Όταν η Εϊμι Γουαϊνχάουζ βρέθηκε νεκρή στις 23 Ιουλίου 2011 στο σπίτι της στο Λονδίνο, από υπερβολική κατανάλωση αλκοόλ και ηρωίνης, ήταν σχεδόν νομοτελειακό ότι θα περάσει στο Πάνθεον της μουσικής.

Δεν ήταν μόνο το ότι πέθανε σε ηλικία μόλις 28 ετών: μερικές ημέρες πριν τον θάνατό της, είχε ανακοινωθεί ότι το «Back To Black» έγινε το πιο επιτυχημένο άλμπουμ του 21ου αιώνα σε πωλήσεις στο Ηνωμένο Βασίλειο.

Διόλου τυχαία, έτσι θα ονομάζεται και η ταινία που θα κυκλοφορήσει σε λίγο καιρό με θέμα την (σύντομη) ζωή της, καθώς η βρετανίδα σκηνοθέτρια Σαμάνθα Τέιλορ-Τζόνσον πρόκειται να μεταφέρει στην οθόνη μια βιογραφία της Γουαϊνχάουζ μετά από χρόνια αποτυχημένων προσπαθειών.

Η ταινία «Back to Black», όπως τιτλοφορείται ένα από τα πιο αγαπημένα κομμάτια της Εϊμι και το πιο επιτυχημένο της άλμπουμ, θα εξερευνήσει την άνοδο και την πτώση της τραγουδίστριας, η οποία ήταν στενή φίλη της ίδια της Τέιλορ-Τζόνσον.

Οπως μάλιστα αναφέρει δημοσίευμα του Guardian, «ένα υποτυπώδες σενάριο φέρεται να κυκλοφορεί ήδη, ενώ έχει αρχίσει και το κάστινγκ για τους βασικούς χαρακτήρες». Η βιογραφική ταινία ετοιμάζεται, όπως αναφέρει το δημοσίευμα, με την πλήρη υποστήριξη των κληρονόμων της τραγουδίστριας, συμπεριλαμβανομένου του πατέρα της, Μιτς, ο οποίος προ ετών καταφέρθηκε εναντίον του «Amy» (2015), του πολυβραβευμένου και με Οσκαρ ντοκιμαντέρ του Ασίφ Καπάντια, το οποίο ο Μιτς χαρακτήρισε «φρικτό», εκφράζοντας τον θυμό του για τους δημιουργούς που «παρουσίασαν την κόρη του με το χειρότερο δυνατό τρόπο».

«Το 2018, η οικογένεια της Γουαϊνχάουζ υπέγραψε συμβόλαιο με τις παραγωγούς Αλισον Οουεν και Ντέμπρα Χέιγουαρντ για το έργο, τα γυρίσματα του οποίου επρόκειτο να αρχίσουν την επόμενη χρονιά, αλλά αναβλήθηκαν. Μάλιστα, τότε, είχε αναφερθεί ότι τα έσοδα από την ταινία θα ωφελούσαν το Ιδρυμα Amy Winehouse», σημειώνει ο Guardian.

«Τώρα πλέον είμαστε σε θέση να τιμήσουμε την εξαιρετική ζωή και το ταλέντο της Εϊμι», δήλωσε ο Μιτς ο οποίος πρόσθεσε ακόμη ότι «γνωρίζουμε ότι η αληθινή ιστορία της ασθένειάς της μπορεί να βοηθήσει πολλούς άλλους, που μπορεί να αντιμετωπίζουν παρόμοια προβλήματα».

Μιλώντας ως προς το ποια πρέπει να υποδυθεί την κόρη του, ο Μιτς είπε επίσης στην βρετανική εφημερίδα: «Δεν θα με πείραζε να στοιχηματίσω ότι θα ήταν μια άγνωστη, νεαρή Αγγλίδα ηθοποιός από το Λονδίνο, που μιλάει κόκνεϊ [σ.σ: η ντόπια διάλεκτος της εργατικής τάξης] και που μοιάζει λίγο με την Εϊμι».

Η Σαμάνθα Τέιλορ-Τζόνσον έκανε το σκηνοθετικό της ντεμπούτο το 2009 με το δράμα «Ολοι θέλουν λίγη αγάπη» (« Nowhere Boy»), που αφηγείται την ιστορία της παιδικής και της εφηβικής ηλικίας του Τζον Λένον, από το 1944 έως το 1960. Ακολούθησε το ερωτικό δράμα «Οι Πενήντα Αποχρώσεις του Γκρι» (2015) από το ομώνυμο βιβλίο, που έγινε μεν τεράστια εισπρακτική επιτυχία, αποφέροντας πάνω από 560 εκατ. δολάρια στο παγκόσμιο box office, αλλά και μια υποψηφιότητα Razzie χειρότερης σκηνοθεσίας για την Τέιλορ-Τζόνσον.

Ακολούθησαν η σειρά «Gypsy» με την Ναόμι Γουότς, η οποία ακυρώθηκε μετά από μια σεζόν στο Netflix, και μια τηλεοπτική προσαρμογή του μπεστ σέλερ «A Million Little Pieces» του αμφιλεγόμενου Τζέιμς Φρέι, που υποτίθεται ότι ήταν αυτοβιογραφία του, αποδείχτηκε όμως ότι ο συγγραφέας είχε διανθίσει το βιβλίο με ψευδή περιστατικά.

Η Εϊμι γεννήθηκε στην περιοχή του Σάουθγκεϊτ του Βόρειου Λονδίνου, στις 14 Σεπτεμβρίου του 1983, με ρωσική καταγωγή από την πλευρά της μητέρας της, η οποία άσκησε πάνω της μεγάλη επιρροή ως προς το ενδιαφέρον της για τη τζαζ.

Ο πατέρας της, Μίτσελ συνήθιζε να τραγουδάει συχνά τραγούδια του Φρανκ Σινάτρα στη μικρή Έιμι, η οποία επίσης υιοθέτησε αυτή τη συνήθεια, σε σημείο που οι καθηγητές της ήταν αδύνατο να την κρατήσουν ήσυχη στην τάξη. Οι γονείς της χώρισαν όταν η Έιμι ήταν εννέα ετών. Στην ηλικία των δέκα, η Γουάινχαουζ δημιούργησε το μικρό συγκρότημα Sweet ‘n’ Sour με την παιδική της φίλη Τζούλιετ Άσμπι.

Η Γουάινχαουζ απέκτησε την πρώτη της κιθάρα όταν ήταν δεκατριών, και άρχισε να γράφει μουσική ένα χρόνο μετά. Στα 18 της άρχισε να εργάζεται, αρχικά ως δημοσιογράφος για την World Entertainment News Network, καθώς και επαγγελματικά ως τραγουδίστρια σε ένα συγκρότημα τζαζ. Ο τότε σύντροφός της και τραγουδιστής της σόουλ, Tyler James, έστειλε ένα δοκιμαστικό της Έιμι σε έναν ειδικό για νέα ταλέντα και η Γουάινχαουζ υπέγραψε στην δισκογραφική εταιρεία του Σάιμον Φούλερ το 2002. Ο στυλίστας της, Άλεξ Φόρντεν, τής υιοθέτησε το χτένισμα «σφηκοφωλιά», καθώς και το μακιγιάζ σε στιλ Κλεοπάτρα από το συγκρότημα The Ronettes.

Το πρώτο της άλμπουμ, με τίτλο «Frank», κυκλοφόρησε στις 20 Οκτωβρίου 2003. Το άλμπουμ ήταν μια παραγωγή κυρίως του Σαλαάμ Ρέμι και πολλά τραγούδια είχαν επηρεαστεί από την τζαζ και, εκτός από δύο διασκευές, κάθε τραγούδι είχε γραφτεί και από την ίδια την Έιμι. Το άλμπουμ έλαβε θετικές κριτικές και προτάθηκε για Brit Award στις κατηγορίες «Βρετανίδα Σόλο Καλλιτέχνις» και «Καλύτερο Urban Album». Το 2004 κέρδισε το βραβείο Ίβορ Νοβέλλο στην κατηγορία «Καλύτερο Εναλλακτικό Τραγούδι», παράλληλα με τον Σαλαάμ Ρέμι, για τη συμβολή της στο πρώτο της σινγκλ, «Stronger Than Me». Toν ίδιο χρόνο, τραγούδησε στο Φεστιβάλ του Γκλαστόνμπιουρι, τo V Festival, στο Παγκόσμιο Φεστιβάλ Τζαζ του Μόντρεαλ (7 Ιουλίου 2004, στο κλαμπ Soda) και στη σκηνή Jazzworld.

Στα τέλη του 2007 έγινε γνωστό ότι ο δίσκος της «Back to Black» είναι το πιο εμπορικό άλμπουμ για το 2007 στη Βρετανία. Το εν λόγω άλμπουμ κυκλοφόρησε στα τέλη του 2006 και μέχρι το Δεκέμβριο του 2007 είχε πουλήσει 1.500.000 αντίτυπα στη Βρετανία.

Λίγους μήνες πριν, τον Αύγουστο του 2007 η τραγουδίστρια κατέρρευσε ύστερα από υπερβολική δόση ηρωίνης και χρειάστηκε ένεση αδρεναλίνης αλλά και πλύση στομάχου. Τις επόμενες μέρες τις πέρασε σε κεντρικό ξενοδοχείο του Λονδίνου ενώ αναγκάστηκε να αναβάλει την εμφάνισή της στο Όσλο. Η Γουάινχαουζ αντιμετώπιζε προβλήματα βουλιμίας και εκτός από τα ναρκωτικά ήταν εθισμένη και στο αλκοόλ. Την άρνησή της να ενταχθεί σε κέντρο απεξάρτησης την κατέγραψε στο τραγούδι «Rehab».