Μπορείς να θυμηθείς την τελευταία φορά που απλά δεν έκανες τίποτα; Και όχι, δεν αναφέρομαι σε εκείνες τις στιγμές που απλά έκατσες πιο αναπαυτικά στην καρέκλα του γραφείου σου και χάζεψες τα stories στο Instagram ή όταν άραξες στην αγαπημένη θέση σου στον καναπέ και άνοιξες το Netflix. Μιλάω για το απόλυτο τίποτα. Για εκείνες τις φορές που οριοθέτησες τους καθημερινούς αντιπερισπασμούς και αφιέρωσες χρόνο στην ύπαρξη σου. Όχι στην ζωή σου και ό,τι αυτή περιλαμβάνει.

Η σύγχρονη ζωή και η εργασιακή κουλτούρα, γενικότερα μιλώντας, δεν προμοτάρουν την απραξία. Πως άλλωστε να συμβεί αυτό, όταν η δική σου παύση δραστηριοτήτων ακόμα και για ένα δευτερόλεπτο, μπορεί να είναι ζημιογόνα για κάποια επιχείρηση. Είτε αυτό είναι ο εργοδότης σου είτε κάποια social media πλατφόρμα.

Και μπορεί να «φταίει ο καπιταλισμός ηλίθιε», αλλά ok, αυτό έχουμε προς το παρόν, με αυτό θα πορευτούμε. Δεν θα μπορέσουμε να αλλάξουμε το σύστημα μέσα απ’ το κείμενο αυτό, αλλά οι προβληματισμοί πάντα είναι μία καλή αρχή σε όλα τα επίπεδα.

Έχουμε δομήσει την καθημερινότητα μας, την ζωή μας, με έναν τέτοιο τρόπο που φαντάζουν σαν ένα ασταμάτητο κυνήγι επιτυχίας. Διαλέξαμε να «ζούμε» και όχι «απλά να υπάρχουμε», συνδυάζοντας την ζωή – κυρίως – με την όποια επιτυχία και αφαιρώντας απ’ την έννοια της ύπαρξης την σημαντικότητα της. Ότι υπάρχω, δεν σημαίνει πως δεν ζω. Και φυσικά, πίσω απ’ αυτό, πάντα υπάρχει η ουτοπία της ευτυχίας μέσω της επαγγελματικής καταξίωσης και αναγνώρισης. Κάπως έτσι, μπαίνουμε και στο τριπάκι «να κάνω επάγγελμα αυτό που αγαπάω», με αποτέλεσμα αυτό που αγαπάμε να αποδειχτεί τελικά η προσωπική μας «φυλακή».

Για τους δημιουργικούς ανθρώπους, τους καλλιτέχνες, τους συγγραφείς – δηλαδή αυτοί που συχνά δεν μπορούν να διακρίνουν την διαχωριστική γραμμή μεταξύ δουλειάς και πάθους – η υπερβολική ενασχόληση με τη δημιουργική διαδικασία, οδηγεί σε ψυχική εξάντληση και φέρει απώλεια διαύγειας. Δεν είναι λίγοι αυτοί άλλωστε, που στην προσπάθεια τους να ανταπεξέλθουν στις όποιες απαιτήσεις του κόσμου, των δισκογραφικών εταιρειών, των εκδοτικών οίκων κτλ καταφεύγουν σε ναρκωτικές ουσίες, με την ελπίδα να ξεμπλοκάρουν για να φανούν αντάξιοι των προσδοκιών που έχουν οι υπόλοιποι γι’ αυτούς.

Αυτό που αναζητούμε οι περισσότεροι είναι η «ροή». Να βρισκόμαστε συνεχώς σε μία επαγγελματική εγρήγορση, να νιώθουμε πως είμαστε συγχρονισμένοι με τις εξελίξεις. Συνδεδεμένοι νοητά με όλο τον κόσμο. Με αυτόν τον τρόπο, συνεχίζουμε να πιέζουμε τους εαυτούς μας να κάνουμε περισσότερα, ανεξάρτητα απ’ το αν το σώμα και το μυαλό μας προσπαθούν να μας πουν να επιβραδύνουμε, να κάνουμε ένα διάλειμμα γιατί αγγίξαμε τα όρια τους.

O Ουγγρο-αμερικάνος ψυχολόγος Mihaly Csikszentmihalyi, αυτός που καθιέρωσε τον όρο «ροή» για να περιγράψει αυτές τις συνθήκες, είχε αναφέρει: «Οι ευχάριστες δραστηριότητες που παράγουν ροή έχουν δυνητικά αρνητικό αποτέλεσμα: ενώ είναι ικανές να βελτιώσουν την ποιότητα της ύπαρξης δημιουργώντας τάξη στο μυαλό, μπορεί να γίνουν εθιστικές, οπότε ο εαυτός γίνεται δέσμιος ενός συγκεκριμένου είδους τάξης και είναι τότε απρόθυμος να αντιμετωπίσει τις ασάφειες της ζωής».

Οπότε, φτάνουμε στο σημείο όπου νιώθουμε εξαντλημένοι απ’ όλα όσα έχουμε κάνει ή πρέπει να κάνουμε, και παρ’ όλα αυτά, εξακολουθούμε να αισθανόμαστε κατά κάποιο τρόπο ένοχοι. Ανησυχούμε πως δεν έχουμε κάνει όλα όσα οφείλουμε ή έχουμε δεσμευτεί και ταυτόχρονα απορούμε για τα θέματα υγείας που μας επισκέπτονται απρόοπτα.

Είναι η στιγμή που έχουμε οδηγηθεί σε μονόδρομο. Στο τέλος του (θα πρέπει να) υπάρχει μόνο η απόλαυση του να μην κάνουμε τίποτα και να φέρουμε κάποιες αλλαγές στην ζωή μας.

Να καθιερώσεις συγκεκριμένες στιγμές/ώρες μέσα στη μέρα, όπου θα αποσυνδέεσαι απ’ τον ψηφιακό κόσμο για να καταφέρεις να συνδεθείς ξανά με την πραγματικότητα. Να έρχεσαι πιο συχνά σε επαφή με την φύση, αφού αυτή επιδρά θεραπευτικά στον ψυχισμό μας. Να αφιερώσεις μία μέρα της εβδομάδας σε εσένα, ακούγοντας τις εσωτερικές σου ανάγκες.

Κάνε διαλλείματα. Απόλαυσε τις στιγμές. Δώσε στον εαυτό σου την άδεια να πατήσει «παύση» και απλά να «είσαι». Σίγουρα μία λυτρωτική διαδικασία, με μία γλυκιά προσέγγιση από εσένα προς εσένα. Και αν αυτό να ακούγεται επαναστατικό, ίσως και να είναι.

Οι περισσότεροι πιστεύουν πως αυτές ακριβώς οι πρακτικές, της παύσης, της απραξίας κλπ μπορούν να εφαρμοστούν μόνο σε περιόδους διακοπών και εξορμήσεις Σαββατοκύριακου. Αλλά σύμφωνα με μελέτες του INSEAD, η εφαρμογή αυτών στην καθημερινότητα μας μπορούν να αποφέρουν πολύ πιο θετικά αποτελέσματα απ’ όσο φαντάζεσαι: «Το να μην κάνουμε τίποτα είναι ένας πολύ καλός τρόπος για να προκαλέσουμε ψυχικές καταστάσεις που καλλιεργούν τη φαντασία μας. Η χαλάρωση μπορεί να είναι το καλύτερο πράγμα που μπορούμε να κάνουμε για την ψυχική μας υγεία. Οι φαινομενικά ανενεργές ψυχικές καταστάσεις μπορεί να είναι μια περίοδος επώασης για μελλοντικές εκρήξεις δημιουργικότητας».

Αν σήμερα πρέπει να στείλεις κάποιο email με “kind reminder”, να το κάνεις, αλλά να δώσεις και μία υπενθύμιση στον εαυτό σου, πως είμαστε άνθρωποι και όχι ανθρώπινες πράξεις. Η πράξη δεν επιβεβαιώνει την ύπαρξη. Υπάρχουμε και χωρίς να κάνουμε κάτι.