Με κορυφαίες στιγμές στην καριέρα του το Sherlock και το Doctor Who, ο Steven Moffat έχει πλάσει μερικές καταπληκτικές ιστορίες στο παρελθόν. Έτσι, όταν Σάββατο μεσημέρι με hangover βλέπεις την υπογραφή του σε μια σειρά, είναι πολύ πιθανό να πατήσεις το play χωρίς πολλή σκέψη.

Το Inside Man είναι μια εντελώς πρωτότυπη δημιουργία. Σε τέσσερα ωριαία επεισόδια, ο Moffat αφηγείται τη διεστραμμένη πορεία ενός αλλόκοτου νέου αντιήρωα, του Jefferson Grieff, τον οποίο υποδύεται εξαιρετικά ο Stanley Tucci. Ο Grieff, προτού καταδικαστεί για τη δολοφονία της γυναίκας του, την οποία παραδέχεται με ευκολία, ήταν καθηγητής εγκληματολογίας. Ενώ περιμένει την εκτέλεσή του, ο γνωστός ως «θανατοποινίτης ντετέκτιβ» διευθύνει ένα υποτυπώδες γραφείο ερευνών με τη βοήθεια του συγκρατούμενού του, Dillon Kempton, ενός κατά συρροή δολοφόνου με φωτογραφική μνήμη.

Ο Tucci υποδύεται μια κυνική ιδιοφυΐα. Η προηγούμενη ιδιότητά του ως καθηγητή εγκληματολογίας και η παρούσα ως καταδικασμένου δολοφόνου τον καθιστούν έναν κατεξοχήν ειδικό στην κατανόηση της σκοτεινής πλευράς της ανθρώπινης φύσης. Ο Grieff υποδέχεται έναν ταραγμένο γερουσιαστή, μια πενθούσα οικογένεια και μια επιφυλακτική δημοσιογράφο (Lydia West) σε μια αίθουσα συσκέψεων μιας φυλακής υψίστης ασφαλείας στο Τέξας και παρακολουθεί ήρεμα, καθώς του εκθέτουν τα γεγονότα μπερδεμένων υποθέσεων και ζητούν τη βοήθειά του για την επίλησή τους. Μερικές φορές τους βοηθά, ψύχραιμα, απολαμβάνοντας τη δύναμη που είναι σε θέση να ασκεί ακόμη και αλυσοδεμένος σε ένα γραφείο, περιμένοντας τα νέα για την ημερομηνία της εκτέλεσής του.

Εν τω μεταξύ, το Inside Man περνάει συνέχεια από τον Grieff και το βοηθό και συγκρατούμενό του, Dillon (Atkins Estimond), στον Harry Watling (David Tennant), έναν εφημέριο που ζει μια ήσυχη ζωή στην άλλη άκρη του Ατλαντικού, στην Αγγλία. Ενώ ο Grieff ανακρίνει έναν υποψήφιο πελάτη, ο Harry περνάει μια συνηθισμένη μέρα, βοηθώντας ένα προβληματικό μέλος του εκκλησιάσματός του, κουβεντιάζοντας με τη σύζυγό του (Lyndsey Marshal) και αστειευόμενος με την καθηγήτρια μαθηματικών (Dolly Wells) του έφηβου γιου του (Louis Oliver).

Μακριά από την επαναλαμβανόμενη συνταγή των απανταχού παρόντων true crime ντοκιμαντέρ που παρουσιάζουν κάθε νοικοκυριό ως ένα ειδυλλιακό μέρος μέχρι να χτυπήσει η βία, ο Moffat δίνει άλλη υφή στη ζωή των Watling με ιδιόρρυθμες ατάκες εδώ κι εκεί. Για παράδειγμα, όταν κάποιος τιμωρεί με θράσος τον Harry για ένα ακραίο αστείο, αποκαλώντας τον «σκοτεινό εφημέριο», εκείνος μοιάζει σχεδόν να χαίρεται με αυτόν τον χαρακτηρισμό.

Η διασκεδαστική ασέβεια αυτού του σκηνικού και αυτών των ανθρώπων κάνει το Inside Man εξαιρετικά άβολο. Ο Moffat δημιουργεί χαρακτήρες που φαινομενικά δεν θυμίζουν τα αρχέτυπα του ιερέα, του δασκάλου ή της μητέρας, αλλά όσο εξελίσσεται η πλοκή δυστυχώς καταλήγουν τόσο  ελαττωματικοί που η ιστορία κατρακυλά, ξεφεύγει από τα χέρια του δημιουργού και καταλήγει να χάσει κάθε στοιχείο που θα μπορούσε να πείσει το κοινό.

Αρχικά, ως θεατής αναρωτιέσαι πώς η ιστορία αυτής της αγγλικής οικογένειας μπορεί να διασταυρωθεί με την ιστορία του θανατοποινίτη ντετέκτιβ. Αλλά ο Moffat δεν αφήνει τους θεατές να περιμένουν πολύ. Η ιστορία εξελίσσεται πολύ γρήγορα και ξαφνικά ο θεατής διακρίνει τον ολισθηρό δρόμο για τον οποίο ο Grieff προειδοποιεί ήδη από την αρχή με τη φράση «Όλοι είναι δολοφόνοι… Το μόνο που χρειάζεται είναι ένας καλός λόγος και μια κακή μέρα». Η φράση γίνεται το μάντρα του ίδιου του Moffat, που μοιάζει να έχει πέσει θύμα της γοητείας του πρωταγωνιστή του.

Υπάρχει μια δολιότητα στην επιλογή του Stanley Tucci ως ανελέητου δολοφόνου. Παρά τη στολή της φυλακής και το μακάβριο περιεχόμενο του Inside Man, ο Grieff είναι άκρως γοητευτικός. Αλλά κάθε φορά που παρασύρεσαι από αυτή την γοητεία, αποκαλύπτεται άλλη μια σκληρή λεπτομέρεια για την γυναικοκτονία του Grieff, η κάθε μια πιο φρικιαστική από την προηγούμενη.

Με το Inside Man, η γραφή του Moffat παίζει με τις προσδοκίες μας, καθώς δεν αφήνει ποτέ τον Grieff να ζητήσει συμπάθεια ή ενσυναίσθηση – στην πραγματικότητα, ο θανατοποινίτης φαίνεται να εγκρίνει τους ανθρώπους που είναι εχθρικοί απέναντί του. Αλλά παρ’ όλα αυτά, η γοητεία βρίσκεται εκεί, καθώς ο Tucci υποδύεται τον παντογνώστη, χαμογελαστό θανατοποινίτη που αφηγείται το πώς ένας μέσος άνθρωπος μπορεί να γίνει ένας διαβόητος δολοφόνος.

Όσο για τον Άγγλο εφημέριο στην άλλη άκρη του Ατλαντικού, η ταύτισή του με την επαγγελματική του ιδιότητα – σε συνδυασμό με τον εξωφρενικό τεχνολογικό του αναλφαβητισμό – τον καθιστά έναν από τους πιο εκνευριστικούς χαρακτήρες στην ιστορία της τηλεοπτικής μυθοπλασίας. Κυριολεκτικά, η ανάγκη του να σηκώσει τον σταυρό του βαθιά προβληματικού μέλους του εκκλησιάσματός του και να αυτοανακυρηχθεί μάρτυρας είναι μια ασυγχώρητα εγκληματική πράξη συγκάληψης και σηματοδοτεί την αρχή του κακού. Από εκεί και πέρα όλα – μα όλα όμως – πάνε στραβά. Μια σειρά από εξωφρενικά κακές αποφάσεις οδηγούν ολόκληρη την οικογένειά του στην καταστροφή.

Το Inside Man δυστυχώς χαρακτηρίζεται από άφθονη σπατάλη εξαιρετικών ερμηνειών σε ένα σενάριο που υστερεί κατά πολύ. Παρόλα αυτά, βλέπεται εύκολα, μιας και είναι γρήγορο, γεμάτο εξαιρετικές στιγμές από τους Tucci, Tennant, Marshal και την νεαρή West, και προσεγμένες δόσεις μαύρου – κατάμαυρου – χιούμορ.