Οι Red Snapper είναι μια μπάντα που ξέρει να περιπλέκει αριστοτεχνικά τα πράγματα.  Αν ανήκεις σε αυτούς που έχουν ανοιχτές τις μουσικές τους κεραίες και δεν παριστάνεις τον συνοριοφύλακα των μουσικών genres, σίγουρα θα σε συνεπάρουν. Δημιουργώντας ένα μοναδικό κράμα acid jazz, dance, funk, και ψυχεδελικών στοιχείων, κατορθώουν να συνδυάσοουν με μαεστρία αναλογικά όργανα με ηλεκτρονικά στοιχεία. Οι Βρετανοί Red Snapper επιστρέφουν στην Ελλάδα για να μας παρουσιάσουν το νέο τους δίσκο, “Everybody Is Somebody”, και να μας επιβεβαιώσουν τη φήμη που έχουν αποκτήσει ότι είναι ένα συγκρότημα που παίζει καλύτερα στη σκηνή παρά στο στούντιο!

Ήρθαν στα λονδρέζικα μουσικά πράγματα το 1993 και τρία χρόνια μετά υπέγραψαν συμβόλαιο με την εμβληματική Warp Records για το ντεμπούτο άλμπουμ τους, “Prince Blimey” που έκανε πάταγο και δικαίωσε την απόφαση της Warp να συμπεριλάβει στο ρόστερ της καλλιτέχνες που παρεκκλίνουν από τα καθιερωμένα. Οι χορευτικότερες δομές του επόμενου δίσκου τους, τους εντάσσει και στα ευρύτερα όρια της dance-electronica κουλτούρας, κάτι που επιβεβαιώνει και η περιοδεία τους με τους Prodigy και τους Foo Fighters στο Ηνωμένο Βασίλειο, ενώ ακολουθούν συνεργασίες με τεράστια ονόματα όπως οι Bjork, David Holmes, Beth Orton, Fugees και Massive Attack.

Έχοντας πλέον την τύχη και την απόλυτη αναγνώριση με το μέρος τους, το 2000 τους βρίσκει με νέο δίσκο, τον πολύ αξιόλογο “Our aim is to satisfy Red Snapper”, με αφομοιωμένη πλέον την acid jazz εμπειρία του “Prince Blimey” και το τριπαριστό dance του “Making Bones”, ενώ η σχέση τους με την τεχνολογία γίνεται πιο στενή αλλά κυρίως ουσιώδης, αποκτώντας έτσι ένα πιο ηλεκτρονικό χαρακτήρα.

Μετά από μια σύντομη διάλυση το 2002, το συγκρότημα επανενώνεται το 2007 και τη χρονιά που μας πέρασε επανήλθαν στα δισκογραφικά πράγματα ανανεωμένοι και ορεξάτοι με την τελευταία τους κυκλοφορία, “Everybody Is Somebody” από τη Lo Recordings, που οδήγησε τους Βρετανούς σε άλλη μία περιοδεία. Με τη στάση τους στην Αθήνα την Παρασκευή 20 Οκτωβρίου, στο Fuzz Club, αναμένουμε μια βραδιά γεμάτη ζωντάνια και την μοναδική trippy, πειραματική εμπειρία των Red Snapper.

*Αξίζει επίσης να αναφέρουμε ότι τη συναυλία ανοίγουν οι Unsound MinΖ, ένα μουσικό project με έδρα την Αθήνα. Ο ηλεκτροακουστικός, ορχηστρικός ήχος τους ενσωματώνει στοιχεία από ambient, trip hop, jazz και post rock. Πρόκειται για ατμοσφαιρική μουσική με κινηματογραφικές αναφορές και έντονο το στοιχείο της dark ψυχεδέλειας.

Εν όψει της πολυαναμενώμενης εμφάνισής τους, την Παρασκευή 20 Οκτωβρίου, στο Fuzz Club, ο Ali Friend μιλά στο Olafaq.

– Μπορείτε να μας μιλήσετε για την ιστορία του συγκροτήματος; Πώς βρεθήκατε όλοι μαζί για να σχηματίσετε τους Red Snapper στις αρχές της δεκαετίας του ’90;
Συναντηθήκαμε τυχαία και η μπάντα δημιουργήθηκε με έναν οργανικό τρόπο. Ο Rich και εγώ γνωριστήκαμε από τις τότε συντρόφους μας, σε μια περίοδο που και οι δύο ψάχναμε τρόπους να φτιάξουμε ένα μουσικό project. Αρχικά αποφασίσαμε να γράφουμε και να ηχογραφούμε απλές funk/disco ιδέες με τύμπανα και μπάσο, τις οποίες παραχωρούσαμε σε DJs για μίξη. Στη συνέχεια αυτό εξελίχθηκε ως ιδέα για ένα άλμπουμ με διπλό μπάσο και τύμπανα breakbeat, αλλά ήταν τόσο καλό που σκεφτήκαμε ότι όλο αυτό θα μπορούσε να πάει λίγο παραπέρα, κι έτσι επεκταθήκαμε. Στην μπάντα εντάχθηκε στην κιθάρα ο τότε συγκάτοικος του Rich, David, και την ομάδα συμπλήρωσε ένας τζαζίστας και εξαιρετικός πολυοργανίστας που ονομάζεται Alan Riding (σαξόφωνο, κλαρινέτο, φλάουτο, μελόντικα). Αρχικά παίξαμε αυτοσχεδιαστικά σετ σε διάφορα club στο Λονδίνο.

– Δραστηριοποιείστε στην dance σκηνή από τη δεκαετία του ’90, σε μια από τις πιο πρωτοποριακές δισκογραφικές εταιρίες εκείνης της εποχής. Σήμερα, πώς βλέπετε την εξέλιξη αυτών των τάσεων, και των ονομάτων, της σύγχρονης εναλλακτικής dance σκηνής;
Οι Red Snapper κυκλοφόρησαν δίσκους στην Warp Records και κάποια από τη μουσική μας πέρασε σε μεγάλο βαθμό στη dance σκηνή, και έτσι παίζαμε ζωντανά με ονόματα όπως οι The Prodigy, Massive Attack, The Fugees, αλλά παράλληλα ήμασταν και κάτι πολύ διαφορετικό από αυτό. Αυτά που είχαν απήχηση στο ευρύτερο κοινό και «έφταναν» στις πίστες, ήταν κατά κύριο λόγο τα remix μας που. Η χορευτική μουσική έχει περάσει από τόσες πολλές μεταμορφώσεις, δανειζόμενη από το παρελθόν. Υπάρχει σίγουρα μια επιστροφή σε κάποιους ήχους και φόρμες της δεκαετίας του 1990 στη σύγχρονη dance και pop σκηνή. Λατρεύω τους ήχους των Floating Points, Mount Kimbie, Tomaga, Overmono και Kieran Hebden.

– Πολλοί μουσικοί αντλούν έμπνευση από τον περιβάλλον γύρω τους. Υπάρχουν συγκεκριμένα μέρη, εμπειρίες ή γεγονότα που έχουν επηρεάσει τη μουσική σας;
Προσωπικά, νιώθω τυχερός που έζησα στο Λονδίνο το μεγαλύτερο μέρος της ζωής μου, όπου υπάρχει τόση πολλή μουσική για να αντλήσω από εδώ, ειδικά στο Ανατολικό Λονδίνο γύρω από το Hackney, όπου μένω. Υπάρχει πολύ καλή τζαζ εδώ και οι άνθρωποι δοκιμάζουν συνεχώς νέες μουσικές ιδέες. Επίσης, πριν από λίγο καιρό έζησα για κάποιο διάστημα στην Γκάμπια και τη Σενεγάλη, οι οποίες επίσης με επηρέασαν πολύ. Υπέροχοι άνθρωποι, καταπληκτικοί ήχοι και παίξιμο. Αγόρασα ακόμη και ένα Kora από έναν ντόπιο μουσικό που γνώρισα. Πρόσφατα, ο χρόνος που η μπάντα πέρασε κάνοντας συναυλίες στην Ουκρανία και τη Ρωσία σίγουρα μας επηρέασε με καλό τρόπο. Επιπλέον, όταν συνειδητοποιείς ότι το κοινό αγκαλιάζει την σκοτεινή πλευρά, την εσωστρέφεια και την ισως παραφροσύνη της μουσικής σου, αυτό δημιουργεί κάτι συναρπαστικό, μια σύνδεση και μια μαγεία.

– Η μουσική σας συχνά αφηγείται μια ιστορία ή δημιουργεί μια ιδιαίτερη ατμόσφαιρα ή ένα σκηνικό. Πόσο σημαντική είναι για εσάς η αφήγηση ιστοριών μέσω της μουσικής, κι αν θέλετε αναφέρετε μερικά παραδείγματα από τη δισκογραφία σας.
Αυτό είναι αλήθεια, η μουσική μας πολλές φορές μοιάζει με soundtrack και δημιουργεί δυνατές εικόνες για τον ακροατή. Πρόσφατα για παράδειγμα, συμμετείχαμε στο soundtrack του El Camino, της spin-off ταινίας του Vince Gilligan για την τηλεοπτική σειρά Breaking Bad, το οποίο ενίσχυσε μια ιδιαίτερα μελαγχολική σκηνή και προσέδωσε στις εικόνες ένα διαφορετικό βάρος. Αλλά το καλύτερο παράδειγμα για εμάς είναι ίσως το soundtrack που γράψαμε και εκτελέσαμε για την Σενεγαλέζικη ταινία “Touki Bouki”. Προσπαθήσαμε να προσθέσουμε στην ήδη υπέροχη ταινία, επικαλύπτοντας τη δική μας μουσική ερμηνεία σε ορισμένες σκηνές. Υποθέτω ότι αυτό κατά κάποιο τρόπο μεταμόρφωσε την ταινία. Στα live set μας πολλές φορές παίζουμε μερικά κομμάτια από αυτά τα soundtrack. Ένα άλλο παράδειγμα είναι το κομμάτι μας, “They’re Hanging me Tonight”, το οποίο έχει πολύ δυνατές εικόνες, και γράφτηκε με αφορμή μια ιστορία που μας είπε ο David για μια κρεμάλα. Μου αρέσει η ιδέα της αφήγησης ιστοριών μέσω της μουσικής, αλλά μερικές φορές σκέφτομαι ότι όταν γράφουμε ένα κομμάτι, έχουμε την αρχή και την μέση της ιστορίας, αλλά δεν γνωρίζουμε το τέλος μέχρι να το παίξουμε.

– Με ποιους τρόπους έχει εξελιχθεί η μουσική των Red Snapper με την πάροδο των χρόνων όσον αφορά τα trippy και πειραματικά της στοιχεία, και τι αντίκτυπο είχε αυτό τόσο στο κοινό σας, όσο και στην αντιμετώπιση από τους τους κριτικούς; Σας ενδιαφέρει καταρχάς το τι λένε οι κριτικοί;
Πάντα αγκαλιάζαμε τον πειραματισμό στη μουσική μας, και για εμάς αυτό μεταφράζεται στο ότι προσπαθούμε να βρούμε νέους τρόπους παραγωγής ήχου, νέες μορφές και νέες ιδέες. Με αυτόν τον τρόπο ελπίζουμε η μουσική μας να εξελίσσεται συνεχώς. Επίσης, πάντα μας άρεσε να καλούμε μουσικούς για να συμμετέχουν στη διαδικασία αυτή, συμβάλλοντας στην διεύρυνση του μουσικού ορίζοντα της μπάντας. Πιστεύω ότι σχεδόν πάντα μια μπάντα θα θυμάται τις πρώτες της στιγμές, όταν κερδίζει για πρώτη φορά την προσοχή του κοινού, και είναι μερικές φορές δύσκολο να απομακρυνθείς από αυτό. Ωστόσο πρέπει και οφείλουμε να αλλάζουμε – μας αρέσει αυτό – και εξαιτίας αυτού οι κριτικοί και το κοινό είτε συμβαδίζουν μαζί μας, είτε μας εγκαταλείπουν επειδή ίσως είναι προσκολλημένοι στους πρώτους ήχους της μπάντας. Σε γενικές γραμμές αισθανόμαστε τυχεροί που οι fans μας έχουν εξελιχθεί μαζί μας.

– Στην ψηφιακή εποχή, οι πλατφόρμες streaming και τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης έχουν αλλάξει τον τρόπο με τον οποίο οι καλλιτέχνες συνδέονται με τους fans τους. Πώς αξιοποιείτε αυτά τα εργαλεία για να επικοινωνήσετε την μουσική σας και να χτίσετε το fanbase σας;
Οι ψηφιακές πλατφόρμες έχουν εξίσου θετικά και αρνητικά στοιχεία. Η μουσική μπορεί να φτάσει σε μεγαλύτερο ακροατήριο με πολλούς τρόπους, αλλά λόγω του αλγόριθμου κ.λπ. είναι δύσκολο να εγγυηθεί κανείς ότι κάποιος τρόπος θα λειτουργήσει. Πιστεύω επίσης ότι οι μουσικοί έχουν υποστεί τρομερή εκμετάλλευση από τις πλατφόρμες streaming. Με τους fans μας συνδεόμαστε κυρίως μέσω των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, αν και σε έναν αριθμό ανθρώπων δεν αρέσουν ή δεν τα χρησιμοποιούν, γεγονός που μπορεί να δυσκολέψει την διασύνδεση.

– Ποια είναι μερικά από τα βασικά στοιχεία ή επιρροές στη μουσική των Red Snapper που συμβάλλουν στον trippy και πειραματικό χαρακτήρα της;
Νομίζω ότι τα στοιχεία της εποχής της δεκαετίας του ’90 που ήταν γεμάτη ναρκωτικά έπαιξαν κυρίαρχο ρόλο. Η μπάντα δημιουργήθηκε από την αγάπη μας για την τζαζ και τον πειραματισμό τόσο στη μουσική όσο και στη ζωή γενικότερα. Νομίζω ότι είναι πάντα σημαντικό να αμφισβητούμε τον κόσμο και ειδικά τα καθιερωμένα. Το κάνουμε αυτό με τη μουσική μας. Θα έλεγα επίσης ότι έχουμε ένα πολύ υγιές ενδιαφέρον και αγάπη για την προοδευτική μουσική όλα αυτά τα χρόνια- από τους Television και τους Can, μέχρι τους Rush, τους Mogwai, τον Aphex Twin και τον Squarepusher. Εμφανίζονται συνεχώς νέα λογισμικά και ηλεκτρονικές δυνατότητες – ο συνδυασμός τους με ακουστικά όργανα πάντα δημιουργούσε εκπληκτικά αποτελέσματα. Νομίζω επίσης ότι τα αυτιά μου είναι πλέον συντονισμένα στο να ανιχνεύουν τους πιο περίεργους ήχους στον κόσμο.

– Τα άλμπουμ σας λαμβάνουν την αναγνώριση των κριτικών για την πρωτοποριακή τους προσέγγιση και κυρίως στον τρόπο που συνδυάζουν τα αναλογικά όργανα με ηλεκτρονικά στοιχεία. Μπορείτε να μοιραστείτε κάποιες πληροφορίες για τη διαδικασία παραγωγής και συνεργασίας πίσω από αυτό και πώς θα θέλατε να συνεχίσετε να διευρύνετε τα όρια της μουσικής που δημιουργείτε;
Πιθανότατα έχει να κάνει με το ότι είμαστε ανοιχτοί σε νέους ήχους και νέες μεθόδους. Είμαστε αρκετά τυχεροί που συνεργαζόμαστε με κορυφαίους παραγωγούς όπως ο Shuta Shinoda, ο οποίος είναι κάτι παραπάνω από ευτυχής στο να υλοποιεί τις ιδέες μας για τη μίξη διαφορετικών ηχητικών στοιχείων. Επίσης ο Tom, που παίζει σαξόφωνο στο συγκρότημα, έχει φέρει μια φρέσκια πνοή στον σχηματισμό και στη δομή των συνθέσεων. Υποθέτω επίσης ότι όλα τα μέλη της μπάντας εξακολουθούμε να ακούμε πολλές καινούργιες παραγωγές, οι οποίες τροφοδοτούν σε μεγάλο βαθμό και τη δική μας προσέγγιση. Νομίζω επίσης ότι η ενσωμάτωση νέων μουσικών στην μπάντα έχει βοηθήσει στο να επεκτείνουμε συνεχώς τα μουσικά μας όρια.

– Το τελευταίο σας άλμπουμ “Everybody Is Somebody” έτυχε της επιδοκιμασίας των κριτικών. Τι ενέπνευσε τη δημιουργική διαδικασία πίσω από αυτό και ποιο μήνυμα θέλατε να μεταφέρετε μέσω της μουσικής;
Ένα μεγάλο μέρος αυτού του άλμπουμ δημιουργήθηκε κατά τη διάρκεια του Covid και ως εκ τούτου το συνθέσαμε και το ηχογραφήσαμε από απόσταση. Οι ψηφιακές ηχογραφήσεις στέλνονταν μεταξύ μας και εγώ έκανα τη σύνθεση. Κάποια από τα τελικά κομμάτια γράφτηκαν και ηχογραφήθηκαν μαζί, αλλά ως επί το πλείστων το άλμπουμ γράφτηκε μεμονωμένα. Είχα διαβάσει πολλά για την ισότητα μεταξύ των ανθρώπων, ειδικά για έναν Βρετανό φιλόσοφο και οικονομολόγο ονόματι R.H. Tawney. Αυτό με σε μεγάλο βαθμό με επηρέασε για να γράψω το άλμπουμ. Σε μια εποχή που το Covid φαινόταν να πλήττει ορισμένους ανθρώπους πολύ πιο σκληρά από άλλους βάσει της οικονομικής τους κατάστασης και της υγειονομικής φροντίδας που έχαιραν, αισθανόμουν ότι ήταν σωστό να πούμε κάτι για αυτά τα ζητήματα. Ο τίτλος του άλμπουμ είναι επηρεασμένος από το βιβλίο. Για πολλούς ανθρώπους, μουσικά το άλμπουμ φάνηκε να αντανακλά κάποιες από τις πρώτες μας κυκλοφορίες, αλλά προσωπικά πιστεύω ότι είναι μια υπέροχη επισκόπηση του συνόλου της μουσικής που έχουμε κυκλοφορήσει.

– Τι μπορούν να περιμένουν οι fans σας στο εγγύς μέλλον; Κάποιο επερχόμενο πρότζεκτ ή περιοδεία που θα θέλατε να μοιραστείτε μαζί μας;
Θα κυκλοφορήσουμε ένα live άλμπουμ στις αρχές Νοεμβρίου. θα ονομάζεται Live at the Moth Club το οποίο ηχογραφήσαμε τον Μάιο του 2022 στο Moth Club στο Λονδίνο. Είναι πολύ αξιόλογο και σε μεγάλο βαθμό εκπροσωπεί τον τρόπο που παίζουμε live. Θα παίξουμε στην Αθήνα στις 20 Οκτωβρίου καθώς και σε μια σύντομη περιοδεία στο Ηνωμένο Βασίλειο ώστε να συμπέσει με την κυκλοφορία του άλμπουμ, που θα γίνει στο Rich Mix στο Λονδίνο στις 18 Νοεμβρίου. Για το 2024 προβλέπεται περισσότερη μουσική.

– Τι να περιμένουμε στην εμφάνισή σας στο Fuzz Club σε λίγες μέρες;
Ανυπομονούμε να παίξουμε στο Fuzz Club. Έχει περάσει πάρα πολύς καιρός από τότε που παίξαμε στην Αθήνα. Θα παίξουμε παλιά και νέα κομμάτια, με παλιά και νέα μέλη της μπάντας. Θα είναι ένα μεγάλο μουσικό πάρτι για να γιορτάσουμε την επιστροφή μας στην Ελλάδα μετά από τόσα χρόνια. Αλλά πάνω από όλα, θα είναι ένα κλασικό show των Red Snapper γεμάτο ενέργεια, ζωή και χιούμορ.

Facebook Event. 

Δείτε επίσης: Οι Βρετανοί Red Snapper έρχονται στην Αθήνα