Το πρωινό της 18ης Ιουλίου του 1988 η Christa Päffgen πήρε το ποδήλατό της και βγήκε για μια βόλτα από το κατάλυμα όπου διέμενε στο ισπανικό νησί της Ιμπίθα, μαζί με τον γιο της, Ari.

Η 49χρονη Γερμανίδα είχε πάει εκεί προκειμένου να μείνει «καθαρή» από την ηρωίνη, μετά από χρόνια χρήση που λίγο έλειψε να την οδηγήσει σε ένα μοιραίο overdose -μάλιστα, την μια φορά, στις 22 Οκτωβρίου του 1981, παίζοντας live στο θρυλικό club του Μάντσεστερ, το «Fagin» μαζί με τους Bauhaus.

Ο τραγουδιστής Peter Murphy, βλέποντας τα χάλια στα οποία βρισκόταν η Γερμανίδα εκείνο το βράδυ, ήταν συνεχώς από πίσω της όση ώρα εκείνη τραγουδούσε και με το λιπόσαρκο και αποστεωμένο σώμα του προσπαθούσε να συγκρατήσει την Nico προκειμένου να μην καταρρεύσει.

Επτά χρόνια μετά, η πρώην chanteuse των Velvet Underground βρισκόταν σε πολύ καλύτερη κατάσταση: αθλούταν καθημερινά, έτρωγε υγιεινά και η μόνη της κατάχρηση ήταν ένα ποτήρι κρασί ή ένας βραδυνός μπάφος πριν κοιμηθεί.

Όμως εκείνο το πρωινό ήταν η αρχή του τέλους (της): την ώρα που έκανε πετάλι, η Nico υπέστη ένα ελαφρύ έμφραγμα του μυοκαρδίου. Έχασε τις αισθήσεις της και μαζί τον έλεγχο του ποδηλάτου της.

Από την επικείμενη και αναμενόμενη πτώση της, η Christa χτύπησε το κεφάλι της στο οδόστρωμα. Μεταφέρθηκε μετά από αρκετές ώρες στο νοσοκομείο, όπου οι γιατροί, αντί να της κάνουν εγκεφαλογράφημα προκειμένου να διαπιστώσουν την εσωτερική κατάσταση του εγκεφάλου της, την έβαλαν να ξεκουραστεί επειδή απέδωσαν την πτώση της σε… λιποθυμία εξαιτίας θερμοπληξίας.

Κανείς γιατρός δεν κατάφερε να διαγνώσει το αιμάτωμα που ήδη είχε σχηματιστεί μέσα στο κρανίο της. Και η Nico πέθανε λίγες ώρες μετά από εσωτερική εγκεφαλική αιμορραγία, τσάμπα και άδικα, στα 49 της μόλις χρόνια.

Ευτυχώς για όλους μας, η Nico είχε προλάβει να σπείρει τον γοτθικό της καρπό στους επιγόνους της.

Ακριβώς οκτώ χρόνια νωρίτερα, εντελώς συμπτωματικά στις 18 Ιουλίου του 1980, τα πνευματικά της παιδιά, οι Joy Division κυκλοφορούσαν το κύκνειο άσμα τους, τo «Closer», ένα από τα δυστοπικότερα, συγκλονιστικότερα, ωμότερα και πιο οδυνηρά άλμπουμ που ηχογραφήθηκαν εντός του 20ου αιώνα, με μια συλλογή τραγουδιών που έσταζε ματαιότητα, κυνισμό και απογοήτευση (για όλους και για όλα). Το υλικό δηλαδή από το οποίο είναι φτιαγμένο κάθε έργο της goth μυθολογίας.

Από την πρώτη στιγμή πoυ αποχώρησε από τους Velvet Underground και τραγουδούσε τους στίχους «Dropout, she’s in a fix / Amphetamine has made her sick / White powder in the air / She’s got no bones and can’t be scared / Here they come now, see them run now / Here they come now, Chelsea girls», από εκείνες τις γοτθικά καθαγιασμένες ημέρες του 1967, η Νico είχε ήδη καπαρώσει για τα καλά τον τίτλο της Mary Shelley του 20ου αιώνα.

Όταν ξεκίνησε να τραγουδάει στο συγκρότημα του Lou Reed, η φωνή της αρχικά ήταν πιο σοπράνο. Στην πορεία, και μετά την αποχώρησή της από την νεοϋορκέζικη μπάντα, η φωνή της έγινε σταδιακά πιο μπάσα, από μέτζο-σοπράνο μέχρι κοντράλτο. Πιο βαριά, πιο επιβλητική, πιο γοτθική.

Δεν έκανε μαθήματα φωνητικής, ούτε πήγε σε δάσκαλο για να την μάθει πώς να τραγουδάει: όλο αυτό, η ετήσια μετάβαση από το «Chelsea Girls» του 1967 μέχρι το οριακό, για την ίδια αλλά και για την goth σκηνή των ’80s, «Marble Index» του 1968, συνέβη από μόνο της. Ένα αυτόφωτο γεγονός που έκανε τα δυο αυτά άλμπουμ, σχεδόν κολλητά χρονικά, να μοιάζουν με μια φωτογραφία και το αρνητικό της, το negative. Το λευκό και το μαύρο. Και γκρίζο πουθενά.

Στο εξώφυλλο του «Marble Index» η μεταμόρφωση της Nico από το ξανθό μοντέλο του Andy Warhol σε μαυρομαλλούσα γοτθική πρωθιέρεια είναι συναρπαστική -ας μην ξεχνάμε ότι πάνω σε αυτή την ίδια «τακτική», στήριξε και η ίδια η Madonna της μεταμόρφωσή της, στα τέλη των ’90s, όταν από την ξανθιά ερωτική bimbo του «Erotica» μεταμορφώθηκε αίφνης στην στιβαρή και μελαχρινή goth μούσα του «Frozen».

Παλιό το κόλπο – μόνο που η Nico το έκανε καλύτερα γιατί ήταν πολύ πιο αυθεντική ως προς τις προθέσεις της.

Η Nico πέρασε δύσκολα μετά το 1966. Ειδικά το 1967 και το 1968 ήταν κομβικά στενάχωρες χρονιές για την ίδια, που την έβγαλαν από το ψυχολογικό safety zone της, που δεν ήταν κάτι ιδιαιτέρως ισχυρό καθώς δεν έπαυε να είναι μια Γερμανίδα σε αμερικανικό καλλιτεχνικό έδαφος.

Έβλεπε καθημερινά εφιάλτες και φλέρταρε με την κατάθλιψη. Και οι εφιάλτες της αυτοί έγιναν εικόνες, στίχοι, το υλικό των άλμπουμ της. Τα όνειρά της, πιο δυσνόητα από ποτέ, μετατράπηκαν σε τραγούδια, με κοινό γνώμονα την κατάθλιψη και τα συναισθήματα παράνοιας που της δημιουργούσε αυτή.

«Janitor of lunacy / Paralyze my infancy / Petrify the empty cradle / Bring hope to them and me
Janitor of tyranny / Testify my vanity / Mortalize my memory / Deceive the devil’s deed
Tolerate my jealousy / Recognize the desperate need», τραγουδάει στο συγκλονιστικότερο των συγκλονιστικών άσμα «Janitor of lunacy» από το άλμπουμ «Desertshore» του 1970.

Η απόγνωσή της δεν είναι μαρκετινίστικο κολπάκι. Δεν είναι επιτηδευμένη. Όντως, για να παραφράσουμε και τον Τσαρλς Μπουκόφσκι, «περιφέρεται διαρκώς στην τρέλα».

Η φωνητική της εκφορά ήταν σαν να ακούς τους ψίθυρους των πνευμάτων που την ταλάνιζαν, σαν να ακούς ένα μέντιουμ να σου μιλάει για τους εφιαλτικότερους φόβους του.

Η Nico, σε κάποιο σημείο της ανθρώπινης καλλιτεχνικής ιστορίας, πρέπει να υπήρξε η αυθεντικότερη των αυθεντικών μουσικός, αυτή που αντιμετώπισε την Μουσική και τα παρελκόμενά της με την ω(ρι)μότητα των καθημερινών μαχών που επέλεξε να δίνει ενάντια στους φόβους και τις ανησυχίες της, τους ημερήσιους τρόμους και τις βραδινές κρίσεις πανικού της.

Ό,τι δηλαδή έκανε, μια δεκαετία ακριβώς μετά, μερικές χιλιάδες χιλιόμετρα ανατολικότερα, στο μουντό Μάντσεστερ, ένας 23χρονος με κρίσεις επιληψίας.

Ο Ian Curtis, όπως και η Nico, την οποία άκουγε φανατικά όσο ήταν πιτσιρικάς, δεν είχε ως στόχο του να γίνει αρεστός ή συμπαθής στο κοινό το οποίο απευθυνόταν. Βασικά, ήθελε να επιτύχει το ακριβώς αντίθετο: να τους εξαγριώσει, να δει από αυτό να τού εκφράσουν τον χειρότερο εαυτό τους.

Να βγουν στην επιφάνεια τα πιο άσχημα και κακομούτσουνα φαντάσματα που έδρευαν μέσα στην ψυχή τους, όπως αντίστοιχα αυτό έκανε και ο ίδιος, κάνοντας «εμετό» κάθε βράδυ στις συναυλίες των Joy Division όλη την σκατίλα που φώλιαζε στην δική του ψυχή: το νεανικό, όψιμο, αλλά πάντως υπαρκτό ιδεολογικό του φλερτ με τον ολοκληρωτισμό και τον ναζισμό, το όνομα της ίδιας του τη μπάντας (Joy Division ήταν ο τομέας των γερμανικών στρατοπέδων συγκέντρωσης όπου ήταν κλειδαμπαρωμένες οι γυναίκες εκείνες που ικανοποιούσαν σεξουαλικά τους γερμανούς αξωματικούς), ακόμη και οι πρώιμοι στίχοι του που καταφέρονταν με έντονο σεξιστικό λόγο απέναντι στην νεαρή σύζυγό του, Ντέμπορα.

Μετά μπλέχτηκαν οι υπόλοιπες μουσικές επιρροές τους, πλην της Nico: οι Sex Pistols, ο Iggy Pop, οι Kraftwerk (και όλο το krautrock, ειδικά οι Neu! και οι Can), φυσικά ο David Bowie, οι Velvet Underground, οι Stooges μέχρι και οι Black Sabbath (το «Day Of The Lords» ήταν η απόπειρά τους να γράψουν κάτι που να ακούγεται doom metal, το οποίο ούτως ή άλλως ελάχιστα απέχει μουσικοστιχουργικά από την πρώιμη goth-ίλα).

Το α(δι)όρατο χωροχρονικό νήμα που ενώνει την γερμανίδα chanteuse των Velvet Underground με το κύκνειο άσμα των Joy Division είναι η έννοια του βάθους: αρνούμενοι αμφότεροι πεισματικά να κινηθούν στην επιφάνεια των ανθρώπινων συναισθημάτων, τόσο η Nico όσο και ο Curtis έσκαψαν βαθιά μέσα στο εσωτερικό της ίδιας τους της ψυχής. Εγιναν οι ίδιοι εθελούσιοι τυμβωρύχοι των συναισθημάτων τους, τα έφεραν στην επιφάνεια, αναμετρήθηκαν με αυτά, (χάνοντας, ασφαλώς, την μάχη) και στην συνέχεια τα εξέθεσαν δημοσίως.

Διέθεταν, δε, την εσωτερική δύναμη όχι μόνο να τα εκθέσουν, αλλά και να παραδεχτούν τα πλέον ποταπά των συναισθημάτων αυτών, τις μικροψυχίες και τα ιταμά τους πάθη, τις ψυχοσωματικές τους παθογένειες που τις έκαναν Τέχνη, με αντίτιμο την ίδια τους την ψυχική υγεία.

Το «Closer» αποτελεί ένα τέτοιο υπόδειγμα άλμπουμ, έναν δίσκο που, φαινομενικά, σε μουσικό επίπεδο, όλα βαίνουν καλώς: τα σινθεσάιζερ παίζουν σχεδόν σε μινόρε, τα ντραμς είναι upbeat και γρήγορα, οι μπασογραμμές είναι ρέουσες. Τι μπορεί να πηγαίνει στραβά σε αυτό το άλμπουμ που μετά (ή σχεδόν παράλληλα με) την κυκλοφορία του ακολουθείται από ένα κομμάτι τόσο μουσικά «χαρούμενο» όπως το «Love Will Tear Us Apart»;

Η απάντηση είναι «όλα και τίποτα ταυτόχρονα». Και μετά πηγαίνεις και διαβάζεις τους στίχους τους Curtis, έναν προς έναν. Και είναι σαν να έχουν ξεπηδήσει ή, καλύτερα, μετεξελιχθεί, από τους αντίστοιχους του «Marble Index».

Όπως και η Nico, έτσι και ο Curtis κατάφερε να μας προσφέρει τους εφιάλτες του στο πιάτο. Γίναμε κοινωνοί και θιασώτες της κατάθλιψής του. Μέσα στους στίχους του (και σε εκείνους της Nico) αναγνωρίσαμε ένα κομμάτι από την μελαγχολία και τις ζοφερές σκέψεις που κάνει ο καθένας μας καθημερινά – συνήθως λίγη ώρα προτού κοιμηθεί, τότε που όλη η αρνητικότητα της ανθρώπινης ύπαρξης, όλη η ματαιότητα του «ζην» γίνεται ένα τόσο δα μικρό κομμάτι σκέψης σε απόχρωση sepia.

Στο «Heart and Soul» ο Curtis σχεδόν παλεύει να ψελλίσει τους στίχους «The past is now part of my future / the present is well out of hand», σαν να ζωή (του) να τελειώνει εκείνη την στιγμή (και να σβήνει το καντήλι του).

Η φωτιά που έβρεξε στην στράτα της ζωής αυτών των δυο εξαιρετικά σημαντικών καλλιτεχνών άναψε και έσβησε, σχεδόν ταυτόχρονα. Η Νico ήταν λίγο πιο τυχερή, ώστε να φτάσει σχεδον μέχρι τα 50 της χρόνια και να πεθάνει από ένα τραγικό δυστύχημα.

Ο Curtis είχε εκμυστηρευτεί στους υπόλοιπους τρεις συνοδοιπόρους του στο συγκρότημα ότι «δεν θα ζούσε για να δει τα 30α του γενέθλια». Δεν έπεσε έξω. Λίγο πριν τα 24 του χρόνια, έδωσε ο ίδιος τέλος στη ζωή του.

Το άλμπουμ «Closer» κυκλοφόρησε ακριβώς δυο μήνες μετά την αυτοκτονία του, στις 18 Ιουλίου του 1980.

Οκτώ χρόνια μετά, την ίδια ακριβώς ημερομηνία, ο γοτθικός θεός πήρε κοντά του και την γυναίκα που εμφύσησε έμπνευση και ζωή σε ένα από τα σπουδαιότερα μουσικά αριστουργήματα του 20ου αιώνα.

Και, ξαφνικά, εκείνη την 18η Ιουλίου του 1988, η Nico και ο Ian Curtis ήρθαν «πιο κοντά» ο ένας στον άλλον.

Closer for ever.