Μπορεί η περιοδεία για την επανένωση των Bauhaus το 2022 να διακόπηκε πρόωρα, μετά από μόλις 13 συναυλίες, αλλά ο τραγουδιστής του συγκροτήματος, Πίτερ Μέρφι, γνωστός για την λατρεία του στον Ντέιβιντ Μπάουι, θα επιστρέψει στη σκηνή τον Απρίλιο για να τιμήσει ένα από τα μουσικά του ινδάλματα.

Ο Μέρφι θα συμμετάσχει στην περιοδεία «Celebrating David Bowie» στις ΗΠΑ σε ένα super-group που θα περιλαμβάνει τον παλιό κιθαρίστα του Μπάουι και των King Crimson, τον Adrian Belew, τον Royston Langdon των Spacehog, τον μπασίστα Matt McJunkins των Α Perfect Circle, τον κιθαρίστα Scrote, τον ντράμερ Jeff Friedl των Devo και των A Perfect Circle, τον σαξοφωνίστα Ron Dziubla και τον κιθαρίστα Eric Schermerhorn, σε μια περιοδεία που θα ξεκινήσει στις 4 Απριλίου από το Χιούστον του Τέξας και θα ολοκληρωθεί στις 8 Μαΐου στην Ουάσινγκτον.

«Είναι μεγάλη έκπληξη που με κάλεσαν να τιμήσουμε τον Bowie σε αυτή την εξόρμηση, και μάλιστα μαζί με ένα σπουδαίο lineup. Είναι πολύ γοητευτικό το γεγονός ότι συμμετέχω σε αυτόν τον ρόλο», ανέφερε ο Μέρφι σε δήλωσή του, ενώ σύμφωνα με το σχετικό δελτίο τύπου, η φετινή περιοδεία θα παρουσιάσει τις μεγαλύτερες επιτυχίες του Μπάουι με ιδιαίτερη έμφαση στην proto punk εποχή του με το «Ziggy Stardust», τους δίσκους της τριλογίας του Βερολίνου («Low», «Heroes» και «Lodger») και τα μεταγενέστερα χρόνια του, που είχαν έμπνευση από τον Trent Reznor.

«Αυτή η νέα παράσταση αντιπροσωπεύει δύο πλευρές του Bowie. Με τον Peter Murphy, έχουμε τον σκοτεινό βαρύτονο που περιβάλλεται από μυστήριο και θαυμασμό. Με τον Adrian Belew, τον μελωδικό τενόρο που τραγουδάει χαρούμενα αγαπημένα τραγούδια του Bowie, ενώ παράλληλα προσφέρει το απόκοσμο παίξιμο κιθάρας για το οποίο τον σέβονται», εξήγησε ο Scrote.

Ο Belew, με την σειρά του, ήταν για χρόνια συνεργάτης του βρετανού μουσικού, καθώς έπαιξε κιθάρα στον δίσκο «Lodger» του 1979 και συμμετείχε επίσης στον ίδιο ρόλο στις περιοδείες του «Isolar II Tour» το 1978 και «Sound + Vision» το 1990.

Οι ίδιοι οι Bauhaus διασκεύασαν το «Ziggy Stardust» σε ένα single του 1982 και σύστησαν το τραγούδι σε μια άλλη γενιά, ειδικά αυτή των τότε νεαρών «γκοθάδων».