Μυρωδιά. Η αίσθηση που καταφέρνει να γεννά δεκάδες συναισθήματα και να ξυπνά άλλες τόσες αναμνήσεις. Το προσωπικό μας κριτήριο για να συμπαθήσουμε, να ερωτευτούμε ή ακόμα και να κόψουμε την καλημέρα σε κάποιον, αν δεν μπορούμε να αντέξουμε τις δυσάρεστες οσμές. Ο καθένας από εμάς διαθέτει διαφορετική μυρωδιά -το αν μας αρέσει ή όχι είναι άλλο ζήτημα- και αυτή μπορεί να μας φανερώσει μέχρι και τα επίπεδα του στρες μας. Ναι, καλά διαβάσατε!

Κάθε δευτερόλεπτο, εκατοντάδες χημικές ουσίες ρέουν από το σώμα μας στον αέρα και μάλιστα, με μεγάλη ευκολία, καθώς έχουν υψηλή πίεση ατμών, πράγμα που σημαίνει ότι βράζουν και μετατρέπονται σε αέρια σε θερμοκρασία δωματίου. Αυτές οι χημικές ουσίες, δίνουν τις απαραίτητες ενδείξεις για το ποιοι είμαστε, αλλά και για το πόσο υγιείς είμαστε.

Ίσως έχετε παρατηρήσει ότι όταν είστε άρρωστοι, η μυρωδιά σας τροποποιείται. Αυτό ήταν γνωστό στους αρχαίους Έλληνες και γι’ αυτό τον λόγο η όσφρηση είχε αναχθεί σε ιατρικό εργαλείο διάγνωσης ασθενειών. Αν οι γιατροί της εποχής μύριζαν την αναπνοή σας και την περιέγραφαν ως fetor hepaticus (που σημαίνει κακό συκώτι), αυτό σήμαινε ότι μπορεί να οδεύατε προς την ηπατική ανεπάρκεια.

Αντίθετα, αν η οσμή ενός ατόμου ήταν γλυκιά ή φρουτώδης, οι γιατροί πίστευαν ότι αυτό σήμαινε ότι τα σάκχαρα στο πεπτικό σύστημα δεν διασπώνται και το άτομο αυτό είχε πιθανώς διαβήτη. Η επιστήμη έχει από τότε αποδείξει ότι οι αρχαίοι Έλληνες είχαν δίκιο – η ηπατική ανεπάρκεια και ο διαβήτης και πολλές άλλες ασθένειες, συμπεριλαμβανομένων των μολυσματικών ασθενειών, δίνουν στην αναπνοή σας μια χαρακτηριστική μυρωδιά, που τις περισσότερες φορές δεν είναι ευχάριστη.

Το 1971, ο νομπελίστας χημικός Linus Pauling μέτρησε 250 διαφορετικές αέριες χημικές ουσίες στην αναπνοή, οι οποίες ονομάζονται πτητικές οργανικές ενώσεις ή VOCs. Μετά τον Pauling, ακολούθησαν ανακαλύψεις και άλλων επιστημών χάρη στις οποίες μάθαμε ότι πέρα από τις χαρακτηριστικές οσμές, υπάρχουν και οι άσμοες, αυτές που δεν μπορεί να αντιληφθεί η μύτη μας δηλαδή. Οι επιστήμονες πιστεύουν ότι είτε μια VOC έχει οσμή είτε όχι, μπορεί να μας δώσει πληροφορίες σχετικά με το πόσο υγιής είναι κάποιος.

Η έναρξη της νόσου Πάρκινσον σε έναν Σκωτσέζο εντοπίστηκε από τη σύζυγό του, τη συνταξιούχο νοσοκόμα Joy Milner, όταν ένιωθε ότι άρχιζε να αλλάζει η μυρωδιά του, χρόνια πριν διαγνωστεί, το 2005. Η ανακάλυψη αυτή δημιούργησε ερευνητικά προγράμματα στα οποία συμμετείχε η Milner για τον ακριβή εντοπισμό της μυρωδιάς αυτής της νόσου.

Οι σκύλοι μπορούν να μυρίσουν περισσότερες ασθένειες από τους ανθρώπους λόγω των πιο εξελιγμένων οσφρητικών τους ταλέντων. Αλλά οι τεχνολογικές τεχνικές, όπως το αναλυτικό εργαλείο φασματομετρία μάζας, εντοπίζουν ακόμη πιο λεπτές αλλαγές στο προφίλ των πτητικών οργανικών ενώσεων που συνδέονται με ασθένειες του εντέρου, του δέρματος και του αναπνευστικού συστήματος, καθώς και με νευρολογικές ασθένειες όπως η νόσος του Πάρκινσον. Οι ερευνητές φαίνεται ότι είναι αισιόδοξοι, αφού πιστεύουν ότι μια μέρα η διάγνωση ορισμένων ασθενειών θα γίνεται μέσω μίας συσκευής που θα αναλύει την αναπνοή μας και θα δείχνει αν πάσχουμε από κάτι.

Από πού προέρχονται οι πτητικές οργανικές ενώσεις;

Η αναπνοή δεν είναι η μόνη πηγή των πτητικών οργανικών ενώσεων στο σώμα. Εκπέμπονται επίσης από το δέρμα, τα ούρα και τα κόπρανα.

Εκατομμύρια αδένες του δέρματος απομακρύνουν τα μεταβολικά απόβλητα από το σώμα, καθώς και τα απόβλητα που παράγονται από βακτήρια και άλλα μικρόβια που ζουν στο δέρμα μας. Στον ιδρώτα μας, οφείλουμε την παραγωγή επιπλέον θρεπτικών συστατικών που έχουν την ικανότητα να μεταβολίζουν αυτά τα βακτήρια, αλλά δυστυχώς παράγουν δύσοσμες πτητικές οργανικές ενώσεις.

Το δέρμα μας, αλλά και το μικροβίωμα του εντέρου μας, αποτελούνται από μια λεπτή ισορροπία αυτών των μικροβίων. Οι επιστήμονες πιστεύουν ότι επηρεάζουν την υγεία μας, αλλά δεν ξέρουμε ακόμη πολλά για το πώς λειτουργεί αυτή η σχέση.

Σε αντίθεση με το έντερο, το δέρμα είναι σχετικά εύκολο να μελετηθεί –  αφού εύκολα μπορεί να συλλεχθούν δείγματα από την επιφάνειά του χωρίς να ταλαιπωρηθεί ο άνθρωπος με περαιτέρω διαδικασίες. Οι επιστήμονες πιστεύουν ότι τα VOCs του δέρματος μπορούν να προσφέρουν πληροφορίες για το πώς τα βακτήρια του μικροβιώματος και το ανθρώπινο σώμα συνεργάζονται για να διατηρήσουν την υγεία μας και να μας προστατεύσουν από τις ασθένειες.

Μάλιστα, μία ομάδα διερευνά αν η υπογραφή VOC του δέρματος μπορεί να αποκαλύψει διαφορετικά χαρακτηριστικά του ατόμου στο οποίο ανήκει. Αυτά τα σήματα στις υπογραφές VOC του δέρματος είναι πιθανότατα ο τρόπος με τον οποίο οι σκύλοι διακρίνουν τους ανθρώπους με βάση τη μυρωδιά.

Αν και ακόμα βρίσκεται σε σχετικά πρώιμο στάδιο, έχουν ήδη καταφέρει να προβλέψουν την ηλικία ενός ατόμου με λογική ακρίβεια από το προφίλ των VOCs που υπάρχει στο δέρμα του εκάστοτε ανθρώπου. Αυτό δεν αποτελεί έκπληξη, δεδομένου ότι το οξειδωτικό στρες στο σώμα μας αυξάνεται καθώς γερνάμε.

Το οξειδωτικό στρες δημιουργείται όταν τα αντιοξειδωτικά σας επίπεδα είναι χαμηλά και προκαλεί μη αναστρέψιμες βλάβες στα κύτταρα και τα όργανά μας. Η πρόσφατη προαναφερθείσα έρευνα εντόπισε υποπροϊόντα αυτής της οξειδωτικής βλάβης στο προφίλ VOC του δέρματος.

Αυτές οι VOCs δεν είναι μόνο υπεύθυνες για την προσωπική μυρωδιά. Χρησιμοποιούνται, επίσης, από τα φυτά, τα έντομα και τα ζώα ως δίαυλος επικοινωνίας. Τα φυτά βρίσκονται σε συνεχή διάλογο VOC με άλλους οργανισμούς, συμπεριλαμβανομένων των επικονιαστών, των φυτοφάγων, άλλων φυτών καθώς και των φυσικών εχθρών τους, όπως τα επιβλαβή βακτήρια και τα έντομα. Οι πτητικές οργανικές ενώσεις που χρησιμοποιούνται για αυτόν τον διάλογο είναι γνωστές ως φερομόνες.

Τι έχει δείξει η επιστήμη για τις ερωτικές φερομόνες;

Στο ζωικό βασίλειο, υπάρχουν βάσιμες ενδείξεις ότι οι πτητικές οργανικές ουσίες μπορούν να δράσουν ως αφροδισιακά. Τα ποντίκια, για παράδειγμα, διαθέτουν μικρόβια που συμβάλλουν σε μια ιδιαίτερα δύσοσμη ένωση που ονομάζεται τριμεθυλαμίνη, η οποία επιτρέπει στα ποντίκια να επαληθεύουν το είδος ενός πιθανού συντρόφου. Οι χοίροι και οι ελέφαντες έχουν επίσης φερομόνες του σεξ.

Είναι πιθανό ότι και οι άνθρωποι παράγουν πτητικές ουσίες για την προσέλκυση του τέλειου συντρόφου. Οι επιστήμονες δεν έχουν ακόμη αποκωδικοποιήσει πλήρως το δέρμα – ή άλλες πτητικές οργανικές ενώσεις που απελευθερώνονται από το σώμα μας. Αλλά τα στοιχεία για τις ανθρώπινες ερωτικές φερομόνες μέχρι στιγμής είναι στην καλύτερη περίπτωση αμφιλεγόμενα. Μια θεωρία υποστηρίζει ότι χάθηκαν πριν από περίπου 23 εκατομμύρια χρόνια, όταν τα πρωτεύοντα ανέπτυξαν πλήρη έγχρωμη όραση και άρχισαν να βασίζονται στην ενισχυμένη όρασή τους για να επιλέξουν σύντροφο.

Ωστόσο, οι επιστήμονες πιστεύουν ότι είτε υπάρχουν ανθρώπινες φερομόνες είτε όχι, οι VOCs του δέρματος μπορούν να αποκαλύψουν ποιοι και πώς είμαστε και, να προσδιορίσουν τη γήρανση, τη διατροφή και την φυσική κατάσταση, τη γονιμότητα, ακόμη και τα επίπεδα στρες.

Πηγή: The Conversation