Στις αρχές του 1977, ο Mike Oldfield αποκαλούταν, ειρωνικά και σκωπτικά, στον βρετανικό μουσικό Τύπο, ως «Mike Oldfart», ένας συνδυασμός του επωνύμου του, «Old», δηλαδή «ηλικιωμένος», με την λέξη «fart», δηλαδή «πορδή».

Θεωρούταν, ήδη από τα 24 του χρόνια, ως μια «γέρικη κλανιά» – και όχι μόνο ελέω της πανκ θύελλας που συμπαρέσυρε μαζί της και δίπλα σε αυτόν και πολύ μεγαλύτερα και πιο «σεβαστά», σε μουσικό επίπεδο, ονόματα, όπως οι Pink Floyd, οι Led Zeppelin και οι Black Sabbath.

Αν λοιπόν ο Oldfield δεν ταίριαζε (όντως) σε αυτό το κλίμα και θεωρούταν ως μια απλή… μουσική παραφωνία επιπέδου σωματικών αερίων μετά από κατανάλωση οσπρίων, πώς φτάσαμε ως εδώ, μόλις τέσσερα χρόνια μετά τον καλλιτεχνικό και εμπορικό θρίαμβο των «Σωληνωτών Καμπανών» του;

Πώς κατάφερε ο ίδιος και διένυσε, μέσα σε ένα τόσο μικρό χρονικό διάστημα, λιγότερο των 1.500 ημερολογιακών ημερών, την απόσταση από την απόλυτη καταξίωση, σε επίπεδο κοινού και κριτικών, στο ναδίρ της (όποιας) δημοφιλίας κατάφερε να αποκτήσει από τα μέσα του 1973 μέχρι, τουλάχιστον, το 1975;

Η απάντηση δόθηκε, πλαγίως και by proxy, σχεδόν 15 χρόνια μετά και μάλιστα εξ ελληνικού εδάφους: όταν το 1988 ο Θάνος Κόης και οι Lost Bodies κυκλοφόρησαν το τραγούδι «Σωλήνες» και αναρωτιόντουσαν, εύλογα, «μα τι τους θέλουν πια τόσους σωλήνες;»

Ε, το ίδιο… φλέγον ερώτημα απασχολούσε, από ένα σημείο και μετά τους ίδιους τους Βρετανούς, οι οποίοι έβλεπαν το «Tubular Bells», τις «Σωληνωτές Καμπάνες» του Oldfield να παίζονται μέσα σε κάθε σπίτι, σε κάθε μπαρ, σε κάθε μπαρ, από το βορρά του Νότινγκαμ και του Σάντερλαντ μέχρι το νότο του Μπράιτον και του Πόρτσμουθ και από την ανατολή του Κόλτσεστερ και του Γουλβερχάμπτον μέχρι τη δύση του Κάρντιφ και του Τορκί.

Το άλμπουμ παιζόταν διαρκώς. Παντού. Και, σχεδόν ad nauseam, μέχρι οι παρευρισκόμενοι να ξεράσουν το γάλα της μάνας τους. Ήταν, αυτό που λένε οι Βρετανοί, «ubiquitous», ένα άλμπουμ «πανταχού παρόν» όχι απλά στην μουσική, αλλά στην ευρύτερη ποπ κουλτούρα (τους).

Ήμαρτον, δηλαδή, εδώ ο αμερικανός σκηνοθέτης Ουίλιαμ Φρίντκιν το άκουσε και «έκοψε» κοτζάμ συνθέτη με «γαλόνια», όπως ο Λάλο Σίφριν για χάρη ενός 19χρονου άγγλου πολυοργανίστα από το Reading. Και οι «Σωληνωτές Καμπάνες» κατέληξαν να αποτελούν το βασικό μουσικό θέμα της διασημότερης ταινίας τρόμου της δεκαετίας του ’70, του «Εξορκιστή».

Χωρίς, ωστόσο, ο Oldfield να ευθύνεται γι’ αυτό, το «Tubular Bells» απέκτησε, την ίδια στιγμή, μια ταυτόχρονα διττή σημασία στο βρετανικό μουσικό τοπίο του 1973: ήταν η επιτομή, ο ορισμός και το απόγειο του prog-rock, δηλαδή ένα άλμπουμ χωρισμένο απλά σε δυο πλευρές βινυλίου με ένα και μόνο τραγούδι να γεμίζει αμφότερες τις πλευρές του ως Part 1 και Part 2.

Παράλληλα με το απόγειο όμως, και καταλήγοντας να ακούγεται μέχρι και στο κάθε ανήλιαγο… υπόγειο, κατάντησε, δια την τεθλασμένης, το «Tubular Bells» να αποτελεί και έναν βασικό μπούσουλα για πολλούς, σύγχρονους του Oldfield, συναδέλφους του ως προς το πώς να ΜΗΝ συνθέσουν και να ηχογραφήσουν έναν δίσκο.

Γιατί η μεγαλοφυΐα γεννάει, σχεδόν νομοτελειακά, και φθόνο. Όχι απλά ζήλια. Φθόνο. Φθονερό φθόνο του φθονερότερου είδους. Φθόνο που ένας 19χρονος με γερό ταλέντο, «στομάχι» και διασυνδέσεις κατάφερε να δημιουργήσει, εκ του μηδενός και χρησιμοποιώντας ένα απλό μουσικό gimmick, όπως αυτό των «Σωληνωτών Καμπανών», ένα άλμπουμ αναφοράς για τις επόμενες γενιές.

Έναν δίσκο, ας το πούμε ξεκάθαρα, διαγενεακό. Που από το πρώτο του κιόλας άκουσμα υπερέβαινε χρονολογίες, είδη και μουσικά genres, που πηδούσε υφολογικούς και ηχολογικούς «φράκτες», αλλά έμοιαζε, ταυτόχρονα, στο ξένο και ανοίκειο αυτί, τόσο μα τόσο εύκολος να συντεθεί και να ηχογραφηθεί.

Και όμως: ήταν το ακριβώς αντίθετο: ήταν πολύ δύσκολο για τον οποιονδήποτε 19χρονο να συνθέσει και να ηχογραφήσει, υπό την απόλυτη εποπτεία του ιδίου του του εαυτού, ένα τέτοιο «σώμα» δουλειάς. Και κατόπιν να κάτσει και να μαζέψει όλους αυτούς τους μουσικούς, να τους συντονίσει, να τους επιβλέψει και, ως γνήσιος τελειομανής, να επιδιώξει και να πάρει από αυτούς το 110% τους.

Όμως ο «πιτσιρικάς» Oldfield δεν έγινε ποτέ του αποδεκτός από την «γερουσία» του prog-rock της εποχής – το χειρότερο, για τον ίδιο, είναι ότι δεν έγινε καν αποδεκτός από τη νεολαία της εποχής του, τους συνομηλίκους του, οι οποίοι άκουγαν μανιωδώς glam rock, Bolan, Slade και Bowie, και φυσικά δεν έβλεπαν με καλό μάτι έναν 19χρονο μπασίστα που μιλούσε, σκεφτόταν και συνέθετε μουσική με μυαλά σαν του… πατέρα τους.

Που, αντί για την μουσική ορθοδοξία του «κιθάρα-μπάσο-ντραμς», επέλεξε – τι πιο συντηρητικό, μουσικά; – να χρησιμοποιήσει ως κεντρικό μουσικό και εικονιστικό του θέμα το αρχαιότερο των μουσικών οργάνων (και μάλιστα ένα με ξεκάθαρες θρησκευτικές αναφορές, συνδέσεις ή/και προεκτάσεις);

Την καμπάνα, ένα ιδιόφωνο (γνωστό και ως «άμεσης κρούσης») μουσικό όργανο, μια μεταλλική κατασκευή συνήθως από μπρούντζο η οποία όταν δονείται παράγει ήχο. Και όχι κανάν ήχο… καλλίφωνο, αλλά ένα βαρύ, μασίφ μεταλλικό πράγμα. Εντυπωσιακό και «βαρύ». Αλλά όχι τόσο καλλίφωνο.

Και όμως, ο Oldfield, ο οποίος δεν ήταν κανένας άσχετος από μουσική και ήταν ένας αυτοδίδακτος «μύστης» των μουσικών οργάνων, μαθαίνοντας αρχικά κλασική και ακουστική κιθάρα, στην συνέχεια μόνος του μπάσο (το αγαπημένο του όργανο) και κατόπιν καμιά… εικοσαριά ακόμη. Μόνος του. Παίζοντας επί ώρες κλεισμένος μέσα στο δωμάτιό του, στο σπίτι των (σχετικά εύπορων και «αστών») γονιών του, σε ένα όμορφο προάστιο του Reading.

Επίσης, γνήσιος «φύτουλας» ων, από μικρός διάβασε και πολλή θεωρία της Μουσικής. Και τότε ήταν που έμαθε τα πάντα για τη πρώιμη (και κύρια) χρήση της καμπάνας, που ήταν η μεταφορά ενός μηνύματος σε μεγάλη απόσταση, λόγω της έντασης του ήχου της.

Τοποθετημένες καθώς ήταν ψηλά στα κωδωνοστάσια και στα παρατηρητήρια των φρουρίων για να ακούγεται ο ήχος τους σε μεγαλύτερη απόσταση, οι καμπάνες δημιουργήθηκαν εξαρχής προκειμένου να μεταφέρουν μηνύματα και ειδοποιήσεις. Κινδύνου, χαράς, λύπης, μέχρι και απλής συγκέντρωσης του πληθυσμού ενόψει μιας αναγκαιότητας, μιας φωτιάς ή μιας απειλής, ας πούμε.

Ο Oldfield επέλεξε τις «Σωληνωτές Καμπάνες», τα tubular bells, τα οποία εμφανίστηκαν στο χώρο της ευρωπαϊκής κλασικής μουσικής στα τέλη του 19ου αιώνα και, καθώς μπορούσαν να παράγουν ήχο παρόμοιο με εκείνον της καμπάνας, σταδιακά ενσωματώθηκαν, ως αυτοτελή όργανα, μέσα στην συμφωνική ορχήστρα.

Και διαμέσου αυτών, αποπειράθηκε να μεταφέρει το δικό του μήνυμα στο κοινό εκείνο που ήταν διατεθειμένο να (τον) ακούσει: ένα μήνυμα που ήταν, ταυτόχρονα, μαξιμαλιστικό και μινιμαλιστικό. Πλούσιο, αλλά και απογυμνωμένο.

Η πρόχειρη ηχογράφηση στο διαμέρισμα του Mike Oldfield

Η ηχογράφηση του «Opus One», όπως ονομαζόταν αρχικά η σύνθεση του «Tubular Bells», ξεκίνησε το 1971 στο διαμέρισμα του Oldfield στο Λονδίνο, εκεί κοντά στην εβραιοκρατούμενη συνοικία του Τότεναμ, όπου ο γιατρός πατέρας του, τού είχε αγοράσει ένα μικρό διαμέρισμα προκειμένου ο Mike να κάνει τα πρώτα του βήματα (αλλά και τις παρθενικές του επαφές και διασυνδέσεις) στη μουσική.

Ο, γεννημένος το 1953, μόλις δεκαοκτώ χρονών Oldfield είχε ηχογραφήσει την εισαγωγή του «Opus One» σε ένα στερεοφωνικό μαγνητόφωνο Bang & Olufsen, που όμως είχε καταφέρει να το μετατρέψει, άγνωστο πώς, σε… δικάναλο και στο οποίο μπορούσε να πραγματοποιεί επανειλημμένες εγγραφές, τη μια πάνω στην άλλη, χωρίς να σβήνονται οι προηγούμενες ηχογραφήσεις.

Μετά, πήρε την μαγνητοταινία και την γυρνούσε από δισκογραφική σε δισκογραφική, προσπαθώντας να πείσει κάποια εξ’ αυτών να «ρίξει» χρήματα στην ηχογράφηση ενός ευρύτερου έργου που θα ένωνε το prog-rock με την συμφωνική μουσική… κατά τον Δαίμονα εαυτού. Δηλαδή, σύμφωνα με το σενάριο που είχε κατά νου ο, ούτε καν 19χρονος, Oldfield.

Ο μόνος που ενδιαφέρθηκε γνήσια και άδολα για το μουσικό όραμα του Oldfield ήταν ένας, σχεδόν, συνομήλικός του: ένας, τότε, 22χρονος νέος επιχειρηματίας ονόματι Richard Branson που σκεφτόταν να ξεκινήσει ένα label, μια δισκογραφική εταιρεία δηλαδή ονόματι Virgin και είχε κατά νου τον Oldfield ως το αδιαφιλονίκητο «πουλέν» του, αλλά ταυτόχρονα και άτυπο «μουσικό πιονιέρο» της εταιρείας του.

Και το Νοέμβριο του 1972, ο Branson κάνει το εξής έξυπνο: αντί να πληρώνει από την τσέπη του για εργατοώρες ηχογράφησης του Oldfield σε ξένα στούντιο, αγοράζει ένα σπίτι στην περιοχή Shipton-on-Cherwell, βόρεια της Οξφόρδης, το γεμίζει με κονσόλες ηχογράφησης και όλα τα μουσικά όργανα και το μετατρέπει σε οικιακό στούντιο με την ονομασία The Manor Studio (ή απλά, «The Manor»).

Ο Oldfield μπαίνει μέσα εκεί στα τέλη του Νοέμβρη του ’72 και βγαίνει από εκεί μετά από έξι μήνες, στα τέλη του Απριλίου του ’73. Και τα master tapes που κρατάει στα χέρια του δεν περιέχουν απλά το περί μουσικής όραμά του – και την σημαντικότερη μουσική του παρακαταθήκη μέχρι σήμερα, που κοντεύει τα 70 του χρόνια – αλλά και την ληξιαρχική πράξη γέννησης μιας ολόκληρης δισκογραφικής εταιρείας, πάνω στην οποία ο Branson κατόπιν βάσισε όλη του την οικονομική «αυτοκρατορία».

Το «Tubular Bells» κυκλοφορεί στη Βρετανία σχεδόν μια εβδομάδα μετά τα 20α γενέθλια του Oldfield, ο οποίος ήξερε πολύ καλά τι αριστούργημα είχε μόλις ηχογραφήσει. Βασισμένος πάνω στις επαναλαμβανόμενες υφές από τις τοκάτες και τις φούγκες του Ι.Σ. Μπαχ, ο Oldfield, αμέσως μετά το κεντρικό θέμα του (αυτό που έγινε διάσημο μέσα από την ταινία «Εξορκιστής»), αποφάσισε να αλλάξει ρότα στο τιμόνι.

Κάπως έτσι, το Part 1, λίγο μετά το 10ο λεπτό του «εκρήγνυται» μουσικά. Ο Oldfield βάζει μέσα στη «μαρμίτα» όλα τα μουσικά όργανα που έχει στη διάθεσή του, ενώ κατόπιν κάνει αυτό το τόσο απλό που λέγαμε παραπάνω (μόνο που το «τόσο απλό» φαντάζει απλό μόνο εκ των υστέρων στο υποψιασμένο αυτί του ακροατή του και ποτέ εκ των προτέρων στο ανυποψίαστο αυτί ακόμη και ενός μουσικοσυνθέτη): πιάνει ένα, ομολογουμένως, πολύ «πιασάρικο» και έξυπνο κεντρικό μουσικό θέμα, αποτελούμενο από μερικές μινόρε νότες και το εξελίσσει προοδευτικά και προϊόντος του χρόνου. Το εξελίσσει διαμέσου της διαρκής επανάληψης και του παιξίματος της ίδιας αυτής μουσικής «φράσης» μέσα από πολλά διαφορετικά μουσικά όργανα, προκειμένου το αυτί του ακροατή του να μην βαρεθεί ποτέ –αλλά, ταυτόχρονα, να τον «εκπαιδεύσει» κιόλας.

Και κάπως έτσι, το τέλος της σουίτας του Part 1 του άλμπουμ, χρησιμεύει, ταυτόχρονα, ως αυτοτελές μουσικό άκουσμα, αλλά και ως ένα χρήσιμο μάθημα γύρω από το πώς μπορεί να ακούγονται διάφορα μουσικά όργανα, από κιθάρες και πιάνο μέχρι μαντολίνο, όργανο, κρουστά και διάφορα άλλα περίεργα, όπως ένα όργανο που ονομάζεται «speed guitar», που δεν είναι παρά η ίδια κιθάρα, ηχογραφημένη όμως με τέτοιο τρόπο ώστε να ακούγεται… στη μισή ταχύτητα.

Kαι όλα αυτά υπό την επική και διάσημη πλέον αναγγελία των διαφόρων οργάνων, την οποία κάνει ο Vivian Stanshall των κορυφαίων Βρετανών Bonzo Dog Doo-Dah Band, μια μπάντα ταλαντούχων μουσικών φαρσέρ, που αποτελούσε κάτι σαν το ροκ αντίστοιχο των Monty Python.

Το «Tubular Bells» κυκλοφόρησε τελικά στις 25 Μαΐου του 1973 και αποτελεί ακόμη και σήμερα τον πιο πετυχημένο δίσκο της Virgin, με πωλήσεις που ξεπερνούν τα 15 εκατομμύρια αντίτυπα. Aγαπήθηκε, εξίσου, από κοινό και κριτικούς, ενώ ο διάσημος ραδιοφωνικός παραγωγός John Peel τον παρουσίασε ολόκληρο – και τις δυο του πλευρές – στην ραδιοφωνική του εκπομπή και τον εκθείασε λέγοντας ότι «είναι το καλύτερο άλμπουμ που έχω ακούσει τα τελευταία χρόνια».

Το άλμπουμ είναι το τυπικό παράδειγμα / υπόδειγμα ενός grower δίσκου, δηλαδή ενός άλμπουμ που αποκλείεται να πουλήσει στην εποχή του… με τις ντάνες και είναι σχεδόν προορισμένο να πουλάει με σταθερό ρυθμό ετησίως, τόσο ώστε στο τέλος να αποκτήσει (αυτοδικαίως) ένα cult status.

Έναν ακριβώς μήνα μετά την κυκλοφορία του, ολόκληρο το άλμπουμ παρουσιάστηκε ζωντανά στο Queen Elizabeth Hall του Λονδίνου, με την συμμετοχή, μεταξύ άλλων, του Mick Taylor των Rolling Stones, του ενορχηστρωτή David Bedford, του Kevin Ayers καθώς και του Steve Hillage και Pierre Moerlen από τους Gong. Έξι μήνες μετά, τον Δεκέμβριο του ’73, δόθηκε και μια επιπλέον παράσταση του «Tubular Bells» για τις ανάγκες της τηλεοπτικής εκπομπής του BBC με τον τίτλο «Arena», αλλά μόνο για το Part 1 του.

Δεν είχε σημασία από εκεί και πέρα τι θα συνέβαινε. Το άλμπουμ υπήρχε στην δημόσια σφαίρα και πλέον ανήκε στο κοινό. Μπήκε αμέσως στα charts και από τις δύο μεριές του Ατλαντικού και το 1974 έφτασε στο νούμερο 3 της Αμερικής και στο νούμερο 2 της Αγγλίας, ενώ έμεινε συνολικά 264 εβδομάδες στα βρετανικά charts.

Ως κλασικό grower άλμπουμ, σχεδόν ενάμιση χρόνο μετά την κυκλοφορία του, τον Σεπτέμβριο του 1974, κατάφερε να ανέβει στην κορυφή των βρετανικών charts, την ίδια εποχή που κυκλοφόρησε το δεύτερο άλμπουμ του Οldfield, το εξίσου εκπληκτικό «Hergest Ridge».

Το 1975 ο Oldfield συνέθεσε, ηχογράφησε και κυκλοφόρησε το τρίτο του στη σειρά, αριστούργημα, το «Ommadawn» και ενώ προηγουμένως και συγκεκριμένα στις 17 Ιανουαρίου του 1975 είχε κυκλοφορήσει η ορχηστρική έκδοση του «Tubular Bells», υπό την ενορχήστρωση και την διεύθυνση της Royal Philarmonic Orchestra με επικεφαλής τον David Bedford.

Ο ίδιος ο Oldfield είχε αρχίσει, ωστόσο, ήδη να θεωρείται από πολλούς ως μια «γέρικη πορδή». Ένας «Oldfart» που από ένα σημείο και μετά απλώς επαναλάμβανε, σαν αυτοεκπληρούμενη μουσική προφητεία, τον εαυτό του, όπως έκανε με την κεντρική μουσική φράση του Part 1 του «Tubular Bells».

Και όντως, ο Oldfield ήταν ήδη – για να παραφράσουμε και τους Blue Oyster Cult – ένας… veteran of a thousand psychic wars από την δεκαετία του ’80 κιόλας, με τα «Tubular Bells 2» του 1992 και «Tubular Bells 2» του 1998 να μειώνουν, αντί να ενισχύουν, ως άρμοζε στον ίδιο, την μουσική του παρακαταθήκη.

Ακόμη και αν το πρώτο «Tubular Bells», αυτό του 1973, όντως δικαίως πρέπει να θεωρείται ως ένα από τα πλέον πρωτοποριακά μουσικά ακούσματα της δεκαετίας του ’70, ανοίγοντας ως σκαπανέας το δρόμο για την έλευση του post-rock και των υπόλοιπων παρακλαδιών του.