Τι σημαίνει «υπερεκτιμημένος/η»;
Πρέπει για αρχή να δώσουμε έναν ορισμό του όρου, προκειμένου να μιλήσουμε για συγκροτήματα και μουσικούς.
(Αφού πρώτα ξεπεράσουμε τον γλωσσικό σκόπελο του ότι «υπερεκτιμημένος» δεν είναι συνώνυμο του «υπερτιμημένος», το οποίο αναφέρεται αποκλειστικά στην τιμή ενός προϊόντος).
Υπερεκτιμημένος σημαίνει το εξής: ότι κάποιος ή κάποια θεωρείται, από πολύ κόσμο ή από την πλειοψηφία των ακροατών/θεατών, ως κάτι πολύ καλύτερο ή αξιολογότερο ή σπουδαιότερο σε σχέση με την πραγματική, την αληθινή του συνεισφορά και παρακαταθήκη.
Για να εξηγούμαστε για να μην παρεξηγούμαστε: αυτό δεν σημαίνει επ’ ουδενί ότι το τάδε συγκρότημα ή ο δείνα καλλιτέχνης δεν είναι καλός. Ασφαλώς και είναι.
Ότι δεν είναι σημαντικός. Ασφαλώς και είναι.
Ότι δεν έχει μια αξιόλογη καλλιτεχνική πορεία. Ασφαλώς και έχει.
Ότι η μουσική του καριέρα είναι ανάξια λόγου. Ασφαλώς και δεν είναι.
Μέχρις ενός σημείου όμως, δίχως υπερβολές και περιττούς ή παράλογους τεμενάδες ή φανατικές «κορώνες».
Τίποτα από αυτά δεν ισχύει ως προς την βαθιά έννοια του «υπερεκτιμημένος».
Σημαίνει απλά το ότι η πραγματική, η αληθινή του συνεισφορά και παρακαταθήκη θεωρείται, από το ευρύ κοινό, ως πολύ πιο «φουσκωμένη» και διογκωμένη σε σχέση με το πραγματικό, το γνήσιό της μέγεθος.
Ότι ο τάδε συγκρότημα ή ο δείνα καλλιτέχνης καθαγιάζεται και ευλογείται καλλιτεχνικά χωρίς ουσιαστικά να (του) αξίζει όλου αυτού του μεγέθους την ειδική μνεία.
Και, τέλος, προσοχή: οι μουσικοί και οι μπάντες που θα μας απασχολήσουν ως προς το υπερεκτιμημένο της μουσικής τους φύσης πρέπει ΑΠΑΡΑΙΤΗΤΑ να είναι εμπορικά, σπουδαία και μεγάλα ονόματα.
Μεγάλες μπάντες (εμπορικά και καλλιτεχνικά) με «προστιθέμενη» και αντιστρόφως ανάλογη μουσική αξία.
Όπως αντίστοιχα, όταν εξετάζουμε το «υποτιμημένο» μιας μπάντας δεν πρέπει να είναι… οι Coldplay, που ούτως ή άλλως είναι τεράστιοι.
Πρέπει να είναι μεσαίες ή μικρές και σχεδόν άγνωστες μπάντες που σπανίως μνημονεύονται, ενώ από πίσω τους έχουν ένα σώμα δουλειάς εξαιρετικά αξιόλογο.
Οι τρεις κατηγορίες
Αυτό σημαίνει, αυτομάτως, το ότι όλων των ειδών οι καλλιτέχνες και οι μουσικοί μπορούν να ενταχθούν σε τρεις κατηγορίες: τους υπερεκτιμημένους, τους υποτιμημένους και αυτούς που χαίρουν της σωστής και ορθολογικής αξιολόγησης.
Αυτούς που «μετρήθηκαν» σωστά και σήμερα χαίρουν της σωστής και ισοβαρούς εκτίμησης: ούτε υπερεκτιμημένοι, ούτε υποτιμημένοι.
Ας δούμε ένα παράδειγμα της τελευταίας κατηγορίας: οι Joy Division, ας πούμε, δεν είναι ούτε υπερεκτιμημένοι, ούτε υποτιμημένοι.
Είναι στο σημείο της συλλογικής εκτίμησης που πρέπει όντως να είναι: άκρως επιδραστικοί για 50-100 συγκροτήματα τα οποία «πάτησαν» πάνω στον ήχο τους, την αισθητική τους και την σκοτείνια των στίχων τους.
Ούτε ένα δράμι υποτιμημένοι, με την έννοια ότι κανείς δεν μιλάει άσχημα γι’ αυτούς. Αντιθέτως, όλοι αναγνωρίζουν την προσφορά τους.
Αλλά ούτε και υπερεκτιμημένοι. Είναι στο σημείο που πρέπει να είναι: ένα από τα 15-20 πιο σημαντικά συγκροτήματα του 20ου αιώνα.
Η απόλυτη ισορροπία.
To ίδιο ισχύει, π.χ. για τους Kraftwerk. Δεν είναι ούτε υπερεκτιμημένοι, ούτε υποτιμημένοι. Κανείς δεν μπορεί να κάνει κουβέντα περί του πόσο επιδραστικοί όντως ήταν και κανείς δεν μπορεί κάτι κακό γι’ αυτούς.
Το ίδιο ισχύει και για τους Black Sabbath. Δεν απολαμβάνουν μικρότερης εκτίμησης όσον αφορά στην μουσική τους συνεισφόρα – όπως αντίστοιχα, και δεν απολαμβάνουν μεγαλύτερης εκτίμησης. Κανείς, π.χ. δεν λέει ότι οι Sabbath είναι σημαντικότεροι από τους Beatles – αν και, εδώ που τα λέμε, θα είχε αρκετούς καλούς λόγους προκειμένου να υποστηρίξει κάτι τέτοιο.
(Οι ίδιοι οι Sabbath, όπως βλέπετε και από την παρακάτω φωτογραφία με τον Ozzy Osbourne να καταθέτει λουλούδια στο μνημείο του Τζον Λένον στο Σέντραλ Παρκ της Νέας Υόρκης, ήταν φανατικοί των Beatles και ξεσήκωναν ό,τι μουσικές μπορούσαν από αυτούς).
Αν με ρωτήσετε σε τι κατηγορία ανήκουν οι Smiths, θα σας έλεγα ότι είναι κάπου στη μέση και αυτοί, αν και κλίνουν ελαφρώς προς το υποτιμημένοι (εμπορικά αν το δεις, οι Smiths δεν πουλούσαν… καραβιές με cd και βινύλια).
Αν με ρωτήσετε σε τι κατηγορία ανήκουν οι Pet Shop Boys, θα σας έλεγα ότι είναι κάπου στη μέση και αυτοί. Χαίρουν της φυσιολογικής εκτίμησης από το κοινό. Κανείς δεν πιστεύει ότι δεν έχουν γράψει τραγουδάρες, όπως αντίστοιχα και κανείς δεν θεωρεί ότι είναι «υποτιμημένοι».
Ας δούμε επίσης και ένα παράδειγμα υποτιμημένης μπάντας ή καλλιτέχνη:
Τα πρώτα ονόματα υποτιμημένων συγκροτημάτων που μου ήρθαν αυτόματα στο νου (όπου υποτιμημένος είναι κάποιος που δεν έχει λάβει της καλλιτεχνικής αναγνώρισης και της επιτυχίας που τού αξίζει και παραμένει μέχρι σήμερα σχετικά στην αφάνεια) είναι:
Wipers, Husker Du (και όλη η σόλο καριέρα του Bob Mould), φυσικά Pixies, Kinks, Felt και Talk Talk, Harmonia, Cluster, Neu!, Tangerine Dream και φυσικά Big Star αλλά και Nico ή Throbbing Gristle και οι Residents και οι Sparks, οι Van Der Graaf Generator, οι Wire, οι Gang Of Four και οι Chameleons.
Ολοι οι προαναφερθέντες έχουν βάλει, με την μουσική τους, ένα πολύ σημαντικό λιθαράκι στην εξέλιξη της μουσικής, ωστόσο και σε καλλιτεχνικό και σε εμπορικό επίπεδο σχεδόν αγνοούνται επιδεικτικά από πολλές μουσικές εγκυκλοπαίδειες (και τους μουσικόφιλους).
Περισσότερο οι Wipers και οι Husker Du και λιγότερο οι Pixies (η καριέρα των οποίων απογειώθηκε ξανά πριν 20 χρόνια και ελέω του σάουντρακ του Fight Club) ευθύνονται για το grunge που ακολούθησε την διάλυση και των τριών αυτών συγκροτημάτων, στις αρχές της δεκαετίας του ’90 (οι Wipers επανενώθηκαν το 1993, αλλά δεν ήταν οι ίδιοι).
Χωρίς τους Kinks (οι οποίοι ουδέποτε αναγνωρίστηκαν εκτός Βρετανίας και ουδέποτε κατάφεραν να κάνουν καριέρα εκτός Νησιού, ενώ οι πωλήσεις των άλμπουμ τους παρέμειναν σταθερά μικρές) δεν θα είχαμε την Brit-Pop των ’90s, οι Felt και οι Talk Talk είναι δυο αδιανόητα σπουδαίες μπάντες της δεκαετίας του ’80 και φυσικά οι Αμερικανοί Big Star που επηρέασαν από τους R.E.M. μέχρι τους Smiths.
Αντίστοιχα, οι Harmonia και οι Neu! και οι Cluster είναι το ίδιο (όχι όμως περισσότερο) επιδραστικοί από τους συμπατριώτες τους, τους Kraftwerk, ενώ και οι Tangerine Dream θα έπρεπε να μνημονεύονται πολύ περισσότερο ως προς τις τομές που άνοιξαν με την μουσική τους και την χρήση των συνθεσάιζερ και πάσης φύσεως συνθετητών από το 1973 μέχρι το 1983.
Η δε Γερμανίδα chanteuse Nico των Velvet Underground γέννησε όλη την goth κουλτούρα, τους Bauhaus και τους Sisters Of Mercy.
Τι να πούμε τέλος για τους Throbbing Gristle και τους Residents; Αμφότεροι, αποτελούν μια κατηγορία μόνοι τους.
Οι Sparks εχουν επηρεάσει από τους Queen μέχρι τον Morrissey, ενώ οι Van Der Graaf Generator έχουν επηρεάσει από τους Public Image Limited μέχρι την μισή φουρνιά του βρετανικού post punk μεταξύ των ετών 1978-1981.
Τέλος, οι Wire, οι Gang Of Four και οι Chameleons όρισαν και καθόρισαν μπάντες και ήχους από τους Strokes και τους Interpol μέχρι τους Franz Ferdinand και τις… Τρύπες.
Οι πιο υπερεκτιμημένοι μουσικοί και συγκροτήματα
Ποιοι θα μπορούσαν σήμερα να θεωρούνται λοιπόν υπερεκτιμημένοι;
(Και επαναλαμβάνουμε για τους «πονηρούς», ότι αυτό δεν σημαίνει επ’ ουδενί ότι το τάδε συγκρότημα ή ο δείνα καλλιτέχνης δεν είναι καλός. Ασφαλώς και είναι. Ή ότι η μουσική του καριέρα είναι ανάξια λόγου. Ασφαλώς και δεν είναι ανάξια λόγου).
Σημαίνει απλά το ότι η πραγματική, η αληθινή του συνεισφορά και παρακαταθήκη θεωρείται, από το ευρύ κοινό, ως πολύ πιο «φουσκωμένη» και διογκωμένη σε σχέση με το πραγματικό της μέγεθος.
Οι The Doors έγιναν μέχρι και ταινία από τον σκηνοθέτη Ολιβερ Στόουν. Οι Doors διέθεταν έναν πραγματικά υπερταλαντούχο πιανίστα (τον Ρέι Μανζάρεκ) και δυο σχετικά καλούς Τζον Ντένσμορ στα ντραμς και Ρόμπι Κρίγκερ στην κιθάρα. Αλλά φυσικά όλο το «κουπί» το τραβούσε η Μεσσιανική μορφή του Τζιμ Μόρισον.
Εβγαλαν μερικά πολύ σπουδαία τραγούδια και 2-3 καλά άλμπουμ (το παρθενικό τους, το Strange Days με το φανταστικό, στοιχειωτικό, ομώνυμο τραγούδι και το L.A. Woman).
Πάνω στον γνωστό κανόνα του «μερικές φορές η αυτοκτονία ή ο θάνατος είναι η πιο σοφή κίνηση καριέρας που μπορεί να κάνει κάποιος», ο Μόρισον πέθανε νέος και σήμερα είναι ένας «Ημίθεος της Μουσικής» -αν και στην πραγματικότητα δεν ήταν κάτι περισσότερο από ένας flower power ποιητής μεσαίου βεληνεκούς, με μερικούς εξαιρετικούς (όπως αυτούς στο τραγούδι The End) και αρκετούς άθλιους και δίχως νόημα στίχους, με το προφίλ του «καταραμένου ποιητή» και του «Ρεμπό του 20ου αιώνα» να ξεχειλώνεται ακόμη περισσότερο από το γεγονός ότι πέθανε και τάφηκε στο Παρίσι, στο νεκροταφείο Περ Λασέζ.
Eπίσης, δεν είναι τυχαίο το ότι Doors ακούσαμε όλοι μας μεν, αλλά αυστηρά μεταξύ των ηλικιών 14-25.
Δεν ξέρω κανέναν που να ακούει μετά τα 40 του χρόνια Doors, εκτός ίσως από τον Ian McCulloch των Echo and The Bunnymen.
Πάμε στους Radiohead. Ενα από τα (κάποτε) πολύ αγαπημένα μου συγκροτήματα.
Εχουν βγάλει τρεις υπερδίσκους στη σειρά (Bends, Ok Computer και Kid A).
Τα Hail To The Thief του 2003 και Ιn Rainbows του 2007 ήταν τα τελευταία πράγματα που άκουσα από αυτούς. Το πρώτο μου άρεσε, το δεύτερο όχι, ήταν πολύ χλιαρό και έμεινε στην ιστορία περισσότερο ως μια πράξη «ανταρσίας» απέναντι στη μουσική και δισκογραφική βιομηχανία (και μπράβο τους) παρά για οτιδήποτε άλλο.
Tα δυο επόμενα άλμπουμ τους τα άκουσα μια φορά (πράγμα περίεργο για μένα) και τα ξέχασα την αμέσως επόμενη.
Εδώ και 15 χρόνια δεν ξέρω, ειλικρινά, τι κάνουν. Ξέρω δηλαδή, απλώς δεν έχω καταλάβει.
Δεν ξέρω αν αυτό το γεγονός από μόνο του τούς καθιστά «υπερεκτιμημένους» (ενδεχομένως και όχι), αλλά καθώς «τα στερνά τιμούν τα πρώτα», αναρωτιέμαι ώρες ώρες αν οι Radiohead έχουν λόγο ύπαρξης σήμερα.
Ομοίως ισχύει και για τους Interpol, στο όνομα των οποίων «πίνω νερό» εδώ και 20 χρόνια. Τρία σπουδαία άλμπουμ μέχρι το 2007. Και έκτοτε το απόλυτο χάος. Θεωρούνται από καλτ έως δεν ξέρω και εγώ τι. Αλλά, αν το δούμε εντελώς κυνικά και ρεαλιστικά, είναι υπερεκτιμημένοι.
Όπως αντίστοιχα και οι Muse που μετά το 2006 και τις «Μαύρες Τρύπες» τους, βγάζουν την μία «πατάτα» μετά την άλλη.
Αλλά οι συναυλίες τους, άγνωστο πως, εξακολουθούν να είναι sold out. Οι πωλήσεις των άλμπουμ τους είναι στο… Θεό.
Παρόλο που έχουν να βγάλουν τραγούδι της προκοπής από την εποχή που είχαμε πρωθυπουργό τον Κώστα Καραμανλή.
Για τους Coldplay τι να πούμε; Αποτελούν ένα μόνιμο μουσικό παράδοξο από την πρώτη ημέρα που βγήκαν.
Kαι ας γεμίζουν στάδια. Και ας πουλάνε εκατομμύρια cd.
Αχρωμα, άγευστα, άοσμα τραγούδια δίχως τίποτα το ενδιαφέρον, δίχως αιχμές, δίχως τίποτα.
(«Αιχμές» δεν είχαν και τα τραγούδια των ΑΒΒΑ, αλλά ας μην συγκρίνουμε τα σκατά με την κολόνια).
Ακούγονται σαν κάποιος να πήρε τα χειρότερα στοιχεία μιας κάποτε σπουδαίας μπάντας, των Radiohead και τα επίσης αδιάφορα μιας εδώ και 25 χρόνια «νεκρής» μπάντας, των U2, να μείωσε την ένταση των ηχογραφήσεων, να έγραψε μερικούς αστείους και παιδικούς στίχους και να έβγαλε τα cd τους στην αγορά.
Εχουν 3 καλά τραγούδια, τα εξής 2, το παρακάτω που είναι κλεμμένο από τους Kraftwerk.
Μιας και αναφέραμε τους U2, να μια μπάντα που είναι ο ορισμός της υπερεκτιμημένης μπάντας.
Τους U2 τους έχω δει τρεις φορές ζωντανά, την πρώτη μάλιστα τον Σεπτέμβριο του 1997 στη Θεσσαλονίκη.
To 1997 ήταν φανταστικοί. Απολύτως φανταστικοί. Μου είχε πέσει το σαγόνι στο έδαφος.
Τις δυο επόμενες φορές, το 2001 και το 2010, ειλικρινά ήθελα να φύγω από το γήπεδο καθώς η μασέλα μου είχε στραβώσει από το χασμουρητό και χρειαζόμουν επειγόντως γναθοχειρουργό.
Λατρεύω το άλμπουμ Achtung Baby – στο μυαλό μου, είναι ένα άλμπουμ «καθαρό 10άρι». Ακούω πολύ ευχάριστα και το Joshua Tree – είναι ένα εξαιρετικό άλμπουμ.
Ωστόσο, ακούγοντας ξανά όλη την δισκογραφία τους πρόσφατα, μετά από καιρό, εξεπλάγην με το πόσο ξεπερασμένοι και άνευροι ακούγονται πλέον.
Τόσο ηχητικά ξεπερασμένοι που αναρωτήθηκα μέσα μου αν και την εποχή που τους άκουγα τόσο φανατικά ήταν εξίσου αδιάφοροι και εγώ δεν το είχα πάρει πρέφα επειδή ήμουν πιτσιρικάς.
Επίσης, ο Bono δεν σταμάτησε ποτέ να είναι ο μαλάκας που όλοι είχαμε καταλάβει ότι είναι από την πρώτη στιγμή που άρχισε να (μας) κάνει κήρυγμα.
Οι KISS είναι τεράστιοι στις ΗΠΑ, πουλάνε με τις ντάνες και θεωρούνται κάτι σαν «πατρικές φιγούρες» του αμερικανικού ροκ. Αυτό δεν σημαίνει ότι είναι σπουδαίοι ή σημαντικοί σε μουσικό επίπεδο.
Τα τραγούδια τους είναι, ποιοτικά, λίγο πιο πάνω από τα αντίστοιχα των Boston και των Kansas και ο λόγος που μνημονεύονται είναι επειδή μασκαρεύονται επί σκηνής και κάνουν διάφορα καραγκιοζιλίκια (και διαθέτουν και έναν φοβερό μηχανισμό πώλησης αναμνηστικών από πίσω τους).
Ακόμη ένας «αμερικανικός μουσικός θεσμός» είναι οι The Grateful Dead. Το γεγονός ότι χρειάζεται κάποιος να καπνίσει την μισή Καλαμάτα προκειμένου να «κατανοήσει» την μουσική τους, μάς λέει όλα όσα πρέπει να γνωρίζουμε για την μουσική τους παρακαταθήκη που είναι ιδανική αν έχεις πάρει την οριστική απόφαση να αποχαιρετήσεις τα εγκόσμια και ψάχνεις το κατάλληλο σάουντρακ.
Ο Bob Dylan είναι σπουδαίος συνθέτης και ακόμη σπουδαιότερος στιχουργός.
Θα μπορούσε, ωστόσο, να μας κάνει τη χάρη και εξαρχής να μην τραγουδάει ο ίδιος τα τραγούδια του (απόδειξη ότι μέχρι και ο Σαββόπουλος έχει διασκευάσει ένα τραγούδι του Ντίλαν καλύτερα και από τον ίδιο τον Μπομπ), αλλά να τα δίνει σε τρίτους να τα τραγουδάνε, όπως συμβαίνει με το παρακάτω που κανείς δεν θυμάται ότι το έγραψε ο Ντίλαν.
Eπίσης, όταν έχεις μια δισκογραφία σχεδόν 800 άλμπουμ, αλλά έχεις να βγάλεις ένα πραγματικά αξιόλογο άλμπουμ από το Blood On The Tracks του 1975, είσαι ελαφρώς υπερεκτιμημένος (αν θέλουμε να είμαστε γενναίοι και αντικειμενικοί με όλους και με όλα, δίχως μουσικούς οπαδισμούς και αγκυλώσεις).
Και μιας και μιλάμε για ξεκάθαρες και παστρικές κουβέντες, ας βγάλουμε μερικά πράγματα εκεί έξω και ας τα συζητήσουμε ανοικτά.
Ναι, ο Syd Barrett ήταν σπουδαίος, σχεδόν ιδιοφυία την εποχή του Piper At The Gates Of Dawn των Pink Floyd.
Οχι, ο Syd Barrett ΔΕΝ ήταν τόσο σπουδαίος όσο θέλουμε να νομίζουμε στην σόλο καριέρα του (και πως θα μπορούσε να είναι, άλλωστε, με τόσο «καμμένο» εγκέφαλο;), η οποία αδικεί κατάφωρα τον εαυτό της και τον ίδιο τον Σιντ.
Ναι, οι Red Hot Chili Peppers κάποια στιγμή, μέχρι το 1988 και το Mother’s Milk, ήταν τα πήγαιναν σχετικά καλά.
(Αντιθέτως, τα σόλο άλμπουμ του Τζον Φρουσιάντε είναι σχεδόν όλα εκπληκτικά. Μάλλον κάπως έτσι θα ακουγόταν ο Σιντ Μπάρετ αν ζούσε στα ’90s και τα ’00s)
Ναι, το Pet Sounds των Beach Boys είναι ένα εκπληκτικό άλμπουμ.
Όχι, η υπόλοιπη δισκογραφία των Beach Boys είναι (σχεδόν ολόκληρη) για τα μπάζα, εκτός ελαχίστων εξαιρέσεων (Smile) που απλώς επιβεβαιώνουν τον κανόνα.
Ναι, το Never Mind The Bollocks των Sex Pistols είναι ενα φανταστικό άλμπουμ, παρόλο που το καλύτερο τραγούδι του είναι κλεμμένο, όπως έχει παραδεχτεί και ο συνθέτης του, απευθείας από το προγενέστερο S.O.S. των ABBA.
Ναι, οι Sex Pistols δεν ήταν ποτέ τόσο σημαντικοί όσο νομίζαμε, με ένα άλμπουμ και ενάμιση χρόνο ζωής.
Δεν ανακάλυψαν καν το πανκ (αυτό το έκαναν οι Stooges και μετά οι Ramones). Οι Public Image Limited του Τζόνι Ρότεν που σχηματίστηκαν μετά, ήταν απείρως πιο σημαντικοί.
Nαι, ο Μπρους Σπρίνγκστιν φαίνεται να είναι ενας εξαιρετικός τύπος και ένας εξίσου τίμιος μουσικός γι’ αυτό και οι συναυλίες του είναι sold out.
Οχι, ο Μπρους Σπρίνγκστιν, πέραν του εκπληκτικού άλμπουμ Nebrasca (ένα από τα αγαπημένα μου άλμπουμ), γράφει σχεδόν «φασόν» μουσική. Ή τουλάχιστον, έτσι μου φαίνεται εμένα. Σαν την βαρετή μουσική εκδοχή του παθητικού αόριστου Β’.
Μας «πρήζουν μπάλες» εδώ και χρόνια με τους Tool. Καλοί, χρυσοί. Αλλά είναι άκρως υπερεκτιμημένοι γιατί και στη μουσική ισχύει ένας βασικός κανόνας: ό,τι δεν καταλαβαίνουμε (σε όλα τα επίπεδα), έχουμε ως άνθρωποι την τάση να το θαυμάζουμε (επειδή μας βγάζει από το safety zone μας και μας κάνει να απορούμε).
Οι Pearl Jam έχουν συνέχεια hit and miss άλμπουμ. Ενα καλό, δυο μέτρια. Δεν είναι τόσο καλοί όσο νομίζουμε ή θεωρούμε, παρόλο που έχουν τουλάχιστον 10 πραγματικά σπουδαία τραγούδια. Αλλά να κυκλοφορείς ένα live album μετά από κάθε σου περιοδεία, ε, νισάφι πια. Το μάθαμε το κόλπο.
Οχι, ο Elvis δεν ήταν τόσο σημαντικός σε μουσικό, όσο σε καθαρά κοινωνιολογικό επίπεδο: ο πρώτος λευκός που έκανε cultural appropriation και έκλεψε την μουσική των μαύρων και των Αφροαμερικανών, δίνοντάς την πεσκέσι στα λευκά ακροατήρια των αμερικανικών suburbs.
Ποιος μπορεί να ακούσει Elvis σήμερα, εκτός από κάποιους ανθρώπους μιας πολύ συγκεκριμένης ηλικίας (μεταξύ 70 και τάφου);
Οχι, ο Frank Zappa δεν ήταν τόσο σημαντικός σε μουσικό, όσο σε καθαρά μουσικολογικό και κοινωνιολογικό επίπεδο.
Αυτά που έχει πει κατά καιρούς ο Zappa είναι «ευαγγέλιο» και ο άνθρωπος αυτός έβλεπε πολύ «μπροστά» και πολύ καθαρά κάποιες καταστάσεις -δυστυχώς, δεν ήταν εξίσου ταλαντούχος μουσικός. Τι να κάνουμε που ώρες ώρες η μουσική του ακούγεται σαν να σφάζουν γάτες στα κεραμίδια;
Το ίδιο και ο Captain Beefheart. Ας μας κάνουνε την χάρη οι φανατικοί οπαδοί του και μην μας πουλάνε παπάτζες και «φίδια». Ο «Καπετάνιος» έγραψε μερικά ωραία πράγματα και πήγε την μουσική λίγο παραπέρα με τους πειραματισμούς του.
Όχι όμως ΤΟΣΟ παραπέρα όσο θέλουν να μας πείσουν μερικοί. Ισα ίσα ένα σκουντηγματάκι τής έδωσε.
Το συγκρότημα που έχει κυκλοφορήσει τον πιο ευπώλητο άλμπουμ όλων των εποχών στις ΗΠΑ, οι Eagles, έχουν 2 ή 3 καλά τραγούδια (το Hotel California και άλλα δυο που δεν θυμάμαι καν) καθώς και μια αράδα από κιθαριστικές αηδίες για υποψήφιους «ναμαγαπάδες» της παραλίας.
Οι Oasis αποδείχτηκαν οι λιγότερο ταλαντούχοι από την Brit-pop φουρνιά (Suede, Pulp, Blur ήταν όλοι τους απείρως καλύτεροι), αλλά με κάποιο μαγικό τρόπο, αφού κόπιαραν νότα προς νότα όλη την δισκογραφία των Beatles, επιβλήθηκαν στην βρετανική και διεθνή μουσική σκηνή μεταξύ 1994-1997.
Οι Aerosmith που γεμίζουν στάδια των 60 και 70 χιλιάδων θεατών έχουν τόσo λίγα καλά τραγούδια που μετριούνται στην παλάμη του ενός χεριού. Είναι περίπτωση παρόμοια με τους KISS και με στόχευση καθαρά σε ένα αμερικανικό ακροατήριο.
Οι Green Day είναι οι Aerosmith των τελευταίων 30 ετών. Ενα «Dookie» και μετά το χάος. Τίποτα. Και μην μου πείτε τώρα ότι σας άρεσε το «American Idiot». Αστειότητες… Και ας τιγκάρουν στάδια του μπέιζμπολ στις ΗΠΑ.
Η ζωή είναι άδικη, το γνωρίζουμε αυτό.
Πάντα θα υπάρχει ένας James Brown που θα παίζει, εντελώς «αυτιστικά», τα ίδια και τα ίδια επί 40 χρόνια και θα θεωρείται, εντελώς άδικα, «Ο Νονός της Soul» (άλλα όχι ο Otis Redding, ο Sam Cooke, o Marvin Gaye ή ο Stevie Wonder των ετών μεταξύ 1971-1976 που έβγαλε 5-6 σερί άλμπουμ, το ένα πιο κλασικό και επιδραστικό από το προηγούμενο).
Και πάντα μα πάντα θα υπάρχει και ένας Van Morrison που έβγαλε δυο αριστουργηματικά άλμπουμ, το Moondance και το Astral Weeks, και από τα μέσα της δεκαετίας του ’70 το μόνο που έκανε είναι να πλακώνεται με όλο τον κόσμο, από την γυναίκα του μέχρι τους μανατζέρ του και να διώχνει από πάνω του κάθε υπόνοια ταλέντου που (ενδεχομένως και να μην) είχε.