Μπορώ να περάσω ένα απόγευμα με έναν ασφαλιστή μέσα στο σπίτι μου. Για τρεις ώρες.

Μπορώ να βρω κατσαρίδα στο υπνοδωμάτιο μου νυχτιάτικα και να πρέπει να ξυπνήσω όλη την πολυκατοικία μέχρι να την εξολοθρεύσω.

Μπορώ, πάλι, να αναγκαστώ να κάνω εξαγωγή δοντιού, χωρίς αναισθητικό, Αύγουστο μήνα, σε ερασιτέχνη οδοντίατρο του νομού Ηλείας.

Τίποτα από τα παραπάνω δεν με τρομάζει περισσότερο* από το να βάλω να ακούσω το κάθε καινούργιο cd που κυκλοφορούν οι Red Hot Chili Peppers, μια μπάντα που πραγματικά απολαμβάνω να απεχθάνομαι εδώ και περίπου 25 συναπτά έτη.

Η μακαρίτισσα η γιαγιά μου μού έλεγε «αν δεν έχεις κατι καλό να πεις για κάποιον, απλά βγάλε τον σκασμό και μην πεις τίποτα». Προφανώς, η γιαγιά μου δεν είχε ακούσει ούτε ένα τραγούδι από την αβυσσαλέως άθλια αυτή συνύπαρξη τριών μετριότατων μουσικών και ενός πραγματικού σπουδαίου και ταλαντούχου (του John Frusciante).

Για αρχή, και προκειμένου να μην παρεξηγηθώ, θα πω το εξής: ναι, φυσικά και υπάρχουν ΠΟΛΥ χειρότερα συγκροτήματα από τους RHCP. Οι Maroon 5, ας πούμε, ή οι Nickelback.

Με την διαφορά ότι αυτά, μέσα στο μυαλό μου, δεν είναι συγκροτήματα. Είναι σαν τις τέντες pop up μιας χρήσης, stand up κωμικοί, μπάντες του καλαμπουριού, η μαύρη πανώλη σε μορφή νότας. Ανέκδοτα σε δυο πόδια.

Οι Peppers όμως… well, οι Peppers είναι μια bona fide ροκ μπάντα, με πωλήσεις εκατομμυρίων, μια τεράστια δισκογραφία που κρατάει από το 1984, ένα σχήμα που αφενός έχει βγάλει όντως μια χούφτα καλά τραγούδια (δεν είναι παραπάνω από 5-6) και άλλα 140 που κυμαίνονται από το «επιεικώς γελοία» ή «απάλευτα» μέχρι το ότι «καταπατούν κάθε κανόνα ωδικής ασφάλειας».

Είναι ένα συγκρότημα που άκουσα για πρώτη φορά το 1991, κατόπιν έψαξα τα πιο παλιά τους άλμπουμ (παραδέχομαι όντως ως καλό το δίσκο «Mother’s Milk» του 1989), κατόπιν τους έχασα, ειδικά όταν έφυγε ο Frusciante και ήρθε στην μπάντα εκείνος ο αντιπαθέστατος ο Dave Navarro, μετά ο John επέστρεψε και τους πέτυχα στην καλή τους φάση, στο «Californication» του 1999 και κατόπιν… αναρωτιέμαι εδώ και χρόνια και θέλω, ειλικρινά, να τους ρωτήσω:

ΡΕ. ΜΑΛΑΚΕΣ. ΔΕΝ. ΝΤΡΕΠΕΣΤΕ. ΝΑ. ΗΧΟΓΡΑΦΕΙΤΕ. ΤΕΤΟΙΕΣ. ΑΗΔΙΕΣ;

Πάρτε για παράδειγμα το διπλό άλμπουμ «Stadium Arcadium» του 2006, έναν δίσκο που έχει τόσα λίγα καλά τραγούδια μέσα που θα μπορούσαν κάλλιστα να τον κυκλοφορήσουν σε ΕΡ (= extended play, δηλαδή μικρο-αλμπουμάκι με όχι πάνω από 3-4 τραγούδια).

Τα προβλήματα με τους RHCP βέβαια δεν είναι αυτά, το ότι δηλαδή τα άλμπουμ τους έχουν fillers (=πολύ μέτρια προς κακά τραγούδια που χρησιμοποιούνται απλώς για να γεμίσουν έναν δίσκο 12-13 κομματιών). Σιγά το περίεργο, υπάρχουν χιλιάδες άλμπουμ άλλων μουσικών με fillers.

Τα προβλήματα με τους Peppers είναι άλλα, ηθικής και αισθητικής, φύσεως.

Είναι ροκ; Ποιος ξέρει. Και ποιος νοιάζεται στο κάτω κάτω

Πραγματικά, αυτό το ερώτημα με απασχολεί χρόνια με αυτούς. Κατά την γνώμη μου οι Peppers δεν είναι ροκ. Δεν είναι όμως ούτε ποπ. Είναι σαν τους Coldplay που επίσης δεν μπορείς να καταλάβεις τι σκατά μουσική παίζουν, εκτός του ότι κάθε φορά που ακούς κάποια από τα τραγούδια τους έχεις δυσμηνόρροια ακόμη και αν είσαι άνδρας.

Διάολε, δεν είναι καν funk rock, που υποστηρίζουν οι ίδιοι –δηλαδή, αν είναι οι Peppers funk, τι να πει ο Sly Stone ή ο George Clinton; Να βγουν να αυτοκτονήσουν, θα έλεγε κάποιος. Συμφωνώ, είναι το πιο ευχάριστο που μπορείς να σκεφτείς να κάνεις όταν ακούς οτιδήποτε από Peppers.

Νομίζω ότι το ίδιο σκέφτηκε και αυτή η ψυχάρα, ο Andy Gill των Gang Of Four, όταν ανέλαβε την παραγωγή στο παρθενικό, ομώνυμο άλμπουμ τους, το 1984. Ο Gill, κρατώντας σημειώσεις για τα τραγούδια που άκουγε από τους Peppers, έγραψε δίπλα σε πολλά την λέξη «Shit» [σκατά]. Έβλεπε μπροστά ο Andy, είναι γνωστό αυτό. Τον έδιωξαν μετά από λίγο καιρό. Βρήκε την υγειά του ο άνθρωπος.

Αν καταφέρουμε και ξεπεράσουμε (δύσκολα) τον σκόπελο του ηχητικού αυτού αδιεξόδου, μετά πρέπει να ξεπεράσουμε τον ύφαλο της αισθητικής της ίδιας της μπάντας: στίχοι δίχως νόημα με μόνιμο υπονοούμενο το σεξ αλλά, προσέξτε, όχι το όμορφα (κατά)νοημένο σεξ, αλλά το αμήχανα προεφηβικό, με κεντρικό γνώμονα το cringey «πάμε στα μπουρδέλα να πηδήξουμε κάνα μωρό» που λέει ένας 16χρονος με ακμή δίχως επίγνωση των λόγων και έργων του.

Λόγου χάρη, σε ένα τραγούδι ο Kiedis τραγουδάει για το ότι ζητάει από την κοπέλα του να της βάλει το δάκτυλο του μέσα στο αιδοίο της την ημέρα που εκείνη έχει περίοδο («I put my middle finger in / Your monthly blood is what I win»), δηλαδή, ειλικρινά, τρίζουν τα κόκαλα του Αντρέα Εμπειρίκου, του Ζορζ Μπατάιγ και του Φιλιπ Ροθ μαζί.

Και μετά έχουμε και τον ίδιο τον Kiedis, μια σεξομηχανή πάνω σε δυο πόδια (δεν το λέω εγώ αυτό, ο ίδιος το λέει στην αυτοβιογραφία του, το «Scar Tissue», που πρέπει να είναι το βιβλίο με τις περισσότερες και πιο εξωφρενικές αρλούμπες που έχουν ειπωθεί μέσα σε 400 σελίδες από έναν και μόνο άνθρωπο): o τύπος που αγνοεί το σχεσιακό αξίωμα του μέγιστου ανδρός Bryan Ferry (Kiss and Tell, δηλαδή «από σεβασμό, δεν μιλάμε ποτέ για τις πρώην κοπέλες μας») και περιγράφει κατά λέξη και με ανατριχιαστική λεπτομέρεια κάθε γυναίκα που είχε από τα 14 του μέχρι τα 45. Χεστήκαμε και η βάρκα έγειρε ρε φίλε, τράβα γύρνα τσόντες αν σου αρέσει τόσο.

Εδώ τον έκραξε ανοικτά η θεά Miki Berenyi των Lush στο τραγούδι «Ladykillers», περιγράφοντας τον ως τον τύπο που «για να μπει στο βρακί μιας κοπέλας, της λέει, δίχως να το πιστεύει, ότι δήθεν οι γυναίκες είναι ανώτερες από τους άνδρες». Και μετά πάει και της κάνει τα χειρότερα.

Ξεφτιλίκια κοινώς, από έναν τύπο που, βλέποντας τον και μόνο, σου κάνει για μεγάλος τραχανοπλαγιάς δίχως ίχνος (αυτό)σεβασμού και, κυρίως, προσωπικότητας. Ένας τυχαίος τύπος που έκανε καριέρα πάνω στην πλούσια χαίτη του.

Όχι ότι οι υπόλοιποι πάνε πίσω: αυτός ο Flea, ο πιο κλόουν τύπος που έχει περάσει από το γνωστό και άγνωστο σύμπαν, δεν μπορώ να καταλάβω πώς είναι δυνατόν να ξέρει (γιατί όντως ξέρει, έχω δει κατι βίντεο του σε πρόβες και ο τύπος «σπέρνει») τόσο καλό μπάσο και όταν έρχεται η στιγμή να το παίξει στουντιακά ή live να ακούγεται σαν να είναι μονίμως ξεκούρδιστο. Μπορεί αυτό να θέλει να κάνει ο άνθρωπος, να μας κοροϊδέψει στην μούρη, τι να πω, ίσως είμαι χαζός και δεν το καταλαβαίνω.

Επίσης, αυτός ο Will Ferrell τι σκατά κάνει πίσω από τα ντραμς; Και γιατί τα τύμπανα δεν ακολουθούν το μπάσο του Flea;

Ποιος ξέρει; Και ποιος νοιάζεται στο κάτω κάτω;

Το εσωτερικό δράμα ενός μουσικόφιλου

Έχοντας αφιερώσει λοιπόν τόσες ώρες ακρόασης με τα άλμπουμ τους, είπα και εγώ να πάω να τους δω ζωντανά, όταν είχαν έρθει στην Αθήνα.

Υπέροχη βραδιά: η φωνή του Kiedis δεν έβγαινε ούτε για να πει μια απλή καλημέρα, οι υπόλοιποι βάραγαν στο γάμο του Καραγκιόζη, εγώ την έβγαλα δίπλα στο μπαρ πίνοντας μπύρες και λυπόμουν όλους εκείνους που έδωσαν τόσα χρήματα για να πάνε στο live και για λίγο αισθάνθηκα τυχερός που μου είχαν δώσει τσάμπα πρόσκληση.

Συμπερασματικά, οι Peppers δεν κατάφεραν ποτέ να περάσουν, για μένα, την βάση γιατί είχαν δυο πολύ σοβαρά προβλήματα (ξεχωριστά από όλα ανέφερα πρωτύτερα):

Πρώτον, στα καλά τους τραγούδια, ακούγονται μέτριοι, ενώ στα κακά τους τραγούδια ακούγονται ακόμη χειρότεροι. Δηλαδή, ως γνήσιοι underachievers, είναι μονίμως μια πίστα και μια ταχύτητα πιο κάτω απ’ αυτό που πρέπει να αποδίδουν.

Και, κατά δεύτερον, μια μπάντα φαίνεται αν είναι καλή από το πόσο επιδραστική είναι. Σκεφτείτε πραγματικά μεγάλα συγκροτήματα που επηρέασαν κόσμο και κοσμάκη: Joy Division, Gang Of Four, Pixies, ήμαρτον δηλαδή, μέχρι και οι Φίλοι Για Πάντα ή οι Ονιράμα έχουν επηρεάσει κάποιους εγχώριους μουσικούς.

Σήμερα, 35 χρόνια μετά την ίδρυση των Peppers, δεν έχει βρεθεί καμιά σοβαρή μπάντα που να τους αναφέρει ως επιρροή ή έμπνευση τους.

Και αυτό δεν είναι τυχαίο, γιατί παίζουν ροκ που είναι αντί-ροκ, ποπ που είναι αντί-ποπ και funk που είναι αντί-funk.

Τέλος πάντων, για να μην τα πολυλογώ, μετά από 25 χρόνια κατέληξα ότι το καλύτερο άλμπουμ των RHCP δεν είναι των RHCP αλλά του Frusciante, το «To Record Only Water for Ten Days» του 2001.

Και πάω να το ξαναβάλω να παίξει τώρα που θα διαβάζετε αυτές τις γραμμές.

*Οκ, το παίρνω πίσω αυτό. Τρέμω περισσότερο απ’ όλα αυτά το κάθε νέο cd της Μόνικα.