Μπορεί ο Σον Κόνερι να θεωρείται ο καλύτερος Τζέιμς Μποντ, αλλά σίγουρα ο Ρότζερ Μουρ ήταν η κλασική περσόνα του θρυλικού 007, καθώς έβαλε στον χαρακτήρα τού υπερπράκτορα βασικά στοιχεία της δικής του προσωπικότητας. Εκτός του ότι αποτελούσε εμφανισιακά πρότυπο του σνομπ Άγγλου, ήταν φανατικός τής καλοπέρασης και της υπερβολικής κομψότητας, ατσαλάκωτος, είρων, σχεδόν πάντα με σηκωμένο το φρύδι, γυναικοκατακτητής…

Δανδής και ιδιαίτερος χιουμορίστας, ο Ρότζερ Μουρ απέκτησε τη φήμη του ως Σάιμον Τέμπλαρ στη δημοφιλή και κλασική, πια, τηλεοπτική σειρά «Ο Άγιος», που προβλήθηκε από το 1962 έως το 1969, ενώ συνέχισε την τηλεοπτική του επιτυχία το 1971 με τους “Αντίζηλους” ως ο Λόρδος Σινκλέρ, δένοντας απίστευτα με τον καταξιωμένο Τόνι Κέρτις.

Πέντε χρόνια από το θάνατο του Ρότζερ Μουρ, 23 Μαΐου 2017, ενός σταρ που αν δεν υπήρχαν οι επτά ταινίες του Τζέιμς Μποντ, θα έμενε σχεδόν στην αφάνεια, ως ένας κομψός Άγγλος τηλεοπτικός ηθοποιός, με χαλυβδωμένη μανιέρα, ερωτικές περιπέτειες και τέσσερις γάμους, αλλά και τα τερτίπια του, για να αποφύγει τη βρετανική εφορία.

Δίπλα στα ανάκτορα και με τον αστυφύλαξ

Ο Ρότζερ Μουρ, γεννήθηκε στις 14 Οκτωβρίου του 1927, ήταν βέρος Λονδρέζος, το μοναχοπαίδι ενός αστυνομικού -εδώ ίσως κολλάει και η υπερσυντηρητική του πολιτική τοποθέτηση- του Τζορτζ Άλφρεντ Μουρ, ενώ μητέρα του ήταν η Λίλιαν Πόουπ, η οποία είχε γεννηθεί στην Καλκούτα -εδώ πιθανώς κολλάει η αποικιοκρατική του ανατροφή του. Το γυμνάσιο το τελείωσε στο Άμερσαμ του Μπάκιγχαμσιρ, δυο βήματα από τους εστεμμένους, ενώ εγκατέλειψε γρήγορα τις σπουδές του στο Πανεπιστήμιο του Ντάραμ. Σε ηλικία 18 ετών, λίγο πριν το τέλος του πολέμου, κατατάχθηκε στον στρατό και έφτασε ως τον βαθμό του λοχαγού, υπηρετώντας στο τέλος της θητείας του σε ένα φυλάκιο στην κατεχόμενη Δυτική Γερμανία. Λίγο πριν τον στρατό, ο Μουρ πρόλαβε να σπουδάσει για έξι μήνες στη Βασιλική Ακαδημία Δραματικής Τέχνης, όπου ήταν συμφοιτητής με την Λόις Μάξγουελ, γνωστή από τον ρόλο της στις ταινίες Τζέιμς Μποντ, ως Μις Μάνιπενι. Ο Μουρ αποφάσισε να εγκαταλείψει τις σπουδές του στην υποκριτική, για να δουλέψει ως ηθοποιός, αφού έκανε τον κομπάρσο στο φιλμ “Καίσαρ και Κλεοπάτρα”, συναντώντας το ίνδαλμά του, Στιούαρτ Γκρέιντζερ.

Ο οδοντόκρεμας

Στις αρχές της δεκαετίας του ‘50 εργάστηκε ως μοντέλο, σε έντυπες διαφημίσεις για οδοντόκρεμες, δίνοντας ακόμη ένα όπλο σε πολλούς κριτικούς αργότερα να κάνουν λόγο για την… αφρώδη υποκριτική του ικανότητα. Γιατί μπορεί η επιτυχία του ως Τζέιμς Μποντ να ήταν απίστευτη, αλλά κακά τα ψέματα, ήταν ένας μέτριος ηθοποιός, που δεν μπόρεσε ποτέ να ξεφύγει από το καλούπι του 007 ή των μονοδιάστατων ηρώων που υποδυόταν στην τηλεόραση. Παρά ταύτα και μετά από κάποια ρολάκια στην τηλεόραση, το 1954, λόγω και γνωριμιών, θα υπογράψει επταετές συμβόλαιο με την Metro-Goldwyn-Mayer, αλλά οι ταινίες που έπαιξε ήταν σκέτη αποτυχία. Μάλιστα, η Metro θα τον “απελευθερώσει” πρόωρα από το συμβόλαιό του, για να επιστρέψει ο Μουρ σε τηλεοπτικούς ρόλους.

Ιβανόης

Η πρώτη του επιτυχία ήρθε το 1958, παίζοντας τον ρόλο του Ιβανόη στην ομώνυμη τηλεοπτική σειρά, που απευθυνόταν κυρίως στο νεανικό κοινό, ενώ τον επόμενο χρόνο θα συμπρωταγωνιστούσε, δίπλα στην Ντόροθι Προβάιν, στην τηλεοπτική σειρά γουέστερν “The Alaskans”. Το 1960, θα παίξει σε ακόμη ένα τηλεοπτικό γουέστερν, στο “Μάβερικ”, όταν εγκατάλειψε τη σειρά ο αρχικός πρωταγωνιστής Τζέιμς Γκάρνερ.

Ο Άγιος

Παρά τα σκαμπανεβάσματα στην πορεία του, ο Μουρ θα αρπάξει την ευκαιρία και θα πρωταγωνιστήσει στη φιλόδοξη σειρά “Ο Άγιος”, που είχε βασιστεί στα μυθιστορήματα του Λέσλι Τσάρτερις. Με μία απρόσμενη αυτοπεποίθηση, καθιέρωσε τον Σάιμον Τέμπλαρ ως ένα κομψό, γοητευτικό και στιλάτο ήρωα, χαρακτηριστικά που μετέφερε και στον Τζέιμς Μποντ. Η σειρά, που έκανε ιδιαίτερη επιτυχία και στις ΗΠΑ, προβλήθηκε από το 1962 έως το 1969, ενώ στο τέλος είχε αρχίσει να βαριέται τον ρόλο. Θα γυρίσει δυο ταινίες, αλλά χωρίς επιτυχία και επιστρέφει ξανά στην TV με τους διασκεδαστικούς “Αντίζηλους”, έχοντας δίπλα του τον Τόνι Κέρτις. Μάλιστα. Είναι ο ρόλος που θα του φέρει απίστευτα κέρδη και θα τον καταστήσει τον πιο ακριβοπληρωμένο τηλεοπτικό ηθοποιό στον κόσμο.

Τζέιμς Μποντ

Το 1973 ο φίλος του και φημισμένος παραγωγός των ταινιών 007, Άλμπερτ Μπρόκολι, θα τον καλέσει να αντικαταστήσει τον Σκοτσέζο Σον Κόνερι, που έψαχνε τρόπο να ξεφύγει από τον ρόλο που τον είχε τυποποιήσει και είχε φτάσει στα όρια να σιχαθεί. Ο Μουρ, που ήταν μεγαλύτερος σε ηλικία από τον Κόνερι και με όχι τόσο καλογυμνασμένο σώμα, θα θυσιάσει την πλούσια κόμη του και κάποια κιλά, για να πάρει τον ρόλο της πρώτης του ταινίας “Ζήσε και Άσε τους Άλλους να Πεθάνουν”, που είχε τεράστια επιτυχία. Ο χαρακτήρας του υπερπράκτορα δένει κουτί με τον Ρότζερ Μουρ, αλλά και με το πιο ψυχροπολεμικό κλίμα της ταινίας, ενώ ο πρωταγωνιστής θα δώσει και ορισμένους, ακόμη, πόντους με το έμφυτο χιούμορ του και το αγγλικό του στιλ. Θα ακολουθήσουν ακόμη έξι ταινίες Τζέιμς Μποντ: “Ο άνθρωπος με το Χρυσό Πιστόλι” (1974), “Η κατάσκοπος που με Αγάπησε” (1977), “Επιχείρηση Μουνρέικερ” (1979), “Για τα Μάτια σου Μόνο (1981), “Επιχείρηση Οκτόπουσι” (1983) και “Επιχείρηση Κινούμενος Στόχος” (1985). Ο Μουρ συμπλήρωσε 12 χρόνια παίζοντας τον 007, τα περισσότερα απ’ όλους τους πρωταγωνιστές τού κινηματογραφικού φραντσάιζ.

Μοντέλο φοροαποφυγής

Τελειώνοντας με τον Τζέιμς Μποντ, θα του μείνει ο τίτλος τού καλύτερου 007 στη συνείδηση των φαν των ταινιών, αλλά και αμύθητα κέρδη. Ο Μουρ θα εγκαταλείψει το Ηνωμένο Βασίλειο για να καταφύγει αρχικά στην Ελβετία και στη συνέχεια στο Μονακό. Καλή η “Βρετανική Αυτοκρατορία”, αλλά καλύτεροι οι φορολογικοί παράδεισοι! Μάλιστα, ο πρίγκιπας του Μονακό, Αλβέρτος, επιβραβεύοντας τους τραπεζικούς λογαριασμούς του Μουρ, θα τον διορίσει «Πρεσβευτή Καλής Θελήσεως» για το Πριγκιπάτο, φτάνοντας το βρετανικό χιούμορ σε άλλη διάσταση, στα όρια της σουρεαλιστικής ματιάς του Λουίς Μπουνιουέλ.

Το μόνο που κράτησε από την Βρετανία ο Μουρ ήταν η ρατσιστική διάθεση, καθώς όπως είχε πει το μόνο που τον ενοχλούσε στο Μονακό ήταν ο αυξανόμενος αριθμός των Ρώσων, τονίζοντας χαρακτηριστικά «Φοβάμαι ότι παραγεμίσαμε με Ρώσους – όλα τα μενού στα εστιατόρια είναι πλέον στη ρωσική γλώσσα».

Καλοπληρωμένα διαζύγια

Επίσης, δεν άλλαξε τη συνήθειά του να κατακτά γυναίκες, αλλά και να τις παντρεύεται. Ο Μουρ σταμάτησε τελικά στους τέσσερις γάμους. Ο πρώτος, ήταν με την άγνωστη ηθοποιό Ντορν Βαν Στάιν το 1946, όταν αυτός ήταν 19 χρόνων και εκείνη τέσσερα χρόνια μεγαλύτερη. Ο δεύτερος το 1952 με την Ουαλή τραγουδίστρια Ντόροθι Σκουάιρς, επίσης μεγαλύτερή του κατά 13 χρόνια, με την οποία χώρισαν λόγω των εξωσυζυγικών του περιπετειών και ειδικά με την ηθοποιό Νρόροθι Προβάιν, αλλά και την Ιταλίδα ηθοποιό Λουίζα Ματιόλι, την οποία παντρεύτηκε το 1961. Ήταν ο τρίτος γάμος, ο πιο περιπετειώδης, καθώς η Σκουάιρς δεν του έδινε διαζύγιο λόγω οικονομικών διαφορών. Ωστόσο, ούτε αυτός κράτησε τον Μουρ πιστό και το 1993 χώρισε με την Ματιόλι, συνάπτοντας σχέση με την οικογενειακή τους φίλη Σκανδιναβή Κριστίνα Θόλστρουπ, την οποία παντρεύτηκε μετά από δέκα χρόνια και αφού αποζημίωσε την πρώην γυναίκα του με 10 εκατομμύρια λίρες.

Επιστρέφοντας στην κινηματογραφική του πορεία και σε ταινίες που έπαιξε κατά τη διάρκεια των 007 και μετά το 1985, όταν έβγαλε το κουστούμι του Τζέιμς Μποντ, δεν υπάρχει κάτι το ιδιαίτερα αξιόλογο που πρέπει να θυμόμαστε. Ίσως να αξίζουν μια ματιά οι πολεμικές περιπέτειες «Οι Λύκοι της Θάλασσας», δίπλα στον Γκρέκορι Πεκ και τον Ντέιβιντ Νίβεν, «Άγριες Χήνες», με Ρίτσαρντ Μπάρτον και φυσικά «Απόδραση από την Αθήνα», δίπλα σε Τέλι Σαβάλας και Κλάουντια Καρντινάλε και το ελληνικό άρωμα της εποχής.

Ο Ρότζερ Μουρ θα πεθάνει σε βαθιά γεράματα, 90 ετών, αφήνοντας πίσω του τη φιγούρα του κλασικότερου Τζέιμς Μποντ, που κατάφερε να γίνει «Άγιος», τουλάχιστον τηλεοπτικά, την ανάδειξή του ως του πιο καλοντυμένου άνδρα, την -κλισέ- δράση του για την προστασία των ζώων όταν άρχισε να γερνάει, την αναγνώρισή του από τη Unisef ως “πρεσβευτής καλής θελήσεως”, τρία παιδιά, που για χρόνια δεν του μιλούσαν και βεβαίως τρία καλοπληρωμένα διαζύγια….

Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ