Θα μπορούσαν να λέγονται «Zeiss Manifold & The Shrieking Plasma» ή οποιοδήποτε από τα περίπου 50-60 διαφορετικά ονόματα που το ιδρυτικό μέλος της μπάντας, ο τραγουδιστής Chris Judge Smith έγραψε στο σημειωματάριό του το καλοκαίρι του 1967.

Όμως τελικά επικράτησε το όνομα Van Der Graaf Generator και κάπως έτσι γεννήθηκε ένα νέο συγκρότημα στο Πανεπιστήμιο του Μάντσεστερ το 1967 – ένα πραγματικό «Έτος Μηδέν» για την βρετανική μουσική, με χιλιάδες μπάντες να ξεπηδούν καθημερινά σε κολέγια και πανεπιστήμια της χώρας.

Αποτελούμενοι, εκτός από τον Smith, από τον πιανίστα Nick Pearne και, κυρίως, από τον κιθαρίστα Peter Hammill, οι Van Der Graaf Generator [οι οποίοι πήραν το όνομά τους από έναν επιταχυντή σωματιδίων που χρησιμοποιείται στην ατομική έρευνα, την ιατρική και τη βιομηχανία και εφευρέθηκε από τον αμερικανό φυσικό Robert J. Van de Graaff, με την μπάντα να αφαιρεί το δεύτερο «f» από το όνομά της, για «οπτικούς λόγους», όπως τόνισε κατόπιν ο ίδιος ο Χάμιλ] στην αρχή τουλάχιστον ήταν ένα τυπικό, πειραματικό κολεγιακό συγκρότημα με (απειρο)ελάχιστες έως λίγες φιλοδοξίες για το μουσικό τους μέλλον.

Στις αρχές του 1968, το συγκρότημα υπέστη την πρώτη του αλλαγή στη σύνθεσή του, όταν ο κιμπορντίστας Hugh Banton αντικατέστησε τον Pearne.

Στη συνέχεια, ξεκίνησε το… μπες-βγες για την μπάντα, μέχρι να σταθεροποιηθεί σε μια βασική σύνθεση: ο ντράμερ Guy Evans εντάχθηκε στο συγκρότημα, ενώ ο Smith έφυγε για να σχηματίσει μια μπάντα που ονομαζόταν Heebalob μαζί με τον σαξοφωνίστα David Jackson [ο οποίος αργότερα θα γινόταν μέλος των ίδιων των VDGG!]. Ήρθε για λίγο ο μπασίστας Keith Ellis, αλλά στη συνέχεια έφυγε για να συμμετάσχει στους Juicy Lucy.

Το συγκρότημα βγήκε σε περιοδεία για ένα χρόνο ανά την βρετανική ενδοχώρα παίζοντας σε κλαμπάκια και πανεπιστημιακές σχολές. Δεν έγινε απολύτως τίποτα και σύντομα διαλύθηκαν ακολουθώντας ο καθένας τους διαφορετικούς δρόμους.

Όμως ο Hammill, ο αδιαφιλονίκητος ηγέτης του συγκροτήματος, δεν το έβαλε κάτω: αφενός άρχισε να δίνει μεμονωμένες ακουστικές σόλο συναυλίες και αφετέρου στα μέσα του 1969 κατάφερε και εξασφάλισε ένα δισκογραφικό συμβόλαιο με την δισκογραφική εταιρεία Mercury.

Ο Hammill έκλεισε 12 ώρες σε ένα στούντιο για να ηχογραφήσει ένα σόλο LP και ζήτησε από τον Evans, τον Ellis και τον Banton να συμβάλουν στην ηχογράφησή του.

«Και κάπου μέσα σε όλο αυτό το χάος ανθρώπων, οργάνων, άδειων μπουκαλιών και πλαστικών ποτηριών, οι Van Der Graaf Generator αναγεννήθηκαν», δήλωσε κατόπιν ο Hammill. Και η one-man-band έγινε κανονική μπάντα με όνομα, ληξιαρχική πράξη γεννήσεως και, κυρίως, έναν πρώτο δίσκο έτοιμο προς κυκλοφορία.

Οι Van Der Graaf Generator μπαίνουν στον Υδροχόο

Το παρθενικό τους άλμπουμ ονομάστηκε «Aerosol Grey Machine» και με αυτό εξαρχής τίθενται οι βάσεις της μουσικής τους: τα τραγούδια είναι παράξενα, σχεδόν δυσκίνητα, καθόλου ελαφριά στο άκουσμα και ικανά να αλλάξουν ηχητική κατεύθυνση ανά πάσα στιγμή.

Οι παράξενες ενορχηστρώσεις των VDGG – καμία σχέση με την ενορχηστρωτική «ορθοδοξία» συγχρόνων τους συγκροτημάτων, όπως οι Moody Blues ή ακόμη και οι King Crimson – αγκαλιάζει και, ταυτόχρονα, απωθεί βίαια το αυτί του κάθε επίδοξου ακροατή.

«Αυτή η περίοδος, εκεί προς στα τέλη του 1969 ήταν πολύ περίεργη για εμάς. Υπήρχε πολλή φτώχεια, αλλά υπήρχε και μεγάλη ψυχική δύναμη και αποφασιστικότητα. Και καταλαβαίναμε ότι κάτι συνέβαινε», παραδέχθηκε κατόπιν ο Χάμιλ.

Aυτό που συνέβη είναι ότι η πρώτη ηχητικά καταγεγραμμένη μουσική συνεισφορά της μπάντας, το ονειρικά ψυχεδελικό και φορτισμένο με wah-wah «Αfterwards», το εναρκτήριο κομμάτι του άλμπουμ, ενδεχομένως να γειτνιάζει όσο τίποτα άλλο σε ένα ποπ τραγούδι της εποχής, καθώς θυμίζει τις πιο μπαρόκ στιγμές των Procol Harum.

Η συνέχεια όμως το «Aerosol» είναι αρκετά διαφορετική. Η μπάντα καβαλάει το ρεύμα και το κύμα της Εποχής του Υδροχόου [θυμηθείτε εκείνο το «Age Of Aquarius/ Let The Sunshine In» των 5th Dimension που κυκλοφόρησε την ίδια εποχή που οι VDGG ηχογραφούν το «Aerosol»] και γράφει το «Aquarian» με στίχους όπως «Καβαλάμε ουράνια τόξα και είμαστε ευτυχισμένοι σήμερα / Τώρα κινούμαστε προς τον ήλιο προς κάθε κατεύθυνση / Είμαστε καλυμμένοι με πέπλα μυστικιστικής προστασίας / Αστειευόμαστε πολύ, καπνίζοντας ή όχι / Πλέοντας το γιοτ μας προς την ελευθερία / Ψηφίζοντας να είμαστε Υδροχόοι».

Ωστόσο, το κομμάτι που, ουσιαστικά, προμηνύει τον οπαδό της μπάντας για ό,τι επρόκειτο να ακολουθήσει δεν είναι άλλο από το «Necromancer» όπως και το εφιαλτικό «Octopus», μια υποθαλάσσια ιστορία τρόμου με στίχους όπως «I must endure your / Red-copper hair screaming like a water-baby / Black eyes stare from my ceiling / You who I now truly know» [ο ακροατής μπορεί να συγκρίνει το συγκεκριμένο τραγούδι, αναφορικά με την μελλοντική του συνεισφορά, με μεταγενέστερα τραγούδια, όπως το «Hearts Alive» (2004) των φοβερών Mastodon, τεράστιων οπαδών των VDGG, ως προς το μεγαλεπήβολο τόσο της σύνθεσης, όσο και του ίδιου του λιμπρέτου].

Αμφότερα προλειαίναν το μουσικό έδαφος για το πανέμορφο ηχητικό χάος που θα ακολουθούσε στους επόμενους δίσκους τους.

Στον παρθενικό δίσκο του συγκροτήματος, όλως περιέργως, αυτός που ξεχωρίζει δεν είναι ο Πίτερ Χάμιλ, αλλά ο Banton, ο οποίος εξυψώνεται ως προς τον ρόλο του στην μπάντα με τον ίδιο τρόπο που το έκαναν μετέπειτα ο Keith Emerson στους EL&P και ο Jon Lord στους Deep Purple.

Την ίδια εποχή, οι VDGG αποκτούν τον πιτσιρικά, μόλις 17χρονο, μπασίστα Nic Potter και τον σαξοφωνίστα David Jackson, η σύνθεση της μπάντας οριστικοποιείται και το συγκρότημα μπαίνει στο στούντιο με ένα νέο συμβόλαιο με την Charisma Records – δισκογραφική των εξίσου ταλαντούχων Genesis – προκειμένου να ηχογραφήσει το επόμενο άλμπουμ του.

Van Der Graaf Generator

«Πρόσφυγες» της εγκεφαλικής prog-rock

Το «The Least We Can Do Is Wave To Each Other» κυκλοφόρησε τον Μάρτιο του 1970 και είναι το πρώτο μεγάλο αριστούργημα της μπάντας. Πλέον, οι ατμόσφαιρες που επικρατούν στα τραγούδια τους είναι δυστοπικές και δυσοίωνες και ο ζόφος ξεπηδάει σχεδόν από κάθε κομμάτι ή αυλακιά του δίσκου τους.

Τα πρώτα κλασικά τους κομμάτια – όπως το εκπληκτικό «Refugees» – κάνουν την εμφάνισή τους, όπως αντίστοιχα και τα, πανταχού παρόντα από μια εποχή και μετά, πνευστά στις πυκνογραμμένες συνθέσεις τους.

Το εναρκτήριο «Darkness (11/11)» (αφιερωμένο σε έναν Αγγλοσάξονα πολεμιστή του 11ου αιώνα, τον Hereward the Wake, ο οποίος πολέμησε τους Νορμανδούς κατακτητές) είναι σκοτεινό, βαρύ και δύσθυμο.

Η φωνή του Hammill, εντωμεταξύ, αρχίζει να ανακαλύπτει τα δικά της όρια, με τον τραγουδιστή να εναλλάσσει την φωνητική του διάθεση από την μινόρε θέρμη στην ματζόρε ανατριχίλα και παράνοια, χωρίς ωστόσο ποτέ να αποτυγχάνει να αποτυπώσει 100% το κλίμα των στίχων που τραγουδάει.

Τα κίμπορντ του Μπάντον αρπάζουν το «White Hammer» από το λαιμό και το πετάνε προς διάφορες κατευθύνσεις, πιο τρομακτικές ακόμη και από εκείνες αντίστοιχων συγκροτημάτων της εποχής, όπως οι Black Sabbath.

Οι VDGG μπορεί να μην ΗΧΟΥΝ τόσο βαρείς όσο οι Sabbath, αλλά η στιχουργική θεματική τους είναι αναμφίβολα πολύ πιο απαισιόδοξη: «Το έτος 1486 εμφανίστηκε για πρώτη φορά το Malleus / Σχεδιασμένο να σκοτώσει όλη τη μαγεία και να τερματίσει τους παπικούς φόβους / Προδιαγράφοντας τα βασανιστήρια που θα σκότωναν τις Μαύρες Τέχνες / Και το Σφυρί χτύπησε δυνατά», τραγουδάει ο Χάμιλ, ντύνοντας τους αποκρυφιστικούς στίχους γύρω από τον μανδύα της εξίσου αποκρυφιστικής χροιάς της φωνής του αναφορικά με την ιστορία του «Malleus Maleficarum», της πιο γνωστής και σημαντικής πραγματείας σχετικά με τον διωγμό των μαγισσών του Μεσαίωνα.

Και το 11λεπτο «After the Flood» εμφανίζει για πρώτη φορά το επίμονο φλερτ της μπάντας με το proto-metal της εποχής του, συμπλέκοντάς το με το folk-rock της σκηνής του Canterbury. Και τι να πούμε για το μεγαλειώδες «Refugees», με τα βουκολικά κίμπορντ να συνομιλούν άψογα με τον ήχο του βιολοντσέλου.

Από το υδρογόνο στο ήλιο

Το τρίτο άλμπουμ των VDGG ξεκινάει και τελειώνει σε μια χημική εξίσωση που περιλαμβάνει το υδρογόνο (H) και το ήλιο (He), σε μια απόπειρα (επ)εξήγησης της Ζωής, του Σύμπαντος και γενικότερα αυτού του μεγάλου μυστηρίου που τυλίγει την ίδια μας την Ύπαρξη.

«H to He Who Am the Only One» ονομάστηκε και είναι το σημείο όπου και οι πλέον αυστηροί κριτικοί της μπάντας «κατέβασαν», που λέμε, τα μολύβια και τα στυλό τους και παραδέχθηκαν ότι οι VDGG ανήκαν πλέον, με το σπαθί τους, στην ελίτ του βρετανικού prog-rock.

Στο άλμπουμ αυτό τα τραγούδια είναι μεγαλύτερα σε διάρκεια – και λιγότερα σε αριθμό – ενώ η μπάντα δεν αρκείται στην μέχρι τότε γνωστή ρυθμολογία των τραγουδιών και φτάνει να παίζει μέχρι και… acid jazz ή ρυθμούς που μόνο τζαζίστες (ή οι σύγχρονοί τους, Soft Machine) μπορούσαν να παίξουν τόσο επιτυχημένα, κάτι 13/8 και 15/8, αναμεμειγμένα με τόνους επιρροών από κλασική μουσική, ιδίως Stravinsky.

Και όχι μόνο αυτό, αλλά έχουμε, για πρώτη φορά, μια συνεργασία ανάμεσα σε δυο από τα σπουδαιότερα μυαλά που προέκυψαν από την βρετανική prog-rock σκηνή: ο Robert Fripp συνοδεύει με την κιθάρα του τη φωνή του Χάμιλ στο αντιπολεμικό «The Emperor in His War-Room», λίγο πριν ο ακροατής βυθιστεί στο «Pioneers Over C», εκεί όπου η επιστημονική φαντασία του «Space Oddity» συναντάει τις μεταφυσικές ανησυχίες του Χάμιλ: «Άφησα τη Γη το 1983», τραγουδάει ο Hammill ως άλλος Major Tom και στη συνέχεια αναρωτιέται «πού είναι ο χρόνος, και ποιος στο διάολο είμαι εγώ / εδώ που επιπλέω άσκοπα; / Είμαι τώρα εντελώς μόνος, μέρος μιας κενής χρονικής ζώνης / Εδώ που επιπλέω στο κενό / Έχω μόνο αμυδρά επίγνωση της ύπαρξης / Μια αμυδρά υπάρχουσα επίγνωση».

Το αποκορύφωμα όλου του άλμπουμ είναι, φυσικά, το ανατριχιαστικό «Killer», με τους οριακούς, για κάθε σοβαρό συγκρότημα που σέβεται τον συγγραφικό εαυτό του, στίχους «And so you live in the bottom of the sea / And you kill all that come near you / But you are very lonely / Because all the other fish fear you». «Σημασία δεν έχει να σε φοβούνται, αλλά να σε σέβονται», μάς λέει ξεκάθαρα ο Χάμιλ σε άψογο υπαρξιστικό κλίμα.

Το «H to He Who Am the Only One» ακούγεται κάπως όπως, πιθανόν, να ακούγονταν οι Pink Floyd το 1971, αν ο Σιντ Μπάρετ δεν παραιτούταν από τα εγκόσμια και συνέχιζε να τους καθοδηγεί με κατεύθυνση το δημιουργικό του όραμα.

«Μια μαύρη μέρα / σ’ έναν μαύρο μήνα / στον μαύρο βυθό της θάλασσας / Η μητέρα σου σε γέννησε και πέθανε αμέσως», αναφέρει το «Killer» και στη συνέχεια ο Χάμιλ «σκοτώνει» το Νικ Πότερ, εμποδίζοντάς τον από το να παίξει μπάσο σε όλα τα κομμάτια του άλμπουμ και αναγκάζοντας τον Μπάντον να αναλάβει χρέη μπασίστα στα υπόλοιπα.

Και ο Πότερ φοράει το καπελάκι του στραβά και αποχωρεί από το συγκρότημα.

Τα Λέμινγκς εισέβαλλαν στο Φάρο

Με τους εναπομείναντες πλέον Hammill, Banton, Jackson και Evans, οι VDGG εισέρχονται στην, κατά πολλούς, «κλασική» σύνθεση του συγκροτήματος.

Τον Απρίλιο του 1971 ο Χάμιλ ηχογράφησε το πρώτο του σόλο άλμπουμ, με τίτλο «Fool’s Mate», ενώ παράλληλα ως VDGG ηχογραφούσε το επόμενο αριστούργημα της μπάντας, το «Pawn Hearts».

Στο, από κάθε άποψη, οριακό prog-rock αριστούργημα «A Plague Of Lighthouse Keepers», ο Χάμιλ διηγείται την τραγική ιστορία του ναυαγίου ενός πλοίου και το θάνατο των ναυτικών του, συναρπάζοντας τον ακροατή με την μεταβαλλόμενη διάθεση της φωνής του και την ικανότητά της να μπορεί να μεταλαμπαδεύει το φάσμα τουλάχιστον των μισών ανθρώπινων συναισθημάτων, από το συναίσθημα της απόγνωσης, της μοναξιάς, της θλίψης, του φόβου του θανάτου και της ματαίωσης μέχρι εκείνο της απόλυτης γαλήνης και της ελπίδας που αχνοφαίνεται όπως ο Φάρος του τίτλου του, να αναβοσβήνει μέσα στο απόλυτο σκοτάδι, καθοδηγώντας όλη την ανθρώπινη ύπαρξη, εναλλάξ, ανάμεσα στο Μηδέν / Τίποτα και το Όλον.

«Η ιστορία πραγματεύεται τις ενοχές που νιώθει ένας φαροφύλακας όταν βλέπει ανθρώπους να πεθαίνουν και δεν μπορεί να τους βοηθήσει. Στο τέλος είτε αυτοκτονεί, είτε τα εκλογικεύει όλα αυτά και μπορεί να ζήσει το υπόλοιπο της ζωής του ειρηνικά», είχε δηλώσει ο Χάμιλ μετά από μερικά χρόνια σχετικά με το τραγούδι αυτό, με τον Φαροφύλακα να συμβολίζει, αιωνίως και εις το διηνεκές στην εργογραφία των VDGG, την Ανθρώπινη Μοναξιά.

Το 23λεπτο «A Plague Of Lighthouse Keepers» αποδεικνύεται ως το προσωπικό τους «Supper’s Ready», «Tubular Bells» ή «Atom Heart Mother», αλλά το άλμπουμ δεν είναι μόνο και αποκλειστικά αυτό.

Είναι, στην πραγματικότητα ένα free-jazz πείραμα, μια άσκηση για επίδοξους freak-out τζαζίστες, με ένα «Lemmings (Including Cog)» να παλαντζάρει επικίνδυνα, σε στιχουργικό επίπεδο, ανάμεσα στην sci-fi λογοτεχνία και το ιονεσκικό παράλογο.

Λογικό και αναμενόμενο ήταν λοιπόν, μετά την ηχογράφηση του «Pawn Hearts», και μετά από μια τόσο πυρετώδη δημιουργικότητα, το συγκρότημα να «κρασάρει». Να κάψει φλάντζα, που λέμε. Τα τέσσερα μέλη του αποφασίζουν για λίγο να δώσουν χρόνο στον εαυτό τους.

Ανακοινώνουν, αμφίθυμα και απρόθυμα είναι η αλήθεια, την διάλυσή τους, ισχυριζόμενα, όπως ο Evans, ότι «μετά το Pawn Hearts δεν ξέραμε πού να κατευθυνθούμε ως μπάντα».

Ακολουθώντας σόλο μονοπάτια από το Ναδίρ στο Ζενίθ ξανά

Οι VDGG διαλύθηκαν λοιπόν και ο Hammill ξεκίνησε μια άκρως επιτυχημένη σόλο καριέρα, παράγοντας μερικά εξαιρετικά άλμπουμ όπως το «Chameleon In the Shadow Of The Night» (1973) και το «Nadir’s Big Chance» (1975), μέχρι που από το (καθόλου) «Ναδίρ» της σόλο καριέρας του αποφάσισε, από κοινού με τους υπόλοιπους τρεις, να δώσουν ακόμη μια ευκαιρία σε ένα πιθανό Ζενίθ τους ως VDGG.

Όπερ και εγένετο τον Οκτώβριο του 1974, οπότε η μπάντα ξεκίνησε τις ηχογραφήσεις για το επόμενο άλμπουμ τους, το «Godbluff».

«You ask, in uncertain voice, what you should do / As if there were a choice but to carry on», αναρωτιέται, σχεδόν καθόλου κρυπτικά και απολύτως ειλικρινά, ο Χάμιλ στο εναρκτήριο του άλμπουμ, τραγούδι, το «The Undercover Man». Είναι λοιπόν εξαρχής ξεκάθαρο ότι ο ένας VDGG είχε λείψει στον άλλον.

Και αυτή η νέα και ολοζώντανη δυναμική φανερώνεται και τα τέσσερα κομμάτια του δίσκου, με το προαναφερθέν να καλύπτει σε μεγάλο βαθμό τις υπαρξιακές αγωνίες του Χάμιλ, με στίχους όλο και πιο κοντά την (αγαπημένη του) ρωσική λογοτεχνία, το εφιαλτικό «Scorched Earth» να είναι ό,τι πιο κοντινό, «κακοφωνικά», στις μεταφυσικές ανησυχίες του πρότερου δισκογραφικού τους βίου, το μεσαιωνικών στιχουργικών προδιαγραφών «Arrow» να ξεκινάει σαν τυπικό prog-rock πριν καταλήξει σε αμήχανο funk και το «The Sleepwalkers» να αποτελεί, μέχρι και σήμερα, ένα από τα 2-3 σπουδαιότερα τραγούδια που έχουν συνθέσει όλοι μαζί.

«And how could we lose what we’ve never owned? / Oh, I’d search out every knowledge that I could find / Unravel all the mysteries of mind / If I only had time / But soon my time is ended», τραγουδάει στο τέλος του προαναφερθέντος τραγουδιού ο Χάμιλ, λες και οι VDGG παραδέχονταν, πλαγίως, ότι ζούσαν με «δανεικό» χρόνο.

Απεναντίας: πλησίαζαν, για ακόμη μια φορά, στον απόλυτο κολοφώνα της καριέρας τους.

Νεκρή Φύση

Το «Still Life» ηχεί, ώρες ώρες σαν το μουσικό σίκουελ του «Godbluff» και όντως δύο από τα έξι κομμάτια του ηχογραφήθηκαν κατά τη διάρκεια των ηχογραφήσεων του τελευταίου.

Αυτή τη φορά δεν έχουμε τέσσερα, αλλά πέντε κομμάτια να το απαρτίζουν, ενώ οι VDGG αποφασίζουν να παίξουν με κανόνες… pro-post rock, ακολουθώντας μια ηχητική μανιέρα που προσομοιάζει το quiet/LOUD/quiet/LOUD μοτίβο τραγουδιών του φοβερού εκείνου άλμπουμ «Spiderland» των κατά πολύ μεταγενέστερών τους Slint από το 1991 – παρεμπιπτόντως και οι Slint έχουν δηλώσει τεράστιοι οπαδοί των VDGG.

«Η ύπαρξη είναι μια σκηνή στην οποία περνάμε / Ένα κόλπο υπνοβασίας για το μυαλό και την καρδιά / Είναι μάταιο, το ξέρω, αλλά πρέπει να προχωρήσω», τραγουδάει ο Χάμιλ στο «Childlike Faith in Childhood’s End» και να’ το ξανά το μοτίβο του υπνοβάτη του «Sleepwalkers», το οποίο, σημειολογικά, εναλλάσσεται στην στιχουργική μυθολογία της μπάντας, στον ίδιο βαθμό με εκείνο του Φαροφύλακα, ως η επιτομή της Ανθρώπινης Μοναξιάς.

Μιας Μοναξιάς η οποία στο Μέλλον – και πάντα μέσα στο μυαλό του Χάμιλ – ενδεχομένως να είναι περισσότερο υποφερτή αν η ανθρωπότητα κατάφερνε και δημιουργούσε μια πραγματικότητα δίχως σωματική παρακμή, αρρώστιες, γήρας και θάνατο, όπως υπονοεί ο ίδιος τραγουδώντας στο, φερώνυμο του άλμπουμ, τραγούδι.

Για να παραφράσουμε και το γνωστό ελληνικό τραγούδι, η Αθανασία της Ψυχής (και του Σώματος) είναι πολύ μεγάλο πράγμα για τον Πίτερ Χάμιλ.

Σχεδόν ταυτόχρονα με το «Still Life», οι Van der Graaf Generator κυκλοφορούν και το άλμπουμ «World Record», ένα άλμπουμ σαφώς υποδεέστερο (αλλά και πολύ διαφορετικό, ηχητικά) σε σχέση με τα προηγούμενα.

Οι συνθέσεις εδώ είναι πολύ πιο άμεσες και λιγότερο πειραματικές, σαν οι VDGG να έχουν βαρεθεί να παίζουν το παιχνίδι της «γάτας με του ποντικιού» ως προς τις αλλεπάλληλες κατευθύνσεις των μουσικών τους επιδιώξεων και να θέλουν να παίξουν πολύ περισσότερο εκ του ασφαλούς. Πάνω σε πολύ πιο safe μουσικά μονοπάτια.

Δικαίωμά τους, φυσικά. Αλλά κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει, με το πλεονέκτημα των σχεδόν 48 ετών μπροστά, ότι το άλμπουμ αυτό ούτε αφαίρεσε, αλλά ασφαλώς ούτε και πρόσφερε κάτι παραπάνω στον όποιο μύθο ή την παρακαταθήκη τους, ως μπάντα.

Ηρεμία και Ευχαρίστηση

Το «The Quiet Zone/The Pleasure Dome», το τελευταίο τους άλμπουμ υπό την χρονική «ομπρέλα» της θρυλικής τους οκταετίας 1969-1977, αποδεικνύεται και ένα από τα σπουδαιότερά τους.

Το άλμπουμ κυκλοφορεί το 1977 με το όνομα Van der Graaf, χωρίς το «Generator», σε ένδειξη σεβασμού για την αποχώρηση των Banton και Jackson και την έλευση του Νικ Πότερ στο μπάσο ξανά αλλά και του βιολιστή Graham Smith, ο οποίος ανέλαβε και ρόλο ενορχηστρωτή δίπλα στον Χάμιλ.

Ως τετραμελές σχήμα πλέον, οι VDG ουσιαστικά αναδεικνύονται κάπως σαν το συνοδευτικό σχήμα του αδιαφιλονίκητου ηγέτη τους, με τα κιθαριστικά μέρη του Χάμιλ να βρίσκονται πάντα στο επίκεντρο όλων των συνθέσεων (εννέα τον αριθμό) του «The Quiet Zone/The Pleasure Dome».

Να κάνουμε εδώ μια παρένθεση και να πούμε το εξής: ο Johnny Rotten ή John Lydon των Sex Pistols και μετέπειτα των Public Image Ltd. μέχρι και σήμερα βγαίνει και δηλώνει σε συνεντεύξεις του ότι ένας από τους 4-5 μουσικούς που τον επηρέασαν βαθύτατα ήταν ο Πίτερ Χάμιλ.

Ο Χάμιλ το είχε αυτό κατά νου και, με κάποιο τρόπο, στο «The Quiet Zone/The Pleasure Dome» τού ανταποδίδει την όποια φιλοφρόνηση, πιάνοντας μερικούς φρενήρεις ρυθμούς πάνω στην ταστιέρα της κιθάρας του.

Οι συνθέσεις των VDG ήταν που ήταν αναρχικές από τη φύση τους, πλέον, στο συγκεκριμένο άλμπουμ, αρχίζουν και ακολουθούν μέχρι και τα μουσικά ειωθότα της εποχής εκείνης –μην ξεχνάμε ότι το άλμπουμ κυκλοφόρησε εν μέσω της μουσικής επανάστασης της πανκ.

Όλα τα τραγούδια ακούγονται, παραδόξως, εντός αλλά και εκτός κλίματος των VDG, άλλοτε παίρνοντας τον ακροατή από το… αυτί και οδηγώντας τον στις πειραματικές avant-jazz φόρμες της διετίας 1970-71 (όπως στα «Last Frame», «Chemical World» και «The Wave») και άλλοτε αποδεχόμενα την «σπίλωση» του αρχετυπικού VDGG ήχου με φαζαρισμένες και «βρώμικες» κιθάρες που απέχουν έτη φωτός από τα proto-goth δυστοπικά αριστουργήματα τύπου «A Plague Of Lighthouse Keepers» (όπως διαφαίνεται στα «Lizard Play» και «Cat’s Eye/Yellow Fever (Running)»).

Η ουσία και η αλήθεια, ασφαλώς, παραμένει μια και αδιαπραγμάτευτη: το ίδιο το συγκρότημα, ακόμη και σε αυτό, το κύκνειο άσμα του, δεν πρόδωσε ποτέ του το μουσικό raison d’ etre του και παρέμεινε προοδευτικό και πρωτοπόρο έως το τέλος.

Οι Van Der Graaf Generator του 21ου αιώνα

Από το 1978, οπότε και το συγκρότημα διαλύθηκε επισήμως, μεσολάβησαν 25 χρόνια μέχρι το 2003. Τότε ήταν που η κλασική σύνθεση της μπάντας με τους Hammill, Banton, Jackson και Evans επανενώθηκε για να παίξουν live το άλμπουμ «Still Life» στο Queen Elizabeth Hall του Λονδίνου.

Τον Δεκέμβριο του 2003, ο Χάμιλ υπέστη καρδιακή προσβολή και όλοι θεώρησαν ότι ο σπουδαίος αυτός μουσικός θα σταματούσε τις ζωντανές εμφανίσεις.

Και εκεί που όλοι περίμεναν ότι το όχημα των VDGG θα σταματούσε κάπου εδώ, το 2005 έσκασε η είδηση ότι η κλασική σύνθεση της μπάντας θα επανενωνόταν με ξεκάθαρους στουντιακούς και δισκογραφικούς νέους στόχους.

Σήμερα, οι VDGG παραμένουν ενεργοί ως τρίο, με τον Jackson να έχει αποχωρήσει οριστικά και αμετάκλητα από τις τάξεις τους το 2006. Μετά την αποχώρηση του Τζάκσον, το συγκρότημα έκανε ένα διάλειμμα πριν περιοδεύσει ως τρίο τον Απρίλιο και τον Ιούλιο του 2007 στην Ευρώπη.

Μια συναυλία στις 14 Απριλίου 2007 στο Paradiso στο Άμστερνταμ ηχογραφήθηκε και μεταδόθηκε στην ιστοσελίδα FabChannel τον Μάρτιο του 2009, ενώ κυκλοφόρησε σε DVD και CD τον Ιούνιο του ίδιου έτους.

Η πρώτη ηχογράφηση του τρίο, το «Trisector», κυκλοφόρησε στις 17 Μαρτίου του 2008. Τον Μάρτιο και τον Απρίλιο εκείνης της χρονιάς πραγματοποιήθηκαν ζωντανές συναυλίες στην Ευρώπη και τον Ιούνιο στην Ιαπωνία, μεταξύ των οποίων και μία στο Gouveia Art Rock Festival.

Τον Ιανουάριο του 2009 πραγματοποιήθηκαν περαιτέρω συναυλίες στην Ευρώπη, ενώ το συγκρότημα έδωσε αρκετές συναυλίες στον Καναδά και τις Ηνωμένες Πολιτείες το καλοκαίρι του 2009, μεταξύ των οποίων και μία εμφάνιση στο NEARfest στο Bethlehem PA.

Ήταν μόλις η δεύτερη φορά που οι Van der Graaf Generator επισκέπτονταν τις ΗΠΑ (η πρώτη τους ήταν στη Νέα Υόρκη το 1976).

Την άνοιξη του 2010, το συγκρότημα ηχογράφησε ένα νέο άλμπουμ στο Ντέβον. Το «A Grounding in Numbers» κυκλοφόρησε στις 14 Μαρτίου 2011. Το «Live at Metropolis Studios 2010» κυκλοφόρησε ως σετ 2CD/1DVD από τη Salvo/Union Square Music στις 4 Ιουνίου 2012.

Στη συνέχεια το συγκρότημα περιόδευσε στο ανατολικό τμήμα των Ηνωμένων Πολιτειών και τον Καναδά κατά τη διάρκεια του Ιουνίου και του Ιουλίου του 2012, συμπεριλαμβανομένης μιας εμφάνισης στο NEARfest Apocalypse στο Bethlehem της Pennsylvania στις 22 Ιουνίου. Ένα άλμπουμ με out-takes και jams στο στούντιο με τίτλο «ALT» κυκλοφόρησε τον Ιούνιο του 2012.

Το συγκρότημα συνέχισε την περιοδεία του στις αρχές του 2013, ταυτόχρονα με τα δυσάρεστα νέα ότι ο πρώην μπασίστας του συγκροτήματος, ο Νικ Πότερ πέθανε τη νύχτα της 16ης Ιανουαρίου του 2013, σε ηλικία 61 ετών.

Το 2014, το συγκρότημα συνεργάστηκε με τον Σοβιετικό αντιφρονούντα καλλιτέχνη Βλαντισλάβ Σαμπαλίν για ένα καλλιτεχνικό εγχείρημα με τίτλο «Earlybird Project». Ο τίτλος προέρχεται από το ομώνυμο κομμάτι του «ALT».

Το 2015, το συγκρότημα κυκλοφόρησε το live άλμπουμ «Merlin Atmos» με κομμάτια που ηχογραφήθηκαν κατά τη διάρκεια της περιοδείας του 2013 και το «After the Flood», ένα άλμπουμ με ηχογραφήσεις του BBC από το 1968-1977.

Ένα νέο άλμπουμ, το «Do Not Disturb» κυκλοφόρησε τον Σεπτέμβριο του 2016 και περιλάμβανε το τραγούδι «Alfa Berlina», το οποίο καταγράφει τις ιταλικές περιοδείες του συγκροτήματος στη δεκαετία του 1970.

Οι απανταχού μουσικοί δημοσιογράφοι υπέθεσαν ότι θα ήταν το τελευταίο άλμπουμ του συγκροτήματος, αν και αυτό δεν έχει επιβεβαιωθεί και όλα παραμένουν ανοικτά και πιθανά ως προς το μέλλον της μπάντας.

Γιατί, ίσως, ο Πίτερ Χάμιλ και οι συν αυτώ να συνεχίσουν να παραμένουν, στην όγδοη δεκαετία της ζωής τους πλέον, πραγματικοί «Killers» της Μουσικής και της Καλλιτεχνικής Δημιουργίας.