«Μια βόμβα βρίσκεται κρυμμένη κάτω από ένα τραπέζι. Εκρήγνυται. Αυτό καλείται “έκπληξη”. Μια βόμβα βρίσκεται κρυμμένη κάτω από ένα τραπέζι. Δεν εκρήγνυται ποτέ. Αυτό καλείται “αγωνία”».

Πάνω σε αυτό το τόσο απλό κινηματογραφικό αξίωμα το οποίο διατύπωσε ο Αλφρεντ Χίτσκοκ στηρίζεται η δεύτερη κινηματογραφική ταινία του Στίβεν Σπίλμπεργκ (είχαν προηγηθεί δυο τηλεταινίες), την οποία ο αμερικανός σκηνοθέτης γύρισε πριν καλά καλά κλείσει τα 29 του χρόνια.

Γελάω ειρωνικά και ταυτόχρονα καγχάζω σαρκαστικά μέσα μου για όλους εκείνους που θεωρούν τον Σπίλμπεργκ ως «κάργα εμπορικό» ή «τίγκα εκβιαστικό συναισθηματικά» με τις ταινίες του, όταν ένα και μόνο του πλάνο σε μια ταινία αρκεί για να αλλάξει τον ρου της κινηματογραφικής ιστορίας.

Θυμηθείτε την σκηνή με τα εκατοντάδες δάκτυλα που υψώνονται ταυτόχρονα στον ουρανό στις «Στενές Επαφές Τρίτου Τύπου» ή τον τρόπο που κάνει διαδοχικά close-up στο πρόσωπο του Ελιοτ στην σκηνή καταδίωξης στο «Ε.Τ. Ο Εξωγήινος».

Ή το κοριτσάκι με το κόκκινο φόρεμα στην (ασπρόμαυρη) «Λίστα του Σίντλερ». Ή τον τρόπο που αποκαλύπτει, συνεπικουρούμενης της μουσικής του Τζον Ουίλιαμς, τους δεινόσαυρους στο «Jurassic Park». Ο άνθρωπος αυτός έχει σε κάθε του ταινία τουλάχιστον 7-8 πλάνα που θα έπρεπε να διδάσκονται σε σχολές κινηματογράφου.

Για να επιστρέψουμε στον Χίτσκοκ όμως, ο Σπίλμπεργκ στο «Jaws» (το οποίο παίζεται ήδη στις κινηματογραφικές αίθουσες σε 3D επανέκδοση και αποκατεστημένη κόπια από τον ίδιο τον σκηνοθέτη της) κάνει πράξη ακριβώς αυτό το αξίωμα: βάζει τον καρχαρία κάτω από τα μάτια του θεατή του και δεν τον αφήνει να εμφανιστεί-«εκραγεί» ποτέ.

Και αυτό καλείται σασπένς. Και ο Σπίλμπεργκ είναι μάστορας στο χτίσιμό του.

Ο σκηνοθέτης εμφανίζει τον αιμοδιψή καρχαρία που δημιουργεί χάος σε μια παραλιακή κοινότητα στην καρδιά της τουριστικής περιόδου για λιγότερο από (συνολικά) πέντε λεπτά. Πέντε λεπτά σε μια ταινία δυο ωρών, είτε σε μηχανική μορφή (τον γνωστό «Bruce»), είτε χρησιμοποιώντας αρχειακό υλικό.

Και μετά από σχεδόν μια ώρα ταινίας. Ο καρχαρίας του «Jaws» είναι όντως μια βόμβα που βρίσκεται κρυμμένη κάτω από ένα τραπέζι. Και δεν εκρήγνυται ποτέ, προτού μπούμε στο δεύτερο μισό της ταινίας.

Έτσι χτίζεται η αγωνία. Και πώς το καταφέρνει ο Σπίλμπεργκ;

Αρχικά με ένα νυχτερινό μπάνιο και οδηγείται σε μια εξαφάνιση κάτω από το νερό. Μετά με ένα κομμένο χέρι που κείτεται στην άμμο. Μετά με ένα λουτρό αίματος και ένα ματωμένο στρώμα θαλάσσης που ξεβράζεται στην παραλία. Μετά, σε μια σκηνή, μερικοί άνδρες μαζεύονται σε μια αποβάθρα ελπίζοντας να πιάσουν τον καρχαρία. Βάζουν κρεάτινο δόλωμα δεμένο πάνω σε μια αλυσίδα και το ρίχνουν μέσα στην θάλασσα.

Ο καρχαρίας ξεριζώνει όλη την αποβάθρα σαν δόντι που ετοιμαζόταν να πέσει από το ούλο, την τραβάει μαζί του μέχρι τα ανοικτά. Κατόπιν, η ξύλινη αποβάθρα επιστρέφει, σε κακή κατάσταση, στο ίδιο σημείο όπου βρισκόταν, με τους άνδρες να κοιτάνε αποσβολωμένοι. Το ίδιο και εμείς, ως θεατές.

Και ο καρχαρίας δεν βρίσκεται πουθενά.

Ο Σπίλμπεργκ μας κοροϊδεύει μπροστά στα μούτρα μας, όχι με άσχημο και «χειραγωγίστικο» τρόπο, αλλά με τον πιο όμορφο τρόπο που μπορεί να κάνει ένας άνθρωπος που διηγείται ένα παραμύθι: αναγκάζοντάς μας να χρησιμοποιήσουμε την φαντασία μας ή ακόμη και τις ψευδαισθήσεις μας [δεν είναι τυχαίο το ότι το «Jaws» είναι η αγαπημένη ταινία του Axl Rose των Guns n’ Roses].

Το θηρίο τελικά αναλαμβάνουν να κυνηγήσουν ο τοπικός σερίφης, ένας υδροβιολόγος και ένας βετεράνος ναυτικός.

Αλλά και όταν ξεκινάει τελικά η τελική καταδίωξη μέσα στο μικρό σκαρί του Quint, το οποίο, ασφαλώς, αποδεικνύεται μικρό, σύμφωνα με την διάσημη ατάκα της ταινίας, ακόμη και τότε, ο καρχαρίας λάμπει δια της απουσίας τους από την οθόνη. Κάποια στιγμή εμφανίζεται και αμέσως μετά αμέσως εξαφανίζεται.

Και εμείς συνεχίζουμε να τον αναζητούμε. Η εμφάνισή του γίνεται άκρως υπογειακά και σχεδόν υποσυνείδητα, σαν «ένα τέρας που δεν υπάρχει», σαν τη Νέσι του Λοχ Νες, με μερικά κίτρινα βαρέλια να εκσφενδονίζονται προς το μέρος των τριών κυνηγών του, οι οποίοι φυσικά ξεχνούν ένα πολύ σημαντικό πράγμα (που είναι και το ηθικό δίδαγμα της ταινίας):

Δεν τρομοκρατεί ο καρχαρίας τα νερά όπου κολυμπούν οι άνθρωποι, αλλά ο Άνθρωπος είναι αυτός που μπήκε στα χωράφια του καρχαρία, μέσα στο φυσικό περιβάλλον ενός «τέλειου μηχανισμού που το μόνο που κάνει είναι να τρώει, να κοιμάται και να τεκνοποιεί», σύμφωνα με τον ωκεανολόγο Hooper.

Κάτι που (μας) υπενθυμίζει ευθαρσώς και ο ανατριχιαστικός μονόλογος του Quint λίγο πριν την τελική επίθεση του κήτους στο σκάφος, ένας μονόλογος που, σημειωτέον, ήταν πολύ πιο «ανώδυνος» στο σενάριο, αλλά ο ηθοποιός Ρόμπερτ Σο τον διάνθισε με λεπτομέρειες και από προσωπικές του εμπειρίες.

Και αν προσέξετε πολύ καλά στην επίμαχη σκηνή, ο Ρόι Σάιντερ και ο Ρίτσαρντ Ντρέιφους έχουν όντως μείνει «κάγκελο» από την περιγραφή του Σο, γιατί είχαν δει από πριν το σενάριο και πλέον το ακούνε παραλλαγμένο προς το απείρως ανατριχιαστικότερο.

Και οι αντιδράσεις τους – τα στόματά τους ανοικτά, οι κόρες των ματιών τους διεσταλμένες – είναι η πρωτόλεια αντίδρασή τους απέναντι σε κάτι μη-γνωστό. Σε κάτι άγνωστο, όπως η ιστορία που τούς διηγείται ο Σο-«Quint». Μια ερμηνεία για την οποία ο Σο θα έπρεπε να έχει πάρει Όσκαρ Α’ και Β’ Ανδρικού ρόλου μαζί -αλλά φυσικά η ζωή και η Τέχνη είναι άδικες.

Για το τέλος, αξίζει να αναφέρουμε δυο σκηνές ανθολογίας: στην πρώτη, το κολπάκι με το πλάνο του Σπίλμπεργκ στο 2:02 που είναι σαν να φέρνει τον Ρόι Σάιντερ πιο κοντά στην θάλασσα και στα τεκταινόμενα εντός αυτής.

Και στο δεύτερο, η απαράμιλλης φυσικότητας αντίδραση του Σάιντερ στην πρώτη εμφάνιση του καρχαρία, απέναντι σε κάτι που γνωρίζει ότι θα εμφανιστεί, αλλά και πάλι υποδύεται τον ρόλο του με την λογική αντίδραση ενός ανθρώπου που αφενός δεν ξέρει κολύμπι, αφετέρου φοβάται την θάλασσα και κυρίως… βρίσκεται για πρώτη φορά αντιμέτωπος με τον δυνητικό του δολοφόνο μέσα σε ένα ξένο και αφιλόξενο για τον ίδιο περιβάλλον.

Το μόνο σίγουρο είναι ότι με ταινίες-σταθμούς όπως και αυτή θα χρειαστούμε μια μεγαλύτερη οθόνη.