Ένας από τους σπουδαιότερους δημιουργούς του σύγχρονου αμερικανικού κινηματογράφου ήρθε στη ζωή μία μέρα σαν κι αυτή. Γιος ηθοποιού έλαβε τα ανάλογα ερεθίσματα και τη δέουσα παιδεία από νεαρή ηλικία κι ήδη στα δώδεκά του (!), όσο απίθανό κι αν ακούγεται, καταπιάστηκε με το να δημιουργήσει την πρώτη του ταινία. Ντεμπούτο μικρού μήκους στο Σάντανς, που έγινε διαβατήριο για το “Hard Eight” το 1996. Έναν χρόνο μετά ακολούθησαν οι “Ξέφρενες Νύχτες” κι η καθιέρωσή του στην κοινή γνώμη δεν άργησε. Άρτιο σενάριο, υποδειγματική σκηνοθεσία και η αίσθηση πως κάτι μεγάλο γεννιέται.

Η μεγαλύτερή του επιτυχία για τη βαθιά πλειοψηφία είναι το “Θα χυθεί αίμα” (2007) που έδωσε το Χρυσό Αγαλματίδιο στον πρωταγωνιστή Ντάνιελ Ντέι Λιούις. Φέτος στις χειμερινές αίθουσες παρακολουθήσαμε το “Licorice Pizza”. Ένα τρυφερό love story και ταυτόχρονα μία επώδυνη διαδικασία ενηλικίωσης. Σινεμά ρομαντικό – διαχρονικό που αντιστέκεται απέναντι σε ένα νέο νέο ρεύμα υπεραπλούστευσης και δημιουργεί τέχνη αθόρυβα. Οι επιρροές του από τα έργα των Σκορσέζε, Κιούμπρικ είναι εμφανείς. Aγαπημένη του ταινία θεώρησε το “Ο Θησαυρός της Σιέρρα Μάντρε” (1948).

Παρά τις έντεκα υποψηφιότητές του, το OSCAR λείπει ακόμα από τη συλλογή του. Αντιθέτως έχει κερδίσει Βραβείο Σκηνοθεσίας στις Κάννες με το “Punch-Drunk Love” (2002), Χρυσή Άρκτο στο Βερολίνο με το “Μανόλια” (1999) κι αντίστοιχα Αργυρή με το “Θα χυθεί αίμα”. Από τη Βενετία έφυγε με τον Χρυσό Λέοντα και το FIPRESCΙ με το “Master” (2012). Συνολικά μετράει 97 διεθνείς βραβεύσεις. Οι συνεργασίες του με Χόακιν Φοίνιξ (“Inherent Vice“, 2014), Τομ Κρουζ, Τζούλιαν Μουρ και Μπαρτ Ρέινολντς ανέβαζαν σταδιακά το πρεστίζ και εκτόξευσαν τις μετοχές του.

Με τον Ντάνιελ Ντέι Λιούις στα γυρίσματα της ταινίας “Θα χυθεί αίμα”

“Καλλιτέχνης του κινηματογράφου”, όπως τον αποκαλεί ο Κουεντίν Ταραντίνο. Ο Σαμ Μέντες από την μεριά του δεν χάνει ευκαιρία να επευφημεί τα σενάριά του. Η αναγνώρισή του είναι καθολική. Σκηνοθέτες, ηθοποιοί, κριτικοί, σινεφίλ περιμένουν κάθε του δουλειά με τεράστια αγωνία. Το κέρδισε και συνεχίζει να το χτίζει μαεστρικά, δημιουργώντας έναν θρύλο γύρω από το όνομά του. Ήδη βρίσκεται ανάμεσα στους κορυφαίους και μένει να φανεί τι ακόμα σημαντικό θα μας προσφέρει αυτή η κουλ φιγούρα από την Καλιφόρνια των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής.

Αξίζει να σημειωθεί τέλος πως η ωριμότητά του είναι αυτή που χαρακτηρίζει το έργο του όσο διατρέχουμε τη φιλμογραφία του. Δε νιώθει την ανάγκη πια να αποδείξει. Έχει διώξει σε μεγάλο βαθμό το άγχος και προχωρά στον δρόμο που έχει χαράξει. Αυτή η απελευθέρωση οδηγεί σε εξαιρετικά αποτελέσματα. Η τελευταία του ταινία αγκαλιάστηκε από το ελληνικό κοινό σε μία πολύ δύσκολη σεζόν. Με την ελπίδα να συνεχίσει αυτό που κάνει όσο λίγοι, να δημιουργεί δηλαδή αυτό που του λέει η καρδιά του, ευχόμαστε χρόνια πολλά στον Πολ Τόμας Άντερσον!