«Rain down, rain down / Come on, rain down on me / From a great height / Τhe panic, the vomit, the panic, the vomit / God loves his children».

«Paranoid Android»

Το πρωί της Τρίτης σηκώθηκα, έφτιαξα καφέ και παρατήρησα σε έναν ιστότοπο για μουσικά γεγονότα ότι πριν ακριβώς από ένα τέταρτο του αιώνα, στις 21 Μαϊου του 1997, μια πενταμελής μπάντα από την Οξφόρδη κυκλοφόρησε το τρίτο της άλμπουμ.

Εβγαλα από την δισκοθήκη μου το βινύλιο του «OK Computer» και το έβαλα στο πικάπ και (ξανα)αναρωτήθηκα πώς θα ακουγόταν στα αυτιά μου ακριβώς 25 χρόνια μετά από εκείνο το μαγιάτικο απόγευμα που το πρωτάκουσα σε cd format, στο φοιτητικό μου δωμάτιο.

Με τις πρώτες κιόλας νότες του «Airbag» το πράγμα ήταν ξεκάθαρο: μιλάμε για ένα άλμπουμ που ο χρόνος δεν του έχει αλλοιώσει ούτε μια νότα. Που δεν έχει ούτε μια μουσική ρυτίδα πάνω του. Που μοιάζει σαν να γράφτηκε και να ηχογραφήθηκε, ταυτόχρονα, το 1997, το 1897 ή το 2097.

Ακούγοντάς το, μεταφέρεσαι επίσης στο κλίμα της εποχής εκείνης: μιλάμε για τα τέλη των ‘90s, της ζοφερής εκείνης δεκαετίας που ακολούθησε την «χάι-χούι» δεκαετία των ’80.

Όταν οι άνθρωποι σχεδόν σε όλο τον κόσμο συνειδητοποίησαν ότι σιγά σιγά πλησίαζε το τέλος του (κατά Ερικ Χόμπσμπάουμ) «σύντομου 20ου αιώνα» και φέγγιζε σιγά σιγά η αυγή του επόμενου, που θα αποδεικνυόταν όχι απλά θεωρητικώς, αλλά και στην πράξη, απείρως πιο απαιτητικός για το ανθρώπινο γένος.

Οι Radiohead τα οσμίστηκαν στην πράξη όλα αυτά: την απαρχή της δυστοπίας, την προσέγγιση του κοινωνικοοικονομικού ζόφου, το τέλος της κοινωνικότητας και την αρχή της ατομικότητας, σε έναν κόσμο που δεν θα κυριαρχούσε πλέον το άσπρο και το μαύρο, αλλά το γκρίζο και το πηχτό, κατράμι μαύρο.

Το 1997 σηματοδοτεί επίσης και το τέλος της brit-pop σκηνής, πάνω στην οποία ανέβηκαν, εντελώς απρόθυμα και δίχως να το θελήσουν οι ίδιοι οι Radiohead με εκείνο το ντεμπούτο άλμπουμ τους, «Pablo Honey», το 1993, που κυκλοφόρησε την ίδια χρονιά με το ντεμπούτο των έτερων brit-pop σκαπανέων, των Suede, αλλά και των Blur του «Modern Life Is Rubbish».

Το ίδιο ακριβώς πρέσβευαν, άλλωστε, και οι πέντε Οξφορδιανοί, από την πρώτη στιγμή της σύλληψής τους, ως μπάντα: ότι η σύγχρονη ζωή στην πραγματικότητα είναι ένας σκουπιδότοπος, όπου όλοι μας στοιβάζουμε καθημερινά τα ψυχοσωματικά μας μπουγαδόνερα μέσα στην λεκάνη των συμπλεγματικών μας αντιδράσεων.

Κάργα «συμπλεγματικοί» όντες με τον τρόπο τους και οι ίδιοι οι Radiohead (δεν γούσταραν την προβολή, απαντούσαν μονολεκτικά σε συνεντεύξεις, συχνά δεν εμφανίζονταν καν, λες και έπασχαν από κάποιας μορφής μουσική αγοραφοβία), φρόντισαν στο «ΟK Computer» να πράξουν, ορθώς και δικαίως, αυτό που θα έκανε ο κάθε σπουδαίος συγγραφέας: «γράψε γι’ αυτά που γνωρίζεις καλύτερα, δηλαδή τον ίδιο σου τον εαυτό».

Και το έκαναν με τον καλύτερο τρόπο: μίλησαν, στους στίχους των 12 τραγουδιών του άλμπουμ, για τα δικά τους συναισθήματα αποξένωσης, το ψυχολογικό τους φλερτ με τον καλλιτεχνικό αλλά και βιολογικό τους θάνατο, τις συνέπειες του καπιταλισμού και του παράλογου καταναλωτισμού στην σύγχρονη κοινωνία, τον χρόνο που περνάει αδυσώπητα και την τρέλα που κυριαρχεί σε κάθε έκφανση της προσωπικής και κοινωνικής μας ζωής.

Δεν ήταν φυσικά οι πρώτοι που μίλησαν γι’ αυτά τα δύσπεπτα θέματα: το είχαν κάνει 25 χρόνια νωρίτερα οι Pink Floyd στο άλμπουμ «Dark Side Of The Moon», από μια ‘70s σκοπιά.

Γι’ αυτό και δεν είναι τυχαίο που το «OK Computer» χαρακτηρίστηκε από πολλούς (κριτικούς και μη) ως η «Σκοτεινή Πλευρά του Φεγγαριού για την Gen-X γενιά». Μια ‘90s εκδοχή της πίσω, της αποκρουστικής, πλευράς του προσώπου του ρωμαϊκού θεού Ιανού, ανανεωμένη και updated ειδικά για χρήση από τους millenials.

Και όλα αυτά μέσα σε ένα πλήρες πακέτο τραγουδιών όχι εμπορικών, ούτε εύκολων στο πρώτο άκουσμα (το πρώτο σινγκλ, το σχεδόν επτάλεπτο «Paranoid Android», χαρακτηρίστηκε από την δισκογραφική τους εταιρεία, την ΕΜΙ, ως «μουσική αυτοκτονία»). Όχι, αυτό το άλμπουμ δεν περιείχε «ραδιοφωνικά χιτάκια», ανθεμικά μουσικά έπη ή catchy τραγουδάκια, αλλά μια διαρκή μιζέρια, με την μορφή μιας μουσικά κατατονικής φλέβας που διαπερνούσε το δίσκο, από την κορυφή έως τα νύχια του.

Το κάθε τραγούδι του άλμπουμ ήταν αυστηρά ενταγμένο μέσα στο σύνολο (γι’ αυτό και πολλοί κριτικοί μίλησαν τότε για ένα concept album), αλλά, την ίδια στιγμή, μαγικώ τω τρόπω, το κάθε ένα τραγούδι από τα 12 του άλμπουμ στεκόταν μόνο του, σε ένα βάθρο πάνω από τα υπόλοιπα, ως ένα αυτοτελές δημιούργημα με αυτόφωτη μουσική δράση (και αντίδραση).

Δεν ξέρω αν ο συγκεκριμένος δίσκος είναι ο κορυφαίος της δεκαετίας του 90’s. Και πώς να συμβεί αυτό, όταν έχει να αναμετρηθεί με το «Nevermind» των Nirvana, το «Automatic for the People» των REM, το «Achtung Baby» των U2 ή το «Behaviour» των Pet Shop Boys;

Είναι σίγουρα και κατηγορηματικά όμως αυτός ο οποίος μίλησε, πολύ καλύτερα από όλους τους προαναφερθέντες, για πράγματα που απασχολούν τόσο την δική μου γενιά, αυτή των 40αρηδων, όσο και τις νεώτερες γενιές, με τόση μουσική πειστικότητα και τόση στιχουργική διεισδυτικότητα.

Είναι το άλμπουμ που συνέλαβε τις επερχόμενες και διαδοχικές κρίσεις πανικού μιας ολόκληρης γενιάς ως άμεσο αποτέλεσμα της ανασφάλειας για το ρόλο που θα μπορούσε να παίξει η τεχνολογία στη ζωή της – καθώς και τις αγχωτικές διαταραχές που, είκοσι χρόνια μετά, θα μετατρέπονταν σε εμετό.

Ένα διαρκές και καθημερινό έμεσμα για ό,τι συμβαίνει γύρω μας, σε όλα τα επίπεδα, κοινωνικό, οικονομικό, κοινωνικό, κλιματικό. Για όλα αυτά που παρατηρούμε με τα μάτια μας γουρλωμένα, ανήμποροι να επέμβουμε με τον πλέον ελάχιστο τρόπο και να αλλάξουμε την μοίρα μας προς το καλύτερο.

Περιμένοντας ίσως μια βροχή να πέσει ορμητικά από τον ουρανό και να ξεπλύνει τους δρόμους από το «κακό» αλλά στην συνέχεια και τους εαυτούς μας από όλα εκείνα που δεν μπορέσαμε ποτέ μας να καταφέρουμε (να κατανοήσουμε) και γι’ αυτό τα κάναμε μαντάρα στην πορεία.

Οι Radiohead μας πιστοποίησαν και μας επιβεβαίωσαν με την βούλα ότι ναι μεν «ο Θεός αγαπάει τα παιδιά του».

Αλλά, στην πραγματικότητα, μας έχει γραμμένους στα αρχίδια του.