Νωρίτερα αυτή την εβδομάδα, ένα βίντεο με τον Bad Bunny να εκτοξεύει το κινητό μιας θαυμάστριας έγινε viral. Η κοπέλα προσπαθούσε να βγάλει μια selfie με τον Πορτορικανό καλλιτέχνη, όταν εκείνος άρπαξε απότομα το τηλέφωνο από το χέρι της και το πέταξε μακριά. Εξηγώντας τις ενέργειές του στο Twitter, ο τραγουδιστής έγραψε (αρχικά στα ισπανικά): «Το άτομο που έρχεται να με χαιρετήσει, να μου πει κάτι ή απλά να με γνωρίσει, θα λαμβάνει πάντα την προσοχή και τον σεβασμό μου. Εκείνους που έρχονται να μου βάλουν ένα μπάσταρδο τηλέφωνο στο πρόσωπο θα το θεωρήσω ως αυτό που είναι, έλλειψη σεβασμού και θα τους αντιμετωπίσω ανάλογα».

Ο Bad Bunny δεν είναι ο μόνος καλλιτέχνης που ήρθε πρόσφατα αντιμέτωπος με παρόμοιες συμπεριφορές που παραβιάζουν τον προσωπικό χώρο του καθενός. Η Azealia Banks ανακοίνωσε πρόσφατα ότι δεν θα εμφανίζεται πλέον στην Αυστραλία, αφού της πέταξαν ένα μπουκάλι στη σκηνή κατά τη διάρκεια συναυλίας στο Μπρίσμπεϊν. Τον Οκτώβριο, ο τραγουδιστής και τραγουδοποιός Steve Lacy, έσπασε την κάμερα ενός θαυμαστή του όταν αυτή (κατάλαθος ή όχι) εκτοξεύτηκε επάνω του την ώρα που ήταν σκηνή, ενώ η Kehlani, φέτος, δέχτηκε σεξουαλική επίθεση από έναν θαυμαστή της σε μια συναυλία στο Μάντσεστερ – σε μια ανάρτηση στο Instagram που έχει διαγραφεί από τότε, περιέγραψε το περιστατικό ως «αηδία στο στομάχι».

Ομολογουμένως, ανέκαθεν οι περισσότεροι φανατικοί οπαδοί είναι επιρρεπείς στο να υποπέσουν σε αλλοπρόσαλλη συμπεριφορά. Κάποτε, το 2004, ένα γλειφιτζούρι σφηνώθηκε στο μάτι του David Bowie αφού του το πέταξαν σε μια συναυλία. «Στο παρελθόν, είχαμε οπαδούς των Beatles που ούρλιαζαν, κατά τη διάρκεια της punk ο κόσμος έφτυνε και οι θαυμαστές/θαυμάστριες του Tom Jones πετούσαν τα εσώρουχά τους πάνω του», εξηγεί η δρ Lucy Bennett, λέκτορας στο Πανεπιστήμιο του Κάρντιφ με ειδίκευση στην κουλτούρα των οπαδών. «Πρόκειται συχνά για μορφές συμπεριφοράς κοινοτήτων/ομάδων που ενισχύουν το αίσθημα ότι “ανήκουν κάπου” και έτσι νομίζουν πως κατ’ αυτόν τον τρόπο εκφράζουν την ταυτότητα τους».

Αλλά μετά την πανδημία, κάτι φαίνεται να έχει αλλάξει στη συμπεριφορά των μαζών. Τα πλήθη είναι πλέον πιο θορυβώδη, πιο φασαριόζικα, πιο «άξεστα». Ο John Drury, καθηγητής κοινωνικής ψυχολογίας στο Πανεπιστήμιο του Sussex με εξειδίκευση στην ψυχολογία του πλήθους, συμφωνεί ότι είναι πιθανό «η κλίμακα [της κακής συμπεριφοράς] να είναι μεγαλύτερη από ό,τι τα προηγούμενα χρόνια». Αλλά αυτό εγείρει το ερώτημα «Γιατί;». Τι κρύβεται πίσω από αυτή την έξαρση της κακής συμπεριφοράς σε συναυλίες;

Η πανδημία πιθανότατα έχει κάποια σχέση με αυτό. «Έχω ακούσει πολυάριθμες αναφορές ότι τα πλήθη σε ζωντανές εκδηλώσεις είναι πιο ατίθασα ή και άτακτα από τότε που χαλάρωσαν οι περιορισμοί του COVID», λέει ο καθηγητής Drury στο Dazed. «Πολλές από αυτές τις αναφορές είναι ανεπίσημες, αλλά όλες δείχνουν προς την ίδια κατεύθυνση. Αν και μόνο μια μειοψηφία σε κάθε πλήθος λέγεται ότι ευθύνεται – οπότε δεν μπορούμε να πούμε απαραίτητα ότι πρόκειται για συλλογική συμπεριφορά – φαίνεται ότι είναι αρκετή για να προκαλέσει αναστάτωση».

Η ανάλυση του Billboard το 2021 διαπίστωσε ότι αυτή η έκρηξη μετά τα lockdown οφείλεται σε μεγάλο βαθμό σε όσους πάνε σε συναυλίες για πρώτη φορά, και – χωρίς να ακούγεται συγκαταβατικό – ίσως είναι πιθανό ότι οι νεότεροι άνθρωποι ίσως δεν ξέρουν πώς να συμπεριφέρονται «σωστά». «Οι συναυλίες είναι κάτι φυσικό, σε έναν ολοένα και περισσότερο ψηφιακό κόσμο, και μάλιστα έναν κόσμο που αναδύεται από μια πανδημία και καραντίνες», λέει η δρ Bennett. «Φαίνεται ότι, για ορισμένα άτομα, η έννοια της παρουσίας σε μια συναυλία ισοδυναμεί με σωματική συμμετοχή, είτε αυτή είναι να πετάξεις κάτι, είτε να ουρλιάξεις, είτε να συμμετάσχεις σε ένα “ποδοπάτημα” πλήθους, όπως είδαμε σε μια πρόσφατη συναυλία της Phoebe Bridgers. Εδώ υπάρχει μία έντονη, μία σχεδόν μανιώδης ανάγκη για συμμετοχή σε μία ζωντανή στιγμή από ένα πλήθος που δεν ήταν σε θέση να παρακολουθήσει συναυλίες λόγω των lockdowns».

Η ρήξη ενός αντικειμένου διασχίζει και εισβάλλει το φυσικό χάσμα μεταξύ κοινού και καλλιτέχνη. Αυτό που παλαιότερο ήταν ένας «ιερός χώρος», η σκηνή, πλέον παραβιάζεται ασυστόλως.

Είναι πιθανό, επίσης, ότι η άνοδος των social media έπαιξε κάποιο ρόλο. Το σύνδρομο του «πρωταγωνιστή» που μας διακατέχει και η παρόρμηση να μετατρέψουμε τη ζωή μας σε περιεχόμενο, είναι αναμφισβήτητα ισχυρότερη από ποτέ. Σε τέτοιο βαθμό που φαίνεται να έχουμε φτάσει στο σημείο όπου το να πάμε σε μια συναυλία έχει να κάνει περισσότερο με το να τραβήξουμε την τέλεια φωτογραφία ή το τέλειο story στο Instagram, να δηλώσουμε «παρών», και λιγότερο με το να απολαύσουμε την εμπειρία και τη μουσική.

Ορισμένοι, νιώθουν πως γνωρίζουν τόσο καλά τον καλλιτέχνη, επειδή απλώς τον ακολουθούν στα social media και έχουν υψηλό ποσοστό engagement με το περιεχόμενο του, που μπορούν και ο ίδιος μπορεί να τους αναγνωρίσει μέσα εκατομμύρια followers ή χιλιάδες θεατές. «Σε αυτό το σημείο, λοιπόν, μια ζωντανή συναυλία μπορεί να παίξει ισχυρό ρόλο. Ο καλλιτέχνης είναι εκεί μπροστά στο κοινό του και υπάρχει μια ευκαιρία για έναν θαυμαστή του να γίνει αντιληπτός, να προσπαθήσει να ξεχωρίσει μέσα σε μια θάλασσα θαυμαστών, έστω και για μια στιγμή», εξηγεί η δρ Bennett.

Φυσικά, αυτό είναι απόλυτα αποδεκτό για τους καλλιτέχνες. Μαζί με τον Steve Lacy και τον Bad Bunny, η Mitski έχει επίσης εκφράσει τις σκέψεις της για την πανταχού παρουσία των κινητών στις συναυλίες της: «Όταν βλέπω ανθρώπους να βιντεοσκοπούν ολόκληρα τραγούδια ή ολόκληρα σετ, με κάνει να αισθάνομαι σαν να μην είμαστε εδώ μαζί», έγραψε στο Twitter τον Φεβρουάριο.

«Νομίζω ότι πολλές από αυτές τις συμπεριφορές περιλαμβάνουν πολλά στοιχεία που συνδυάζονται», υποθέτει η δρ Bennett. Όμως, ποια είναι αυτά; «Ένας κόσμος που έχει στερηθεί τις φυσικές συναυλίες λόγω μιας πανδημίας, οι ευρέως διαδεδομένες πρακτικές μιας ολοένα και περισσότερο ψηφιακής κουλτούρας που προσπαθεί να αποτυπώσει ζωντανές ξεχωριστές και συμμετοχικές στιγμές, και ο συναισθηματικός δεσμός με έναν καλλιτέχνη που βρίσκεται στην καρδιά του fandom».

Προφανώς, δεν μπορούμε να συνεχίσουμε να αντιμετωπίζουμε τους καλλιτέχνες με αυτόν τον τρόπο, αλλά τι πρέπει λοιπόν να αλλάξει; Ο καθηγητής Drury έχει τρεις βασικές προτάσεις. «Καταρχάς, η υποστήριξη εκείνων των κανόνων και αξιών που είναι αντίθετες με την κακή συμπεριφορά: ο σεβασμός προς τους άλλους, ειδικότερα», λέει. «Δεύτερον, κατά τη διάρκεια της βραδιάς, το προσωπικό ασφαλείας πρέπει να έχει τις δεξιότητες και την εκπαίδευση για να εντοπίζει τα προβλήματα και να παρεμβαίνει αποτελεσματικά. Τρίτον, η άλλη αναγκαία εξέλιξη, είναι η μεγαλύτερη συλλογική αυτορρύθμιση του ίδιου του πλήθους, φυσικά», συνεχίζει. «Οι άνθρωποι δεν νιώθουν σίγουροι και ασφαλείς αν φωνάξουν ή αν παρέμβουν όταν κάποιος συμπεριφέρεται άσχημα».

[διαβάστε εδώ το άρθρο μας για την ασφάλεια στις συναυλίες που απασχόλησε τη μουσική βιομηχανία το 2022]

Η λαχτάρα του να πάμε σε μία συναυλία, δεν προέκυψε από την ανάγκη μας να ανεβάσουμε ένα story, να κάνουμε ένα post στο Facebook ή να ανάψουμε καπνογόνο. Ήταν η έλλειψη της ευφορίας που νιώθουμε όταν παίζουν οι πρώτες συγχορδίες των αγαπημένων μας κομματιών, η χαμένη ευκαιρία της αλληλεπίδρασης με την παρέα μας ή και με τον καλλιτέχνη (απομακρυσμένα πάντα) και η μοναδική αίσθηση της συλλογικότητας. Πως όλοι μαζί συμμετέχουμε σε ένα γεγονός, που μπορεί να μην είναι κοσμοϊστορικό – ούτε θα γίνει επειδή είμαστε εμείς εκεί, αλλά απαιτεί αφοσίωση, προσφέρει στιγμές ευτυχίας και όμορφες αναμνήσεις.