Οι άλλοι νοιάζονται για εμάς με έναν αφηρημένο τρόπο, αλλά όχι με έναν λεπτομερή τρόπο που εστιάζει στο τι κάνουμε με τη ζωή μας. Κανέναν δεν αφορούν τα μικροπροβλήματα, το αν θα φάμε παγωτό ή βάφλα, αν έχουμε πάρει 3 κιλά, τις δυσκολίες μιας εγκυμοσύνης, το άγχος μιας εξέτασης, το δάνειο που πρέπει να αποκληρώσουμε και αν είχαμε έναν καβγά με τον σύντροφό μας. Κανείς ποτέ δεν θα ζουμάρει τόσο πολύ στη δική μας πραγματικότητα. Μόλις αποδεχτούμε ότι είμαστε μόνοι μας, είμαστε ελεύθεροι να ακολουθήσουμε το «ανορθόδοξο μονοπάτι», λέει ο Ed Haddon στο νέο του βιβλίο, The Modern Maverick. Το να προσπαθούμε να ανταποκριθούμε στις προσδοκίες των άλλων -και να συγκρίνουμε τον εαυτό μας με εξιδανικευμένες εκδοχές άλλων ανθρώπων- δεν μας βοηθάει να ζήσουμε μια ελεύθερη ζωή.
Σκεφτείτε ότι κανείς άλλος δεν παρακολουθεί την ταινία της ζωής σας. Ίσως το γνωρίζατε ήδη αυτό, ή ίσως κάτι τέτοιο να σας ακούγεται παράξενο – αλλά απλά σκεφτείτε το. Πόσο ζουμάρετε στις ταινίες των άλλων ανθρώπων; Πόσο βαθιά «βουτάτε» στην πραγματικότητα των άλλων ανθρώπων; Στοιχηματίζω ότι, παρόλο που ενδιαφέρεστε για τους άλλους, νοιάζεστε γι’ αυτούς και προσπαθείτε να βοηθήσετε, δεν ασχολείστε τόσο ενδελεχώς, και αυτό είναι απόλυτα λογικό.
Πάρτε κάποιον κοντινό σας άνθρωπο: ίσως ένα παιδί, έναν σύντροφο ή έναν γονέα. Η ταινία της ζωής τους προβάλλεται 24 ώρες την ημέρα, επτά ημέρες την εβδομάδα για περίπου 80 χρόνια. Δηλαδή 700.000 ώρες. Πόσες από αυτές τις ώρες εμφανίζεστε στην ταινία; Ακόμη και αν είστε παντρεμένοι για 50 χρόνια και κοιμάστε στο ίδιο κρεβάτι, μπορεί να πλησιάσετε τις 200.000 ώρες. Αν δεν ζείτε μαζί τους, τότε ίσως 2.000 ώρες σε 80 χρόνια. Πόσες ώρες, όταν δεν είστε με αυτό το άτομο, το σκέφτεστε, φαντάζεστε τι κάνει και τι σκέφτεται; Ίσως να διπλασιάσετε τις 2.000 ώρες σε 4.000 ώρες; Μέχρι εκεί.
Ναι, οι άλλοι νοιάζονται για εμάς, αλλά με αφηρημένο τρόπο, όχι με τις λεπτομέρειες του τι κάνουμε στη ζωή μας κάθε ώρα και λεπτό. Η αλήθεια είναι, ότι κανείς δεν δίνει δεκάρα. Συνήθως σκεφτόμαστε υπερβολικά το τι θα σκεφτούν οι άλλοι. Ανησυχούμε για το τι πρέπει να κάνουμε. Κρατιόμαστε σφιχτά σε μια εκδοχή του εαυτού μας που νομίζουμε ότι είναι αναμενόμενη. Αυτό που πραγματικά θέλουν οι άλλοι είναι να ξέρουν ότι είμαστε χαρούμενοι αν μας συμπαθούν ή ότι είμαστε λυπημένοι αν δεν μας «πάνε».
Ακόμα και οι γονείς ή οι εραστές σας έχουν τόσα πολλά στο μυαλό τους, έχοντας ο καθένας τα δικά του προβλήματα, που δεν έχουν τον χρόνο να ασχολούνται ακατάπαυστα με εσάς. Και αυτό συμβαίνει όταν μιλάμε για ανθρώπους που σας γνωρίζουν και σας αγαπούν. Σκεφτείτε τι γίνεται με τους ανθρώπους που έχουν περάσει μηδέν ώρες στην ταινία σας; Ή οι κομπάρσοι – οι followes στο Instagram, για παράδειγμα, που έχουν περάσει μόλις δευτερόλεπτα σε έναν ημι-μυθοπλαστικό απολογισμό της ταινίας της ζωής σας. Μετρούν;
Αυτή η αλήθεια, μπορεί να είναι βαθιά απελευθερωτική. Σκεφτείτε πόσο χρόνο ξοδεύουμε όλοι μας ανησυχώντας για τους γύρω μας, ή προσπαθώντας να ικανοποιήσουμε έναν γονιό, ή με το να προσαρμοζόμαστε στις κοινωνικές επιταγές. Μόλις αποδεχτούμε ότι είμαστε μόνοι μας, πέρα από το να νιώθουμε μοναξιά, μπορεί να μας οδηγήσει στο «ανορθόδοξο μονοπάτι». Με αυτόν τον τρόπο, καταλήγουμε έτσι κι αλλιώς να κάνουμε μια πολύ πιο ενδιαφέρουσα και «επιτυχημένη» ταινία, είτε υπάρχουν, είτε δεν υπάρχουν θεατές να την παρακολουθήσουν.
Για ποιον λοιπόν φτιάχνετε την ταινία της ζωής σας; Για μια αφηρημένη αίσθηση της κοινωνίας που μας επιβάλλει τι πρέπει να κάνουμε, τι αναμένεται από εμάς, ώστε να ενταχθούμε σε αυτήν;
Στη συνέχεια, υπάρχουν άνθρωποι στη ζωή μας που ασκούν ισχυρή επιρροή σε αυτό που επιλέγουμε να κάνουμε. Συχνά νιώθουμε υπόλογοι προσπαθώντας να ικανοποιήσουμε τις επιδιώξεις που έχουν οι άνθρωποι-κλειδιά της ζωή μας. Το πιο τρανό παράδειγμα είναι το πως ανταποκρινόμαστε στις προσδοκίες των γονιών μας. Οι γονείς μας, και ιδιαίτερα οι πατεράδες μας, φαίνεται να έχουν τεράστια επιρροή στις βασικές αποφάσεις και στην κατεύθυνση που παίρνουμε στη ζωή μας. Ανησυχούμε για την κριτική που μας ασκούν, αν και στην πραγματικότητα αυτή μπορεί να σημαίνει περισσότερα για τις δικές τους αδυναμίες παρά για το τι θα μας κάνει πραγματικά ευτυχισμένους.
Μια φίλη, η Λιτό γύρω στα 40 – αρκετά επιτυχημένη στην καριέρα της, αλλά εντελώς κολλημένη και παγιδευμένη, άρχισε προχθές να μου λέει για μια καριέρα που θα ήθελε να είχε στην αρχιτεκτονική. Στη συνέχεια το πρόσωπό της έλαμψε καθώς ξεκίνησε να μου λέει για τον πηλό που είχε αγοράσει πρόσφατα για να ξεκινήσει ξανά την κεραμική μετά από ένα κενό 20 ετών. Την ρώτησα τι την είχε οδηγήσει στη σημερινή της καριέρα και άρχισε να μιλάει για τον πατέρα της, τον παππού της και άλλους προγόνους της. Ένιωθε μια τεράστια πίεση να συμμορφωθεί και να πετύχει με βάση τις απαιτήσεις που είχα από αυτήν, οι οποίες εστίαζαν σε οικονομική επιτυχία και κύρος. Μια οικογένεια γιατρών, βλέπετε, όφειλε και έπρεπε να συνεχίσει την παράδοση και το «όνομα». Η ειρωνεία βέβαια είναι ότι δανειζόμενη τον ορισμό της επιτυχίας κάποιου άλλου, η Λιτό έχασε την ευκαιρία να εκπληρώσει τα δικά της όνειρα και τις δικές της δυνατότητες. Δεν ήταν παθιασμένη με αυτό που έκανε- ούτε ιδιαίτερα ταλαντούχα σε αυτό, οπότε έπρεπε να μοχθήσει πολύ για να τα καταφέρει. Είχε δουλέψει πολύ σκληρά για να τα πάει καλά και να ευχαριστήσει την οικογένειά της, αλλά αυτές οι προσπάθειες είχαν μεγάλο κόστος για την ίδια.
Κάναμε πρόβα μια δύσκολη και καθυστερημένη συζήτηση με τον πατέρα της, όπου ο Λιτό ενημέρωσε τον πατέρα της ότι ήταν ευγνώμων για τη συμβολή του και ότι τους επόμενους μήνες και χρόνια επρόκειτο να μεταβεί σε μια δουλειά που θα ήταν πιο δημιουργική για την ίδια, την αρχιτεκτονική. Στο τέλος αγκάλιασε τον πατέρα της, τον ευχαρίστησε και με αυτό, ήταν ελεύθερη.
Φυσικά, δεν είναι μόνο η ανησυχία για το τι μπορεί να σκεφτούν οι άλλοι. Η ιδέα του ελέγχου επιτείνεται από τους κινδύνους της σύγκρισης – ακόμη και αν δεν σας απασχολεί το τι μπορεί να σκέφτονται οι άλλοι για εσάς, ίσως σιωπηλά ανησυχείτε για το πώς φαίνεστε ή πώς αποδίδετε ή πώς πετυχαίνετε σε σχέση με κάποιον που θαυμάζετε. Αλλά πρόκειται για την ίδια παγίδα, με διαφορετική μορφή – η σύγκριση δεν σας βοηθάει να ζήσετε μια ελεύθερη ζωή.
Τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης έχουν εκτοξεύσει αυτό το ύπουλο παιχνίδι της σύγκρισης και αντί να μας απελευθερώνουν, μας δένουν σε αυτές τις λανθασμένες αντιλήψεις για το πώς μοιάζει το «τέλειο». Τα χρήματα, η επιτυχία, η εξωτερική ομορφιά και οι ψηφιακές εξιδανικεύσεις γίνονται ο οδηγός των σκέψεων και των συμπεριφορών μας, αλλά για πολλούς αυτά είναι τα λάθος μέτρα και είναι πιθανό να είναι στην καλύτερη περίπτωση διογκωμένα και στη χειρότερη επινοημένα.
Το επιδεινώνουμε αυτό με τη δημιουργία υβριδικών υπερ-ανθρώπων, όπου παίρνουμε την καλύτερη πτυχή πολλών άλλων και τις συνδυάζουμε σε κάποια υπερ-ύπαρξη με την οποία συγκρίνουμε στη συνέχεια τον εαυτό μας. Μακάρι να μπορούσα να έχω το μυαλό του Α με το σώμα του Β, τα βυζιά της Π, τα μάτια της Χ, τα μαλλιά της Γ και, ω ναι και παρακαλώ, τη δουλειά του Β και το χιούμορ του Ε, α, ναι και την πολιτική διορατικότητα του Δ. Ίσως να έβαζα και τη μνήμη του ΣΤ και το σπίτι δίπλα στη θάλασσα του Ζ. Τι θα λέγατε για τον καλά εκπαιδευμένο σκύλο του Α και τον τραπεζικό λογαριασμό του Ι; Και ούτω καθεξής.
Αλλά κανείς δεν είναι αυτό το σούπερ ον και κανείς δεν είναι τόσο ήρεμος ή επιτυχημένος εσωτερικά όσο μπορεί να δείχνει προς τα έξω. Σαν τον κύκνο, που μπορεί να φαίνεται ότι επιπλέει ονειρικά στην επιφάνεια μιας λίμνης, αλλά από κάτω τα πόδια του κωπηλατούν σαν τρελά. Εξωτερικά επιτυχημένοι, εσωτερικά δυστυχισμένοι.
Μάλιστα πολλές φορές κάνουμε το αντίθετο. Συγκρίνουμε τους εαυτούς μας με εκείνους που θεωρούμε ότι είναι υποδεέστεροι και ότι δεν τα καταφέρνουν τόσο καλά. Αυτό δημιουργεί μια ψευδή αίσθηση αυταρέσκειας που επίσης σπάνια βασίζεται στην αλήθεια.
Διαβάστε επίσης: Είσαι τόσο καλός όσο είναι ο σύντροφός σου