Το ΛΕΞ αποτελεί σύντμηση του «αΛΕΞη», όπως είναι το πραγματικό του όνομα.

Lex στα λατινικά, ωστόσο, σημαίνει και «νόμος» και όπως οι αρχαίοι Ρωμαίοι είχαν την παροιμία «dura lex, sed lex» [«σκληρός νόμος, αλλά νόμος»], έτσι και ο 38χρονος Αλέξης Λαναράς πλέον παίζει στην πιάτσα αποκλειστικά με τους δικούς του νόμους.

Τους νόμους που έθεσε ο ίδιος ο Θεσσαλονικιός μουσικός, εδώ και περίπου μια δεκαετία, από το 2014 όταν και κυκλοφόρησε τον πρώτο σόλο δίσκο του με τίτλο «Ταπεινοί και Πεινασμένοι», ο οποίος χαρακτηρίστηκε ως ένα από τα πιο αληθινά δείγματα του σύγχρονου ελληνικού χιπ χοπ.

Τον τίτλο αυτό που έβαλε τις προάλλες η, υπερσυντηρητικών καταβολών, αντιλήψεων και κατευθύνσεων, εφημερίδα «Εστία» στο πρωτοσέλιδό της, παραφρασμένο επί τω χείρω [«Ταπεινωμένοι και Πεινασμένοι αποδοκιμάζουν την δημοκρατία»], προκειμένου να χαρακτηρίσει την συναυλία-φαινόμενο του ΛΕΞ στο γήπεδο του Πανιωνίου στη Νέα Σμύρνη, όπου μάζεψε πάνω από 25.000 –δηλαδή νούμερα θεατών που δεν πηγαίνουν ούτε καν σε συναυλίες συγκροτημάτων-απωθημένων του ελληνικού κοινού, όπως οι Scorpions.

Και δεν παίζει απλώς με τους δικούς του νόμους ο ΛΕΞ, ένας άνθρωπος που δεν δίνει ποτέ συνεντεύξεις, αρνούμενος πεισματικά κάθε είδους προσωπική προβολή –μιλάμε για έναν άνθρωπο που διαθέτει χιλιάδες followers στο instagram του, χωρίς καν να «ποστάρει» ποτέ του και για κάποιον που επιμένει ότι το εισιτήριο των συναυλιών του πρέπει να είναι όσο μικρότερο δυνατό γίνεται [π.χ. αυτό της Νέας Σμύρνης τις προάλλες κυμάνθηκε στα 8 ευρώ, που πρέπει να είναι το χαμηλότερο όλων των εποχών για συναυλία τέτοιου επιπέδου και μαζικότητας].

Που σημαίνει ότι παίζει και με τον ολοένα και υψηλότερο πήχη που ο ίδιος περνάει, με κάθε νέο του δίσκο ή συναυλία, για λογαριασμό της εγχώριας χιπ χοπ σκηνής –της οποίας αποτελεί πλέον, δικαιωματικά και με το σπαθί του, τον αδιαφιλονίκητο ηγέτη της, έναν σχεδόν μεσσιανικό χαρακτήρα με ρίμες και στίχους μεγαλύτερους ακόμη και από τον ίδιο [bigger than life, που λένε και οι Αγγλοσάξονες].

«Ματώνουμε για αυτά που λέμε, τώρα πάτα παντού / Άλλο ένα καλοκαίρι που η πόλη βρωμάει / Είμαστε όλοι μαζεμένοι και ο μαλάκας κοιτάει», τραγουδάει ο ίδιος στο «Οι Λοβοτομημένοι», αλλά τα τραγούδια του δεν τα παίζει κανένα ελληνικό ραδιόφωνο -άντε να το κάνουν τα ιντερνετικά.

Και ο ΛΕΞ γνωρίζει καλά από λοβοτομημένους, από ταπεινούς και πεινασμένους. Γιατί ανήκει και αυτός, όπως τόσοι άλλοι, στην γενιά εκείνη των ανθρώπων που, αρχικά τον Δεκέμβρη του 2008 και κατόπιν καθ’ όλη την διάρκεια του 2009 και του 2010, ξύπνησαν βίαια από το απότομο ξυπνητήρι της αφύσικης και μαζί αφασικής τρυφηλότητας των μετά-Ολυμπιακών ετών.

Έζησε το τέλος του ζενίθ και την αρχή του ναδίρ ενός ολόκληρου έθνους δέκα εκατομμυρίων ανθρώπων που ξαφνικά τους πήραν τα ασημένια μαχαιροπήρουνα από το τραπέζι και τους είπαν «φάτε με τα χέρια σας» ή «φάτε τις σάρκες σας». Που τους αφαίρεσαν το πικρό, μαραμένο καρότο της επιβράβευσης με το οποίο τους τάιζαν τόσες δεκαετίες, και τους άφησαν μόνο με το μαστίγιο της κακοπληρωμένης εργασίας μέχρι τελικής πτώσεως.

Ο ΛΕΞ είναι αυτός που εκεί στις αρχές της δεκαετίας του ’00, άρχισε να προαισθάνεται το φορτηγό της κρίσης να έρχεται κατά πάνω μας. Και όταν, λίγο αργότερα, αποφάσισε να ασχοληθεί με τη μουσική, δημιουργώντας το συγκρότημα «Βόρεια Αστέρια», πάλι τις ίδιες εικόνες έβλεπε στην πόλη του: να παραπατάει, βραδιάτικα, πάνω σε άστεγους, παρατηρώντας την μιζέρια προσωποποιημένη στους περαστικούς και τους διερχομένους.

Να κάνει την τέχνη του και να σημειώνει στο μπλοκάκι του στίχους δίπλα σε παραπεταμένους από την ζωή και τις περιστάσεις μεσήλικες και ηλικιωμένους που είχαν στήσει τα αυτοσχέδια καταλύματα τους μέσα σε εγκαταλελειμμένα καταστήματα, κλειστά μαγαζιά, μικρές κόγχες εισόδων παλιών οικιών, δίπλα σε εκκλησίες και παραπήγματα.

Και κατόπιν να παρατηρεί τους ίδιους αυτούς άστεγους τα βράδια να κοιμούνται μέσα στα κλειστά παρκινγκ και το πρωί να σηκώνονται από ένα χαρτόκουτο για στρώμα και μια σκοροφαγωμένη παλιά κουβέρτα που βρήκαν στα σκουπίδια για προστασία από τα σκυλιά και τα γατιά που δεν τους αναγνωρίζουν και χέζουν και κατουράνε πάνω σε αυτούς τους ακίνητους ανθρώπινους όγκους.

Τίποτα δεν φαινόταν περίεργο στον ΛΕΞ. Ούτε τότε, ούτε τώρα. Γιατί ο δρόμος ΗΤΑΝ η ζωή του και οι εικόνες που μετέφερε στους στίχους των τραγουδιών του ήταν αυθεντικές.

Και ενώ, τίποτα δεν του προξενούσε εντύπωση, αντιθέτως αρνιόταν να τα αντιμετωπίζει όλα με την πιο φυσική απάθεια του κόσμου. Αυτός που μόλις άφησε πίσω του την δεκαετία των 20 ετών του, που «λέει “τι φτύνεις ρε κωλόπαιδο” ενώ φτάνω τα 30», όπως τραγουδάει στο «Άϊντα Τζόνι», που κατάλαβε ότι πλέον η ζωή του θα κινείται ανάμεσα στο δίπολο «Άνεργος δεν μπορείς να ζήσεις / Εργαζόμενος δεν προλαβαίνεις να ζήσεις».

Που ξέρει πως είναι να ξενυχτάει όπως και τόσοι άλλοι μέσα στο άγχος, να φτάνει μέχρι τα ξημερώματα με μια σύνδεση ιντερνετ που του φτάνει ίσα ίσα να έχει σήμα, προσπαθώντας να βγάλει έστω μισό μεροκάματο πετώντας ένα πεντάευρω στο στοίχημα: «Περίεργες ώρες, Copa Libertadores / την είδα να ποντάρω στη χειρότερη απ’ όλες / Γιάννη, δώσε σημείο / Άσσο, χινάρι ή δύο», τραγουδάει ξανά στο «Άϊντα Τζόνι».

Και κάθε πρωί που ξυπνάει να αναρωτιέται φωναχτά, όσο πιο φωναχτά του επιτρέπουν οι πνεύμονές του: «Λες αυτό να είναι το μέλλον μου; Το μέλλον ΜΑΣ; Το μέλλον μιας χαμένης γενιάς που θα πρέπει να μάθει να λέει «ευχαριστώ πολύ» σε ό,τι μισθολογικό ξεροκόμματο της πετάξει ο εκάστοτε εργοδότης της, προκειμένου απλώς να “τα φέρνει βόλτα”;»

Τα ερωτήματα που θέτουν τα πρώτα εκείνα τραγούδια του ΛΕΞ είναι πολλά και αμείλικτα:

Θα μπορέσουμε να κάνουμε restart στις ζωές μας, στις οικονομίες μας; Ή θα ριζώσουμε στα «800 καθαρά» μέχρι να κλείσουμε τα μάτια μας;

Λες να επιστρέψουμε στα πατρικά μας, να ζούμε στα 50 μας με τους 80χρονους γονείς μας στο διπλανό δωμάτιο;

Στους δρόμους της αλήθειας

Με τα «Βόρεια Αστέρια» κυκλοφόρησαν τέσσερις δίσκους προτού αποφασίσουν να χωρίσουν οι δρόμοι τους και να ακολουθήσει ο καθένας σόλο καριέρα. Ενδιάμεσα, είχε δημιουργήσει τα «Ανάποδα Καπέλα» μαζί με ένα άλλο μέλος των «Βορείων Αστεριών», τον Μικρό Κλέφτη, και μετά ήρθε το πρώτο σόλο άλμπουμ, το 2018 το δεύτερο με τίτλο «2XXX» και ένα χρόνο μετά, το καλοκαίρι του 2019 πραγματοποίησε μια συναυλία στο θέατρο Πέτρας της Αθήνας, όπου συγκεντρώθηκαν περίπου 10.000 θεατές.

Ο ΛΕΞ είχε αλλάξει πίστα. Ήταν φανερό πλέον αυτό. Όλα αυτά για τα οποία μιλούσε τόσα χρόνια είχαν κατακαθίσει σαν ψυχολογικό ίζημα και μαζί μαξιλαράκι (αν)ασφαλείας στις ψυχές χιλιάδων συνομηλίκων του και μη.

Και ο ΛΕΞ, όπως και ο εξ Αμερικής κοντινότερος μουσικός του «συγγενής», ο Kendrick Lamar, ξαφνικά γιγαντώθηκε. Και έγινε ο ορισμός του glocal καλλιτέχνη, του μουσικού που, διαμέσου της Αλήθειας του, περνάει από την εντοπιότητα στην οικουμενικότητα.

Που στα τραγούδια του μιλάει για ζητήματα που αφορούν τόσο έναν 25χρονο στην Ανω Πυλαία της γενέτειράς του, όσο και έναν 35χρονο στο gentrificated Κουκάκι της Αθήνας. Ή τον 30χρονο από την Πάτρα που προσπαθεί εδώ και χρόνια να βρει μια δουλειά και να φύγει επιτέλους από το μίζερο πατρικό του στα Ψηλά Αλώνια. Ή τον 40χρονο που μόλις έκανε οικογένεια και που κάνει δυο και τρεις δουλειές μαζί προκειμένου το νεογέννητο παιδί του να τα έχει όλα, να μην του λείψει τίποτα.

Ο ΛΕΞ μιλάει για αυτούς και ταυτόχρονα για Κανέναν -σίγουρα πάντως για τον Καθέναν, τον Everyman. Για όλους μας και τον εαυτό του. Αλλά πάντα μαζί, ποτέ μόνοι. Και ξέρει ότι στο τέλος της ημέρας ενδέχεται να είμαστε όλοι στο ίδιο καζάνι: «πάντα γελαστοί και γελασμένοι».

Στους στίχους του ΛΕΞ βλέπεις όλη την Θεσσαλονίκη: ταυτόχρονα τα κλειστά σουβλατζίδικα  έξω από το γήπεδο «Χαριλάου», τα χαλασμένα φανάρια της Τριανδρίας, τις ξεβαμμένες διαβάσεις πεζών στο Επταπύργι, αλλά αντίστοιχα, οι ίδιοι στίχοι σού θυμίζουν ένα οποιοδήποτε μέρος της Αθήνας, της, κατά The Boy, «πόλης που κοιμάται και νομίζει ότι σκίζει»: τα κατουρημένα από πρεζάκια στενά γύρω από την πλατεία Κλαυθμώνος, τα βρώμικα στέκια της πλατείας Βάθη και την βοθρίλα που αναδύεται από τους υπονόμους του Μεταξουργείου και του Κεραμεικού. Από την εντοπιότητα στην οικουμενικότητα.

Δεν υπάρχει ιταλικός νεορεαλισμός ούτε επιτηδευμένη μιζέρια στους στίχους των τραγουδιών του ΛΕΞ: υπάρχει μόνο αγνός, ανόθευτος ελληνικός ρεαλισμός. Το Σήμερα. Το Τώρα. Αυτό που συμβαίνει όχι σε ένα μήνα ή σε ένα χρόνο, αλλά στο επόμενο δευτερόλεπτο. Το δευτερόλεπτο της απόλυτης αλήθειας.

Και η Αλήθεια, όσο και αν πονάει, άλλο τόσο εκτιμάται -περίπου τόσο, όσο θα εκτιμηθεί και το νέο του άλμπουμ, που κυκλοφόρησε πριν ένα μήνα, με τιτλο «ΜΕΤΡΟ». Που και αυτό για την ανηλεή σκληράδα των δρόμων μιλάει. Των δρόμων που σχεδόν πάντα οδηγούν με χειρουργική νομοτέλεια στο Πουθενά.

Σαν το πανό που σηκώθηκε προχθές στο γήπεδο του Πανιωνίου, που ανέγραφε «ΓΙΑΤΙ Ο ΔΡΟΜΟΣ ΑΝΑΤΡΕΦΕΙ ΤΑ ΣΚΛΗΡΟΤΕΡΑ ΠΑΙΔΙΑ».

Ο ΛΕΞ έχει γράψει ήδη την δική του Ιστορία, στον δικό του Δρόμο και με τον δικό του Νόμο.

Γιατί Νόμος είναι οι ρίμες του Αλέξη Λαναρά.