκευών βιντεοπαιχνιδιών. Όταν το 2020 το HBO ανακοίνωσε ότι βρίσκεται στο στάδιο σχεδιασμού μιας τηλεοπτικής σειράς βασισμένης στο δημοφιλές βιντεοπαιχνίδι, αντιμετωπίστηκε με σκεπτικισμό. Ωστόσο, το HBO έκανε πολλά πράγματα σωστά, με πρώτο και κύριο το γεγονός ότι τη μεταφορά του παιχνιδιού ανέθεσαν στο δημιουργός του παιχνιδιού, Neil Druckmann, και στον showrunner του «Chernobyl», Craig Mazin, έναν πολλά υποσχόμενο συνδυασμό που έδειχνε ότι θα μπορούσε να ξεφύγει από τον όλεθρο.

Το «The Last of Us» διαδραματίζεται σε μια μέτα-αποκαλυπτική Αμερική. Ο ανθρώπινος πολιτισμός έχει καταρρεύσει και περιορίζεται σε ζώνες καραντίνας μετά την εξάπλωση ενός παρασιτικού μύκητα που χάρη στην άνοδο της θερμοκρασίας εξελίχθηκε και άλλαξε ξενιστές, περνώντας από τα μυρμήγκια στους ανθρώπους. Είκοσι χρόνια αφότου αυτός ο παρασιτικός μύκητας, που ονομάζεται Cordyceps, έχει μετατρέψει το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού σε άβουλα τέρατα, η σειρά ακολουθεί έναν σκληροτράχηλο λαθρέμπορο ονόματι Joel, τον οποίο υποδύεται ο Pedro Pascal και ο οποίος έχει αναλάβει να συνοδεύσει σε όλη τη χώρα την Ellie, που την υποδύεται η Bella Ramsey, μια έφηβη κοπέλα με προφανή σπάνια ανοσία στη μόλυνση.

 

View this post on Instagram

 

A post shared by The Last of Us (@thelastofus)

Πρόκειται για μια πιστή προσαρμογή σε όλα, από την εμφάνιση μέχρι τη μουσική και την αίσθηση, με τα πρώτα επεισόδια ειδικότερα να ακολουθούν το παιχνίδι σχεδόν κατά γράμμα. Κατά το πρώτο μισάωρο περίπου, μοιάζει σαν να παρακολουθείς μια αυτοτελής ταινία καταστροφής που θυμίζει εκείνα τα blockbusters του τέλους της δεκαετίας του ’90, όπως το «Deep Impact», το «Armageddon» και το «12 Monkeys».

Το «The Last of Us» είναι βίαιο και μελαγχολικό. Απεικονίζει έναν κόσμο στον οποίο οι άνθρωποι κάνουν ό,τι μπορούν για να επιβιώσουν, με διάφορους φρικτούς τρόπους μερικές φορές. Έτσι, η συνάντηση με τους ταχύτατα κινούμενους, μολυσμένους από τον μύκητα, δεν μοιάζει καν με το χειρότερο πράγμα που θα μπορούσε να συμβεί. Τελικά, οι άνθρωποι και όχι τα τέρατα είναι εκείνοι που αποδεικνύονται ικανοί για κάθε είδους βαρβαρότητα που ξεπερνά κατά πολύ την οδυνηρή επίθεση των «ζόμπι».

 

View this post on Instagram

 

A post shared by The Last of Us (@thelastofus)

Ωστόσο, καταφέρνει να βρει την ανθρωπιά μέσα στα συντρίμμια – και αυτό το κάνει να αξίζει. Ο Pascal δίνει μια σπουδαία ερμηνεία, αλλά η Ramsey είναι ακόμα πιο εκπληκτική. Έχει χιούμορ, είναι μελαγχολική και οξυδερκής, διατηρώντας μια ελαφρώς αμήχανη εφηβική σωματικότητα. Η ερμηνεία της είναι αναζωογονητικά αυθεντική. Καθώς η σχέση των δύο πρωταγωνιστών αναπτύσσεται και βαθαίνει, είναι αξιοθαύμαστο το πώς η σειρά αποφεύγει τις συχνές τηλεοπτικές συναισθηματικές τρικλοποδιές και, παρόλα αυτά, διατηρεί τεράστια ψυχή. Είναι ένα πραγματικό επίτευγμα.