Μπήκα φοιτητής Ιστορικού-Αρχαιολογικού στα Γιάννενα τον Σεπτέμβριο του 1995 και βγήκα από εκεί στο ξημέρωμα του νέου αιώνα. Ήταν (μακράν) τα πέντε ωραιότερα χρόνια της ζωής μου, ένα ψαρωμένο μειράκιο 18 ετών που αποχώρησε στα 23 του από το γιαννιώτικο λεκανοπέδιο ελαφρώς πιο υποψιασμένος για τον κόσμο γύρω του, έχοντας πρώτα κάνει τις γύρες του ανάμεσα σε ροκ μπαρ, μουσικές σκηνές και (ασφαλώς) τσιπουράδικα.

Το κλίμα στα Γιάννενα δεν είναι εύκολο, ούτε για τους ανθρώπους ούτε για τα διάφορα ζώα, μεγάλα και μικρά. Βρέχει διαρκώς, έχει ομίχλη και η υγρασία μπαίνει στα κόκαλα σου. Το ήδη περίεργο κλίμα επιβαρύνει και η λίμνη Παμβώτιδα που βρέχει σχεδόν όλο το γιαννιώτικο λεκανοπέδιο, με μεγάλα τμήματα της πόλης να είναι σχεδόν χτισμένα πάνω σε καλαμιές και βάλτους.

Το χειρότερο όμως όλων είναι η βροχή. Στα Γιάννενα δεν θυμάμαι ποτέ καταιγίδα ή καρεκλοπόδαρα. Θυμάμαι επί πέντε χρόνια αυτό το «τσούκου τσούκου» ψιλόβροχο να πέφτει και τις 24 ώρες της ημέρας, για εβδομάδες ολόκληρες. Υπάρχει μάλιστα και το σχετικό αστείο: «πόσες φορές το χρόνο βρέχει στα Γιάννενα; Μία».

Νίκος Παπαδιώτης

Με βάση αυτήν ακριβώς την αίσθηση, πως αν το «χύσι» (η βροχή στην ηπειρωτική ντοπιολαλιά) ξεκινήσει στην πόλη, δεν σταματά ποτέ, ξεκινάει το εξαιρετικό 75λεπτο ντοκιμαντέρ που τιτλοφορείται «By Τhe Lake», συνοδευόμενο από το απαραίτητο «…στην πόλη όπου βρέχει μια φορά το χρόνο».

Το θέμα του είναι η μουσική σκηνή των Ιωαννίνων, για 25 χρόνια περίπου, από το 1975 και την Μεταπολίτευση μέχρι τα τέλη των ‘90s –δηλαδή μέχρι το σημείο όπου την έζησα και εγώ με τα μπούνια, που λέμε. Το «By Τhe Lake» είναι ουσιαστικά ένα ντοκιμαντέρ για τους μουσικούς της πόλης, το κοινό της, αλλά και πράγματα που έζησε από κοντά η «Γενιά Χ» των Ιωαννίνων.

Η ομάδα που το γύρισε και το επιμελήθηκε, η ΣΧΗΜΑ ΚΟΙΝΣΕΠ, με επικεφαλής τον εξαιρετικό συνάδελφο Γιώργο Τσαντίκο, έχει κάνει μια εξαιρετική δουλειά συγκεντρώνοντας ένα πλούσιο και σπάνιο αρχειακό υλικό, όπως φωτογραφίες, βίντεο και μουσική, από τα Γιάννενα, τους μουσικούς και τις μπάντες τους, και ταυτόχρονα μοντάροντάς του με τέτοιο τρόπο και σε «κεφάλαια» που κάνουν τον θεατή να ενδιαφερθεί πρωτογενώς για τους μουσικούς αυτούς, σε κοινωνιολογικό επίπεδο, ακόμη και αν δεν του αρέσει η μουσική τους.

Γιώργος Γάκης

Από το ντοκιμαντέρ παρελαύνουν σημαντικές μορφές της γιαννιώτικης μουσικής όπως οι άτυποι «προπάτορες» της εναλλακτικής σκηνής της πόλης, ο Βαγγέλης και ο Περικλής Μπουλουχτσής, οι οποίοι μαζί με τον (όχι Γιαννιώτη, αλλά τότε φοιτητή) Αντώνη Λιβιεράτο, ίδρυσαν στις αρχές της δεκαετίας του ‘80 τους Κεφάλαιο 24 ή Chapter 24, επηρεασμένοι από το ομώνυμο τραγούδι του Syd Barrett των Pink Floyd.

«Όλη η φάση με το ντοκιμαντέρ ήταν μια ανακάλυψη για μένα από την αρχή, γιατί εγώ, ως Αθηναίος, δεν τα έζησα από κοντά αλλά μόνο εξ αποστάσεως μέχρι το 1993 τουλάχιστον, ακούγοντας π.χ. μπάντες όπως οι Μεταλλακτικοί και οι Dirty Saints όταν ήμουν μαθητής στην Κυψέλη. Αλλά και λόγω της δημοσιογραφικής δουλειάς που κάναμε, έχω πέσει πάνω σε πολλά κείμενα τέτοιου τύπου, με δημοσιογραφικές αποστολές που κάνανε στα τέλη των ‘70s», μου λέει ο Γιώργος Τσαντίκος, προσθέτοντας ότι «έστελνε π.χ. η εφημερίδα «Το Βήμα» τον Βασίλη Ραφαηλίδη για μια βδομάδα στην πόλη, προκειμένου να γράψει για τους φοιτητές. Ερχόταν ο Αργύρης Ζήλος από το μουσικό περιοδικό «Ήχος» για να γράψει για ένα live στο [σ.σ: σινεμά-συναυλιακό χώρο] «Παλλάδιο». Ερχόταν η Λουκία Ρικάκη από την ΕΡΤ και έκανε εκπομπή για τη νύχτα στην πόλη. Το γαμάτο είναι ότι διαβάζοντας ή βλέποντας το αποτέλεσμα, καταλάβαινες ότι είχαν λίγο την αίσθηση ότι, σε ένα βαθμό, τους έστελναν στο Ναγκόρνο Καραμπάχ».

Αντώνης Λιβιεράτος

Τότε ήταν λοιπόν, στις αρχές των ‘80s, που άρχισαν να προκύπτουν ολοένα και νέα συγκροτήματα στην πόλη, όπως οι Excaliber του Γιώργου Γάκη, οι Σχήμα του Στάθη Χούλιαρη, οι σπουδαίοι thrash-metalers Spider Kickers των James Edwarth και Κώστα Παπαδημητρίου, οι Goldfingers των Γιάννη Μήτση και Νίκου Παπαδιώτη και οι Blues People του Χρήστου Παρλαπά.

Τότε, βέβαια, δυστυχώς για τους προαναφερθέντες, στην πόλη δεν… κινούταν ρούπι, που λέμε. Οι ιστορίες τους λένε και την ιστορία της πόλης και της κοινωνίας της: για τις πρωινές συναυλίες, τα όργανα και τα στούντιο που δεν υπήρχαν, την κοινωνική δυσπιστία και τα βλέμματα «τι θέλουν αυτοί τώρα», αλλά και τα κατορθώματα, όπως τα πρώτα μεγάλα live και τις πρώτες συλλογές σε κασέτα [την θρυλική «0651» το 1985, ένα χρόνο πριν την αντίστοιχη «1986» της βρετανικής Rough Trade].

Είναι επίσης εξαιρετικές οι περιγραφές πολλών εξ΄αυτών οn camera, που μας διηγούνται με ποιο τρόπο προσπαθούσαν να κάνουν την παρουσία τους αισθητή, σε μια, φύσει και θέσει, συντηρητική πόλη –μια συντηρητικότητα που, ασφαλώς, αντικατοπτριζόταν και στις μουσικές που προτιμούσε: τα Γιάννενα ήταν, είναι και θα είναι, μια πόλη που λατρεύει το κλασικό ροκ και το παλιομοδίτικο μέταλ, μια πόλη που έχει για «θεούς» της τον Rory Gallagher και τον Phil Lynott των Thin Lizzy, μια πόλη που μέχρι πρόσφατα διέθετε περισσότερα «ροκόμπαρα» από οποιαδήποτε άλλη της ελληνικής επαρχίας, με τις λίγες παρουσίες και «εκρήξεις» νεοκυματικών και post-punk σχημάτων να αποτελούν απλώς την εξαίρεση που επιβεβαιώνει τον κανόνα.

Τότε ήταν που, με την έλευση των ‘90s, η γιαννιώτικη σκηνή έγινε, ξαφνικά, πολύ πιο «ανοικτόμυαλη», ακολουθώντας τις σύγχρονές της, μουσικές εξελίξεις. Γύρω στα μέσα της δεκαετίας έκαναν την εμφάνισή τους οι κομψοί «γκαραζιέρηδες» Fuzzy Nerds του Πέτρου Βυζούκη –ίσως το γιαννιώτικο συγκρότημα που έχω δει ζωντανά τις περισσότερες φορές εκείνα τα πέντε χρόνια της παραμονής μου στη Ιωάννινα.

Τότε ήταν που, καθόλου συμπτωματικά, αφυπνίστηκαν και οι πολιτιστικοί φορείς της πόλης, με το Πνευματικό Κέντρο του Δήμου Ιωαννιτών και την τότε διευθύντριά του, Μαίρη Στρατσάνη, να παίρνουν, όπως διηγείται στο ντοκιμαντέρ ο Βυζούκης, κάποιες γενναίες πρωτοβουλίες για την ανάδειξη της μουσικής σκηνής της πόλης στις πολλές εκατοντάδες των φοιτητών της, οι οποίοι αποτελούσαν και θα συνεχίσουν να αποτελούν τον πιο ζωοποιό «πνεύμονα» της καθημερινότητάς της.

Ο Πέτρος Βυζούκης

«Αυτό που μου κάνει εντύπωση», μου λέει ο Γιώργος Τσαντίκος, «είναι ότι οι άνθρωποι που, κατά την ταπεινή μου άποψη, έσκαψαν το βουνό και άνοιξαν το δρόμο σε αυτή την πόλη –μουσικά- είναι ακόμα παρόντες και με δραστηριότητα. Π.χ. μια από τις μπάντες που θαύμαζα από τότε, άλλο αν δεν το ‘λεγα στη μεταλλάδικη παρέα μου στο σχολείο, ήταν οι Κεφάλαιο 24. Σήμερα, είμαι φίλος με τους ανθρώπους που τους αποτελούν».

Η ομάδα που επιμελήθηκε το ντοκιμαντέρ (η οποία, ειρήσθω εν παρόδω, διαχειρίζεται το ενημερωτικό site typos-i.gr και έχει ήδη εκδώσει δύο βιβλία: τις «25+1 ρετρό ιστορίες» και το «Οι αποστάτες, τα ρέντζελα και οι δήμαρχοι», για τις δημοτικές εκλογές στα Γιάννενα, από το 1925 μέχρι το 2014) έχει κάνει τόσο καλή δουλειά που αυτή ανταμείφτηκε εμπράκτως και πρόσφατα.

Ήδη, έχει ξεκινήσει το «ταξίδι» του «By The Lake» σε φεστιβάλ σε όλο τον κόσμο, μηνιαία και ετήσια και έχει βραβευτεί σε πέντε από αυτά, μέχρι στιγμής, στα Vesuvius International Film Fest (Ιταλία), Blackboard International Film Festival και Black Swan Film Festival (Ινδία), Best Istanbul Film Festival (Τουρκία) και World Film Carnival (Σιγκαπούρη).

Ρωτάω τον Γιώργο σε ποιο σημείο θεωρεί ότι βρίσκονται σήμερα, τα Γιάννενα, ως προς το επίπεδο καλλιτεχνικής και μουσικής δημιουργίας, μετά από τόσες διακυμάνσεις:

«Όσον αφορά στη μουσική ακμή της πόλης, νομίζω ότι η δεκαετία του ’80 ήταν σπερματικά εκεί που ξεκίνησαν όλα, αλλά στα ’90s δημιουργήθηκε μια κανονική, μαζική σκηνή με ενδιαφέρουσα παραγωγή. Πάντως, σε ό,τι αφορά την απόλυτη ακμή της, νομίζω ότι την περνάει τώρα: μπάντες όπως οι VIC [Villagers Of Ioannina City] κάνουν περιοδείες παντού στην Ευρώπη, οι Τaburo Βota ανοιξαν το live των Prophets of Rage και υπάρχει πολύς ακόμα κόσμος που το παλεύει όπως μπορεί», καταλήγει εμφατικά.

Ο Χρήστος Παρλαπάς των συγκροτημάτων Blues People και Religious Tramp

Info:

«By the lake, στην πόλη όπου βρέχει μόνο μια φορά το χρόνο»

Σκηνοθεσία-αφήγηση-μοντάζ: Γιώργος Τσαντίκος

Αρχισυνταξία, υπεύθυνη παραγωγής: Βαρβάρα Αγγέλη

Κάμερες, φώτα: Αστερινός Μάνθος

Τελική μίξη ήχου: Noisyland Studios, Πάνος Παπακώστας

Facebook

Instagram

Imdb