«Ο πόνος που νιώθω από την διάλυση των Slits είναι χειρότερος από ένα χωρισμό ή ένα διαζύγιο. Αισθάνομαι σαν να πέθανε ένα τεράστιο κομμάτι του εαυτού μου, τα δύο τρίτα του έχουν χαθεί εντελώς. Δεν έχω πού να πάω, δεν έχω τίποτα να κάνω. Πετάχτηκα ξανά πίσω στη γη σαν ένας σπόρος που περιστρεφόταν στον άνεμο».

Με αυτά τα λόγια περιέγραφε στην εξαιρετική αυτοβιογραφία της με τίτλο «Clothes, Clothes, Clothes. Music, Music, Music. Boys, Boys, Boys» η Viv Albertine την διάλυση και αποχώρησή της την δεκαετία του ’80 από το γυναικείο πανκ συγκρότημα των Slits. Η ζωή μετά τις Slits δεν ήταν εύκολη για την ίδια -βασικά, η ζωή μετά το πανκ ήταν περίπλοκη, όπως συνηθίζει να είναι και η ίδια η ζωή. Η Viv επέστρεψε στον ακαδημαϊκό χώρο, σπουδάζοντας κινηματογράφο. Μετά υποβλήθηκε σε εξωσωματική γονιμοποίηση. Υπέμεινε στωικά μια σοβαρή αρρώστια και ένα επώδυνο διαζύγιο. Αλλά ποτέ δεν άφησε τη μουσική να φύγει από μέσα της, γιατί οι μουσικοί ως επί το πλείστον δεν το κάνουν. Δεν μπορούν. Η Viv Albertine ήταν, ταυτόχρονα, μια ηρωίδα της ζωής και μια survivor της μουσικής.

Πρέπει να καταλάβουμε κάτι, ως προς το «επάγγελμα» του μουσικού που ζει και βιοπορίζεται από την μουσική: τα δημιουργικά χρόνια ενός καλλιτέχνη είναι πάντα περιορισμένα. Κάποιοι πιστεύουν ότι ένας μουσικός φτάνει στο peak της καριέρας του λίγο πριν τα 30 του χρόνια και ότι τα… μουσικά ψωμιά του είναι λίγα μετά τα 35-40. Παραδείγματα ως προς αυτον τον ισχυρισμό υπάρχουν και δεν χρειάζεται να τα αναφέρουμε -όπως αντίστοιχα υπάρχουν και οι εξαιρέσεις που απλώς επιβεβαιώνουν τον ανωτέρω κανόνα.

Ο Kevin Rowland βρέθηκε σε μια παρόμοια θέση, σαν την Albertine. «Ήμουν πολύ σίγουρος για τον εαυτό μου, πολύ αλαζόνας», λέει ο τραγουδιστής των Dexy’s Midnight Runners. «Νόμιζα ότι όλοι θα άκουγαν τη νέα μας μουσική και θα έλεγαν: «Ουάου, μπράβο σας». Το γεγονός ότι δεν τα κατάφεραν, τον ξένισε. Και προς το τέλος της δεκαετίας του ’80, ο Ρόουλαντ έκοψε τον ομφάλιο λώρο με την μπάντα του. Ήθελε να αναπτύξει ακόμη περισσότερο και πιο βαθιά την τέχνη του και να αφήσει πίσω του τα «χιτάκια» όπως το «Come On Eileen». Η δισκογραφική του εταιρεία, και πιθανότατα κάποια μέλη της μπάντας του, ήθελαν να συνεχίσουν να κάνουν τα ίδια. Ο ίδιος βαριόταν και τα παράτησε.

«Απλώς ήξερα μέσα μου ότι δεν θα μπορούσα να ξαναγράψω τα ίδια τραγούδια και έτσι δεν προσπάθησα ποτέ», λέει ο ίδιος. Το συγκρότημα διαλύθηκε και ο τραγουδιστής βρήκε παρηγοριά στα ναρκωτικά. Όσα χρήματα είχε βγάλει, σύντομα χάθηκαν και αφού έβγαλε ένα σόλο άλμπουμ που «πάτωσε», ονόματι «The Wanderer», αναγκάστηκε να καταφύγει στην λύση της αποτοξίνωσης από τα ναρκωτικά. Το άλμπουμ «My Beauty» του 1999 έκανε πάταγο, αλλά για όλους τους λάθος λόγους: λόγω του εξωφύλλου του. Ο Rowland έπεσε ξανά στην λούμπα της αυτολύπησης, από την οποία βγήκε μόλις πρόσφατα.

 

Προς τιμήν της, η Suzanne Vega προσπάθησε να προχωρήσει την ζωή της, με όποιον τρόπο μπορούσε. Ήταν το 1990, και σε αυτό το στάδιο της καριέρας της είχε ήδη γνωρίσει τεράστια επιτυχία για τα τελευταία τρία χρόνια, από το 1988 και έπειτα. «Μέχρι το 1987», θυμάται η Vega, «κάθε πόρτα ήταν ανοιχτή για μένα, κάθε συναυλία που έκανα ήταν sold out».

Και έτσι, το 1990, ανακοίνωσε την πιο φιλόδοξη περιοδεία της. Αντί για τις συνήθεις απαιτήσεις της για μια απλή ακουστική κιθάρα και έναν μόνο προβολέα, είχε τώρα, όπως θυμάται, «έναν σκηνογράφο, φορτηγά και λεωφορεία, μια πλήρη backing μπάντα, catering, μια εφεδρική τραγουδίστρια, μια γυναίκα να μου κάνει τα ρούχα. Αυτό ήταν μεγάλη υπόθεση για μένα».

Όμως συνέβη το εξής παράξενο: τη βραδιά της επίσημης έναρξης της περιοδείας της στη Νέα Υόρκη, ο συναυλιακός χώρος ήταν σχεδόν άδειος. «Σκέφτηκα: «Πού είναι το υπόλοιπο κοινό; Ίσως είναι ακόμα έξω στο λόμπι;», επισημαίνει η ίδια.

Όμως δεν υπήρχε υπόλοιπο κοινό. Η ίδια η Vega δεν είχε κάνει τίποτα λάθος, αλλά μάλλον έκανε τα πράγματα λίγο περισσότερο… σωστά απ’ ότι έπρεπε. Η μουσική βιομηχανία είδε την ίδια στιγμή την εμφάνιση παρόμοιων γυναικών-τραγουδοποιών όπως η Sinéad O’Connor, η Tanita Tikaram και η Tracy Chapman. Και ξαφνικά, η Vega ένιωσε (και ίσως και να ήταν) ελαφρώς περιττή. Άχρηστη, σε μουσικό επίπεδο.

Η περιοδεία της κόπηκε σύντομα. Όταν επέστρεψε στο αεροδρόμιο JFK, έψαξε για την λιμουζίνα που της είχε υποσχεθεί ότι θα έστελνε η δισκογραφική της εταιρεία για να την παραλάβει. Αλλά δεν υπήρχε λιμουζίνα. «Πήρα ένα ταξί», λέει η ίδια και συνέχισε να γράφει την ιδιοσυγκρασιακή της μουσική, αγνοώντας τα κελεύσματα και τις μόδες των καιρών.

Η μουσικός δεν πέταξε «λευκή πετσέτα» όπως ο Ρόουλαντ: στράφηκε με σεβασμό απέναντι στους οπαδούς της, το πιστό της κοινό και συνέχισε να κυκλοφορεί την μουσική που η ίδια ήθελε, χωρίς να την νοιάζουν οι πωλήσεις. Ή οι μεγάλες δισκογραφικές εταιρείες, οι λιμουζίνες και οι τεράστιες περιοδείες. «Θα ήθελα να έκανα άλλη μια επιτυχία όπως το «Luka»;» αναρωτιέται σήμερα η Βέγκα. «Δεν θα έλεγα όχι, αλλά δεν πρόκειται να την κυνηγήσω».

Όταν οι James διαλύθηκαν το 2001, ο frontman Tim Booth μετακόμισε στη βόρεια Καλιφόρνια, όπου έγινε σαμάνος και μελέτησε την πρακτική της «επέκτασης της συνείδησης». Επανήλθε στο συγκρότημα μετά από χρόνια και μόνο με την προϋπόθεση ότι δεν θα καταντούσαν σαν κάτι γέρους ροκ σταρ που περιφέρουν το θλιβερό μουσικό τους σαρκίο από εδώ και από εκεί. «Αν παίζαμε μόνο τα παλιά μας τραγούδια και δεν κυκλοφορούσαμε νέο υλικό, αυτό για μένα θα ήταν το φιλί του θανάτου».

Και όταν η τραγουδίστρια Róisín Murphy διέλυσε το ποπ ντουέτο της, τους Moloko, στη συνέχεια προσπάθησε να ξεκινήσει μια σόλο καριέρα, ταυτόχρονα με άλλα πράγματα: μετακόμισε μόνιμα στην Ιμπίθα για να επικεντρωθεί σε δύο πράγματα, τη μητρότητα και τη Μεσόγειο. «Μερικές φορές είναι ωραίο να χαλαρώνεις, ξέρεις», λέει η ίδια, που μέχρι σήμερα συνδυάζει άψογα όλα όσα ήθελε να κάνει στη ζωή της.

Από την πλευρά του, ο Billy Bragg συνειδητοποίησε ότι έπρεπε να κάνει μια παύση στην καριέρα του το 1990, όταν «έπεσε» η Μάργκαρετ Θάτσερ από την πρωθυπουργία της χώρας. Βλέπετε, το μένος και ο θυμός του Μπραγκ απέναντι στην Θάτσερ, αποτελούσε το μουσικό raison d’être του: χωρίς Θάτσερ, το μόνο που του έμενε να κάνει είναι ένα βήμα πίσω. «Ήταν καιρός για μια ολική επανεξέταση», λέει. Παντρεύτηκε και απέκτησε ένα παιδί, και αργότερα άρχισε να ασχολείται ξανά με τη μουσική, παίζοντας πλέον μια ξεκάθαρα αριστερή alt-folk που μέχρι σήμερα του επιτρέπει να έχει γεράσει με χάρη και να έχει μαζί του και το σταθερό fan base των αριστερών οπαδών του. Περιστασιακά, γράφει για τον Guardian και, όποτε το απαιτεί η περίσταση, κατεβαίνει και σε πορείες.

Όταν οι Boomtown Rats έφτασαν το 1985 απότομα σε ένα μουσικό αδιέξοδο και διαλύθηκαν, ο τραγουδιστής Bob Geldof δεν ήταν ευχαριστημένος από την εξέλιξη αυτή. Ένιωθε ότι είχαν ακόμα πολλά να προσφέρουν, αλλά τώρα ήταν η σειρά συγκροτημάτων όπως οι Duran Duran. Ο Γκέλντοφ γύρισε στο σπίτι του και σκέφτηκε «Αυτό είναι; Τελείωσαν όλα; Πέρασαν κιόλας τα καλύτερα χρόνια της ζωής μου; Είμαι μόλις 30. Τι βίαιο επάγγελμα που είναι τελικά η ποπ μουσική».

Οπότε ξεκίνησε να κάνει αυτό που τον έκανε ευρύτερα γνωστό: να είναι διοργανωτής φιλανθρωπικών συναυλιών με στόχο την ανακούφιση των κατά τόπους πληγέντων. Το έκανε μια φορά με το Live Aid το 1985, το έκανε και μια δεύτερη με το Live 8 το 2005. Κατόπιν, ξεκίνησε μια εξαιρετικά επιτυχημένη καριέρα ως επιχειρηματίας – προέβη στην ίδρυση της εταιρείας τηλεοπτικής παραγωγής Planet 24 και κατόπιν επένδυσε σε εταιρείες start-ups – αλλά μετά κατάλαβε ότι το μόνο που ήθελε να κάνει ήταν να επιστρέψει σε αυτό που γούσταρε πραγματικά: τη μουσική. Και, κάπως έτσι, το 2020, οι Boomtown Rats, με μουσικούς που βρίσκονταν πάνω-κάτω στα 65 τους χρόνια, κυκλοφόρησαν ένα νέο άλμπουμ. «Γιατί στο διαβατήριό μου, το επάγγελμά μου αναγράφει “μουσικός”», λέει ο ίδιος Geldof, «όχι “άγιος”».

Όταν η Natalie Merchant των «10.000 Maniacs» βαρέθηκε να είναι απλά ένα εμπορεύσιμο προϊόν, τα παράτησε όλα για την πιο ήσυχη και ήρεμη ζωή ενός σόλο καλλιτέχνη. Αλλά στη συνέχεια, όπως λέει, σχεδόν… τρομοκρατήθηκε όταν το ντεμπούτο άλμπουμ της, το «Tigerlily» του 1995 πούλησε πάνω από πέντε εκατομμύρια αντίτυπα, γιατί «έπρεπε να μπω ξανά σε μια διαδικασία που δεν ήθελα». Πλέον, διδάσκει τέχνη και χειροτεχνίες σε μη-προνομιούχα παιδιά στην πολιτεία της Νέας Υόρκης.

«Κοιτάζω και παρακολουθώ ανθρώπους όπως ο Bob Dylan και ο Paul McCartney», λέει, αναφερόμενη στον τρόπο με τον οποίο και οι δύο αυτοί μουσικοί θρύλοι συνεχίζουν να γράφουν μουσική και να περιοδεύουν, «και σκέφτομαι από μέσα μου: “Αν ήμουν στη θέση τους, θα πήγαινα στο σπίτι μου και απλώς θα καθόμουν στην βεράντα και θα απολάμβανα την θέα στον κήπο μου”. Είναι θέμα ιδιοσυγκρασίας του καθενός από εμάς, ξεκάθαρα».

Εντέλει, ο (σχεδόν 50άρης πια) Robbie Williams συνοψίζει όλο αυτό το συναίσθημα πολύ καλά. «Όταν ξεκινούσα την καριέρα μου, πριν 30 χρόνια, είχα ένα τεράστιο κίνητρο. Ήμουν διαρκώς σε ανταγωνισμό με τον υπόλοιπο κόσμο αλλά και με τον ίδιο μου τον εαυτό». Και αυτή η αίσθηση της μουσικής ανταγωνιστικότητας δεν υποχωρεί ποτέ πλήρως, όπως ευθαρσώς παραδέχεται. Λέει ότι τα νέα τραγούδια που γράφει μοιάζουν με τα παλιά, τα πρώτα τραγούδια του David Bowie και του Lou Reed, είναι πολύ πειραματικά και ακόμη περισσότερο avant garde. «Αλλά αν κάποιος με ρωτήσει και σήμερα αν θέλω να είμαι ακόμα ένας από τους μεγαλύτερους και πιο δημοφιλείς καλλιτέχνες στον κόσμο; Προφανώς και θα απαντούσα καταφατικά!»