Ήταν τέλη της δεκαετίας του ’70 όταν μια 20χρονη πιτσιρίκα από το Μπέι Σίτι του Μίσιγκαν ονόματι Madonna προσπαθούσε να παίξει ντραμς για το συγκρότημα των Breakfast Club, μίας νεοκυματικής μπάντας από τη Νέα Υόρκη.

Σύντομα, όμως, η μπάντα θα διαλυόταν, η (τότε ακόμη μελαχρινή) Μαντόνα θα άρχιζε τα πρώτα της βήματα ως χορεύτρια, ενώ θα έπιανε το μικρόφωνο λίγο μετά μετά από παραίνεση του τότε αγοριού της, ενός διάσημου νεοϋορκέζου dj, του John “Jellybean” Benitez. Το καλοκαίρι του 83, λίγο πριν κλείσει τα 25 της χρόνια, η Μαντόνα κυκλοφορεί το ντεμπούτο άλμπουμ της που φέρει τίτλο το όνομά της.

Δεν διαθέτει δα και την πιο εντυπωσιακή φωνή στον κόσμο, αλλά το ισοσκελίζει όλο αυτό με περίσσιο τσαμπουκά και ατέρμονη φιλοδοξία να φτάσει ψηλά. Πολύ ψηλά.

H 21χρονη Madonna στο καμαρίνι της, σε κλαμπόμπαρο της Νέας Υόρκης, 1979

Φυσικά, τα κατάφερε, καθώς πλέον, στα 65 της χρόνια (τα κλείνει την Τετάρτη 16 Αυγούστου) έχει ήδη καπαρώσει από το 1990 το παρατσούκλι «Βασίλισσα της Ποπ», ενώ είναι μία bona fide σούπερ σταρ με πωλήσεις άνω των 330 εκατομμυρίων δίσκων παγκοσμίως.

Εχει κερδίσει επτά βραβεία Γκράμι, από συνολικά 28 υποψηφιότητες, δύο Χρυσές Σφαίρες, 31 βραβεία Billboard, τρία American Music Awards και 26 βραβεία MTV, από 113 υποψηφιότητες. Το 2008 εισήχθη στο Rock and Roll Hall of Fame, ενώ το 1999 η Ενωση Αμερικανών Παραγωγών Ηχογραφήσεων την ανακήρυξε ως την πιο εμπορική τραγουδίστρια του 20ού αιώνα.

Σύμφωνα με τα περιοδικά Time και Forbes, είναι μια από τις πιο ισχυρές γυναίκες του κόσμου και από το 2012 κατέχει πάνω από 20 ρεκόρ στο βιβλίο Γκίνες, απόδειξη ότι στα 40 ακριβώς χρόνια της καριέρας της κατάφερε να είναι κάτι σαν τον… θηλυκό Ντέιβιντ Μπάουι: κατάφερε να προσαρμοστεί στις κατά καιρούς νέες μουσικές συνθήκες αλλά, ταυτόχρονα, να καθιερώσει και να επιβάλλει στην ποπ κουλτούρα της εποχής της η ίδια τα νέα trends.

Ναι. Είναι μια γυναίκα από τεφλόν. Πυρίμαχη κι ανθεκτική σαν ένα αντικολλητικό τηγάνι που έχει εκτεθεί στην πιο καυτή φωτιά. Αδιάβροχη και αδιαπέραστη σε κάθε εξωγενή παράγοντα.

Γιατί η Madonna έχει μάθει από μικρή να στηρίζεται στον εαυτό της.

Πώς διάολο έχει καταφέρει η Μαντόνα και έχει μείνει στην επικαιρότητα επί 40 χρόνια χωρίς η μπογιά της να στεγνώσει ούτε μια στιγμή; Πως εξηγείται το ότι οι υπόλοιποι “ομόσταβλοί” της από την ένδοξη ποπ φουρνιά των ’80s «κάηκαν» νωρίς, εκτεθειμένοι στις καταστροφικές παρορμήσεις και τα αυτοκτονικά χούγια τους ενώ αυτή έμεινε επίκαιρη, ζωντανή, παρούσα δίπλα σε κάθε νέο trend;

Είτε ως πρωθιέρεια της, επί σκηνής, σεξουαλικής διαστροφής, είτε ως εκκεντρική ποπ φιγούρα, είτε ως πανούργος επιχειρηματίας, είτε ως μητέρα και σύζυγος, η Μαντόνα Λουίζ Τσικόνε κλείνει τα 65 της χρόνια.

Στις 16 Αυγούστου, την ίδια ημέρα που, 46 χρόνια πριν, το αντρικό αντίστοιχό της αποχαιρέτησε για πάντα την Graceland.

Την ώρα που η Μαντόνα γιόρταζε τα 19α γενέθλια της, το μεγάλο της ίνδαλμα, ο Ελβις Πρίσλει, βυθιζόταν για πάντα στην ομίχλη των βαρβιτουρικών, απ’ όπου δεν θα έβγαινε ποτέ.

Όταν το ίδιο εκείνο βράδυ της 16ης Αυγούστου 1977 της είπαν πως ο Βασιλιάς είναι νεκρός, η νεαρή Μαντόνα γύρισε κι είπε στην οικογένεια της «εγώ θα καλύψω το κενό που αφήνει πίσω του ο Ελβις».

Όλοι γέλασαν. Κανείς από τα πέντε αδέλφια της δεν την πήρε στα σοβαρά. Μόνο η ίδια η Μαντόνα, που από το επόμενο πρωινό θα κατάστρωνε στο μυαλό της το σχέδιο κατάληψης του θρόνου της ποπ.

Οι ανατρεπτικές τάσεις της φάνηκαν από μικρή ηλικία, όταν ο πατέρας της, Τόνι, την είδε στα 19 της να εγκαταλείπει το πανεπιστήμιο του Μίσιγκαν και μαζί την εύπορη οικία των Τσικόνε, στα βόρεια προάστια του Ντιτρόιτ για να αναζητήσει νόημα και προορισμό στην Νέα Υόρκη.

Ο μύθος λέει ότι ο ταξιτζής που την άφησε στο κεντρικό Μανχάταν εκείνο το μουντό πρωινό του Ιανουαρίου του 1978 της χάρισε την κούρσα, βλέποντας της να βγάζει από την τσέπη της τις μοναδικές της οικονομίες: 34 δολάρια και 80 σέντς ήταν τα μοναδικά χρήματα που, μέχρι να έβρισκε μια σταθερή δουλειά, θα της διασφάλιζαν την επιβίωση.

Πως μπορείς και ρίχνεις τόσο εύκολα μαύρη πέτρα πίσω σου, ειδικά όταν θεωρείσαι η πιο έξυπνη πρωτοετής του Πανεπιστημίου, με λαμπρές προοπτικές ακαδημαϊκής καριέρας να ανοίγονται μπροστά σου; Μπορείς και παραμπορείς αν σε λένε Μαντόνα.

Είναι η εποχή που δηλώνει, όπου σταθεί κι όπου βρεθεί, πως «είμαι σκληρή, φιλόδοξη και ξέρω ακριβώς τι θέλω. Aν αυτό με κάνει σκύλα, τότε δεν έχω κανένα πρόβλημα». Μπαίνει στο -κλειστό- νεοϋορκέζικο μουσικό κύκλωμα με διαβατήριο τη σχέση της με διάφορους dj και παραγωγούς της ηλεκτρονικής σκηνής που μόλις τώρα γεννιέται.

Η Μαντόνα είναι ένα αλάνι του δρόμου που όμως μπορεί να επιβιώσει μέσα σε ένα οποιοδήποτε gala: είναι και του λιμανιού και του σαλονιού, που δέχεται αδιαμαρτύρητα προτάσεις να χορέψει και να τραγουδήσει τόσο στα υπόγεια, κακόφημα κλαμπάκια του Κουίνς, όσο και σε φωτεινά, ψηλομύτικα νυχτερινά κέντρα του Λόουερ Μανχάταν.

Η εποχή ζητάει σεξ στον πιο υπερθετικό βαθμό και η Μαντόνα είναι εκεί για να το προσφέρει: δηλώνει σκληρά, αλλά απολύτως ρεαλιστικά πως «έκανα την καλύτερη κίνηση της καριέρας μου χάνοντας την παρθενιά μου» και διαλύει κάθε σου αμφιβολία σχετικά με το τι είδους κότσια χρειάζεται κανείς στη σώουμπιζ παραδεχόμενη πως «όταν πέφτω στα γόνατα, δεν είναι για να προσευχηθώ».

Το 1983 είναι η πρώτη χορεύτρια και μουσικός στο καλλιτεχνικό κύκλωμα του «Μεγάλου Μήλου» που σε μια proto-feminist κίνηση πολλών μεγατόνων βάφει τα μαλλιά της σε όλες τις αποχρώσεις του ουράνιου τόξου και φοράει διχτυωτά καλσόν μέχρι το γόνατο, παντελόνια κάπρι και περιδέραια σε σχήμα χριστιανικού σταυρού.

Στις παρατηρήσεις των διαφόρων ατζέντηδων πως «μοιάζει σαν ένα τελειωμένο τσουλί», εκείνη τους προτάσσει το μεσαίο δάκτυλο του χεριού της και τον δείκτη της προτεταμένο προς το μέρος όλων των 25χρονων κοριτσιών της Νέας Υόρκης που πλέον κυκλοφορούν γύρω από την Έκτη Λεωφόρο σαν κλώνοι της.

Σιγά σιγά μαθαίνει να γράφει και τραγούδια.

Και το 1989 κυκλοφορεί ένα από τα 10 σπουδαιότερα ποπ τραγούδια όλων των εποχών.

Ένα κομμάτι που αγγίζει ταυτόχρονα δυο σημαντικά ζητήματα της ανθρώπινης ύπαρξης, τον έρωτα και την θρησκεία, εξισώνοντας τα: αυτός που βιώνει τον έρωτα, είναι σαν να φτάνει στην θέωση και, αντίστοιχα, οι πιστοί της κάθε θρησκείας έχουν «ερωτική» σχέση με τον Θεό που πιστεύουνε.

Η καλλιτεχνική πανουργία της Μαντόνα ήταν το ότι με στίχους όπως «When you call my name it’s like a little prayer / I’m down on my knees, I wanna take you there» [«Όταν φωνάζεις το όνομα μου είναι σαν μικρή προσευχή / και όταν γονατίζω μπροστά σου θέλω να σε οδηγήσω εκεί»] κατάφερε να θολώσει ευσχήμως τα στιχουργικά όρια ανάμεσα στο αγνό, ανόθευτο, ιδρωμένο σεξ και την πίστη.

Εξ ου και το περιοδικό Rolling Stone έγραψε τότε στην κριτική του ότι το τραγούδι «πλησίασε στην υψηλή Τέχνη όσο πιο κοντά μπορεί να φτάσει η ποπ σαν είδος».

Madonna η επιχειρηματίας

Το 1992, πολλά χρόνια πριν διάφοροι συνάδελφοι της αρχίσουν να πιπιλάνε την καραμέλα περί «καλλιτεχνικής ανεξαρτησίας», απεγκλωβίζεται από τους δεσμευτικούς όρους της δισκογραφικής της εταιρίας και ιδρύει την δική της επιχείρηση, τη Μaverick Records.

Είναι η πρώτη γυναίκα καλλιτέχνης που απαιτεί και καταφέρνει να αποκτήσει το διόλου ευκαταφρόνητο ποσοστό του 20% πάνω στα δικαιώματα των τραγουδιών της (όταν άλλοι συνάδελφοι της είχαν-δεν είχαν ένα 5% κι αυτό μετά κόπων και βασάνων).

Δώδεκα χρόνια μετά, ρίχνει και μια ξεγυρισμένη μήνυση στην παλιά της δισκογραφική στέγη, την Warner, για διαφυγόντα κέρδη εις βάρος της και αθέτηση όρων του συμβολαίου της.

Οξυδερκής και ζόρικη μαζί, η Μαντόνα κατάλαβε πως η μουσική βιομηχανία, έτσι όπως την ξέραμε τόσα χρόνια, πάει για φούντο και το 2007 έκανε ακόμη μια επιχειρηματική κίνηση ματ: πούλησε την Maverick και υπέγραψε, έναντι 120 εκατομμυρίων δολαρίων, δεκαετές συμβόλαιο με την εταιρία Live Nation, η οποία πλέον αναλαμβάνει τα πάντα: από την διανομή των άλμπουμ της μέχρι το μάνατζμεντ και την διοργάνωση των συναυλιών της.

«Μερικές φορές πρέπει να είσαι σκύλα για να πετύχεις αυτό που θες», παραδέχεται η ίδια προλογίζοντας την πρώτη ταινία που υπογράφει ως σκηνοθέτης με τίτλο Filth and Wisdom και καταλήγοντας «είχα ένα όνειρο. Ήθελα να γίνω μεγάλη σταρ. Ήθελα να χορεύω. Ήθελα να τραγουδάω. Ήθελα να κάνω τους ανθρώπους ευτυχισμένους. Ήθελα να γίνω διάσημη. Ήθελα να με αγαπάνε όλοι. Ήθελα να γίνω σταρ. Δούλεψα σκληρά και το όνειρό μου έγινε πραγματικότητα».

Madonna η φεμινίστρια

«Πιστεύω σε οτιδήποτε κάνουν οι φεμινίστριες, μόνο που εγώ είμαι πολύ ανυπόμονη και δεν μπορώ να περιμένω»: έτσι είχε απαντήσει στις αρχές της καριέρας της μια νεαρή τότε Μαντόνα σε έναν δημοσιογράφο που την είχε ρωτήσει αν στηρίζει τους σκοπούς και τις δράσεις του εν Αμερική φεμινιστικού κινήματος.

Και, όντως, κάποιος θα μπορούσε να επιχειρηματολογήσει πως ο φεμινισμός made in USA βρήκε, κατά τις δεκαετίες του 80’ και του ’90, τον πιο άξιο εκπρόσωπο του στο πρόσωπο της ιταλοαμερικανίδας χορεύτριας.

Και ασφαλώς τα κατάφερε αμφότερα σε χρόνο ρεκόρ: ούτε μια δεκαετία δεν της πήρε να γίνει το Νο1 εξαγώγιμο πολιτιστικό προϊόν των ΗΠΑ, μια καλλιτέχνιδα δίχως φραγμούς και όρια και ταυτόχρονα πρωθιέρεια της πρόκλησης (συχνά… μόνο για την πρόκληση).

Από το 1983, στα 25 της χρόνια, μέχρι το 1992 τα έκανε όλα: έβγαλε πέντε άλμπουμ, το ένα πιο ευπώλητο από το προηγούμενο, έπαιξε σε εννέα –ως επί το πλείστον καλλιτεχνικά αποτυχημένες- κινηματογραφικές ταινίες, πούλησε εκατομμύρια Cd, κέρδισε εκατομμύρια δολάρια, και εξέδωσε μέχρι και βιβλίο, το περιβόητο «Sex», με το οποίο ανακηρύχτηκε κι επισήμως «μια βρώμικη 35αρα».

Και όλα αυτά τα πέτυχε με τους δικούς της όρους. Αν ήθελε να είναι αυτή η δημόσια (ή ακόμη και η ιδιωτική…) εικόνα της, με γεια της με χαρά της.

Μήπως, εντελει, αυτή είναι η πιο σημαντική της παρακαταθήκη στο φεμινιστικό κίνημα λοιπόν;

Το ότι, σε μια συντηρητική εποχή, εν μέσω σκληρού Ρεϊγκανισμού και με τον πατέρα Μπους να περιμένει την σειρά του να κυβερνήσει ακόμη πιο δεξιόστροφα, κατάφερε και έστειλε ένα μήνυμα σε εκατομμύρια γυναίκες ανά τον κόσμο πως «κορίτσια, μπορείτε να καταφέρετε ό,τι θέλετε, αρκεί να γνωρίζετε τις δυνάμεις σας και να χρησιμοποιήσετε όλα τα όπλα που έχετε στη διάθεση σας, ακόμη κι αν αυτά είναι μόνο η σεξουαλικότητα σας».

Μια άποψη που μπορεί μεν να εκνεύρισε κάποιες σκληροπυρηνικές φεμινίστριες της εποχής της, αλλά από την άλλη της πιστώνεται το ότι κατάφερε να προσφέρει στις σύγχρονες της αυτό που ο φεμινισμός ονομάζει sexual empowerment, ήτοι ενδυνάμωση διαμεσου της σεξουαλικής μας ταυτότητας και του σεξαπίλ. Λοιδορήθηκε ακόμη και γι’ αυτό αλλά πίσω δεν έκανε. Αντιθέτως. Πείσμωσε ακόμη περισσότερο.

«Τιμωρήθηκα. Τιμωρήθηκα γιατί ζω μόνη μου, γιατί έχω δύναμη, γιατί είμαι πλούσια και γιατί λέω ό,τι λέω. Γιατί είμαι ένα σεξουαλικό πλάσμα», δήλωνε η ίδια στις αρχές των’90s, όταν το περιοδικό Forbes την ανακήρυξε ως «την πιο έξυπνη γυναίκα επιχειρηματία των ΗΠΑ» επειδή κατάφερε μέσα σε μια δεκαετία να υπερπολλαπλασιάσει το… μηνιάτικο της και από την απλή χορεύτρια των κακόφημων νεοϋορκέζικων μπαρ με αμοιβή 20 δολαρίων την ημέρα να μετατραπεί, με κινήσεις χειρουργικής ακριβείας, σε μια παγκόσμια σούπερ σταρ με προσωπική περιουσία πάνω από 500 εκατ. ευρώ.

Και στα 40 της χρόνια, στα μέσα της δεκαετίας του 1990, να απεκδυθεί την εικόνα της «αμαρτωλής» και να υιοθετήσει μια πιο σεμνή φιγούρα, μητέρα πλέον και μπιζνεσγούμαν ούσα, που αντί να πλασάρει εαυτόν ως σύμβολο του σεξ, αναδεικνύει την κομψότητα της φορώντας στιλάτα ρούχα για τις ανάγκες του κινηματογραφικού ρόλου της ως Εβίτα Περόν.

Κι όμως, μέσα σε αυτή την δίνη της μετεωρικής ανόδου και της απότομης πτώσης που ποτέ δεν συνέβη, η Μαντόνα βρίσκει πάντα τρόπους να είναι σύγχρονη. Επίκαιρη. Να μιλάει και να την ακούνε. Είτε με λόγια, είτε με μουσική, είτε με την εικόνα της.

Πρόσφατα μίλησε για τον σεξισμό, τον μισογυνισμό και τα εμπόδια που αντιμετώπισε ειδικά τα πρώτα δύσκολα χρόνια της καριέρας της: «Σου επιτρέπεται να είσαι όμορφη, χαριτωμένη και σέξι, αλλά μην φαίνεσαι πολύ έξυπνη. Μην έχεις γνώμη, αυτό ξεπερνά τα όρια στο καθεστώς που υπάρχει. Σου επιτρέπεται να σε αντιμετωπίζουν σαν αντικείμενο οι άντρες και να ντύνεσαι σαν τσούλα, αλλά μην παραδέχεσαι ότι είσαι τσούλα. Και ποτέ, επαναλαμβάνω ποτέ, μην μοιράζεσαι τις σεξουαλικές φαντασιώσεις σου με τον κόσμο. Να είσαι αυτό που θέλουν οι άντρες να είσαι, αλλά κυρίως να κάνεις τις γυναίκες να νιώθουν άνετα όταν βρίσκεσαι κοντά σε άλλους άντρες. Και τέλος, μην γεράσεις. Γιατί τα γηρατειά είναι αμαρτία. Θα σε κριτικάρουν και θα σε διασύρουν και σίγουρα, δεν θα σε παίζουν στο ραδιόφωνο», είπε, για να συνεχίσει «Ευχαριστώ που αναγνωρίζετε την δυνατότητά μου να συνεχίζω την καριέρα μου στο όνομα του σεξισμού και του μισογυνισμού και του συνεχούς bullying και της αμείλικτης κακοποίησης».

«Σίγουρα ένα από τα πράγματα που την χαρακτηρίζει ως φεμινίστρια είναι ότι προβάλλει θέματα φύλου, σεξουαλικότητας, ισότητας και αυτονομίας στην τέχνη της, στις παραστάσεις της και στις δημόσιες ομιλίες της», προσθέτει ο βρετανικός Guardian.

«Προς όλους εκείνους που αμφιβάλλουν και προς τους αρνητικούς και όλους όσους μου έκαναν την ζωή κόλαση λέγοντας ότι δεν μπορώ, δεν θα κάνω ή ότι δεν πρέπει, η αντίστασή σας με έκανε πιο δυνατή, με έκανε να πιέσω περισσότερο, με έκανε τον μαχητή που είμαι σήμερα. Με έκανε την γυναίκα που είμαι σήμερα», κατέληξε η ίδια.

Μπορείτε επίσης να διαβάσετε το προ μηνών κείμενό μας όπου βαθμολογούμε την δισκογραφία της «Βασίλισσας της Ποπ» από τα ντεμπούτο άλμπουμ της, το 1983 μέχρι τις πρόσφατες, ελαφρώς αμφιλεγόμενες κυκλοφορίες της.

Οι σπουδαίες ατάκες της Madonna

  • Δεν πάσχουμε μόνο από ρατσισμό και σεξισμό, αλλά και από γεροντισμό. Mόλις φτάσεις σε μια συγκεκριμένη ηλικία δεν σου επιτρέπεται να ζεις μια περιπετειώδη ζωή ή να είσαι σεξουαλικό αντικείμενο. Yποτίθεται ότι πρέπει να πεθάνεις μόλις γίνεις 40 χρόνων;
  • Yπάρχουν στιγμές που δεν μπορώ να πιστέψω πόσο μεγάλη είμαι. Aλλά νιώθω πολύ καλύτερα απ’ ό,τι 10 χρόνια πριν. Δεν σκέφτομαι ποτέ μήπως έχασα κάτι στη διαδρομή.
  • Tο να είσαι Καθολικός δεν είναι καθόλου ανακουφιστικό. Eίναι μια επώδυνη θρησκεία. Όλοι είναι υποψήφιοι αμαρτωλοί.
  • Oι σταυροί είναι πολύ σέξι γιατί έχουν πάντα έναν γυμνό άντρα καρφωμένο πάνω τους.
  • Aν χρειαστεί να διεκδικήσεις κάτι περισσότερες από μία φορές, τότε δεν ήταν δικό σου από την αρχή.
  • Eίμαι το πείραμα του εαυτού μου. Eίμαι το προσωπικό μου έργο τέχνης.
  • Kαλύτερα να ζήσεις έναν χρόνο σαν τίγρης, παρά εκατό σαν πρόβατο.