Μόλις έφυγα από το γραφείο και στάθηκα στο πεζοδρόμιο του κτηρίου. Σαν χαμένος, σαν ακόμα ένα τουρίστας που έφτασε στην πόλη και δεν ξέρει ποιον δρόμο να ακολουθήσει, σαν τριπαρισμένος φασαίος που μόλις βγήκε από το κλάμπ «Μήλος» στην Ανάφη, σαν τον Robert Johnson που στάθηκε στο σταυροδρόμι του Διαβόλου, κοίταξα αριστερά-δεξιά. «Πού έχω παρκάρει;», αναρωτήθηκα.
Βρίσκομαι στην ευρύτερη περιοχή της Πανόρμου. Συγκεκριμένα τα στενά και λίγες οι ευκαιρίες για ελεύθερη θέση πάρκινγκ. Κάθε μέρα, γύρω-γύρω, αναζητώντας αυτό το κενό μεταξύ κάδου και κάποιου Hyundai Getz, για να χωρέσει το δικό μου C2 που, ευτυχώς, χωράει παντού. Αλήθεια, πως την παλεύουν οι μόνιμοι κάτοικοι του κέντρου με αυτά τα πολυμορφικά αυτοκίνητα και γιατί τα επιλέγουν; Ας επιστρέψω όμως στο βασικό μου ερώτημα.
Δεν είναι η πρώτη φορά που μου συμβαίνει ούτε θα είναι η τελευταία. Και κάθε φορά προσπαθώ να εφαρμόσω αυτό που λένε «θυμήσου τι έχεις κάνεις νωρίτερα και πάρ’τα όλα από την αρχή». Μάλιστα…
Ξύπνησα νωρίς λοιπόν -τελικά τα κατάφερα, αν και παραμένω βραδινός τύπος– και μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα ολοκλήρωσα την πρωινή μου ρουτίνα: έκανα μπάνιο, παρήγγειλα καφέ από το αγαπημένο μου μαγαζί όσο ετοιμαζόμουν, έφτιαξα πρωινό, ήρθε ο καφές, απαντούσα σε μηνύματα, διάβαζα ειδήσεις, μια γουλιά καφέ, μια τζούρα ηλεκτρονικού τσιγάρου, ήρθε η στιγμή για να φύγω να πάω στο γραφείο.
Μέχρι να φτάσω σε αυτό το σημείο, να μπω στο αμάξι για την δουλειά, διάβασα για τις εκλογές στην Τουρκία –«μα ποιος ενδιαφέρεται;» σκεφτόμουν, έχω τσεκάρει το e-bill του ρεύματος, πλήρωσα το ίντερνετ να μην μου το κόψουν, τσέκαρα το υπόλοιπό μου στο web banking, έχω ακόμα 150 ευρώ μέχρι να τελειώσει ο μήνας, αλλά πρέπει να πάω σούπερ μάρκετ. Χρειάζομαι λαχανικά, ίσως όμως προλάβω την λαϊκή της Παρασκευής, τελειώνει η μαγιονέζα, πρέπει να πάρω υλικά για τοστ, σακούλες σκουπιδιών μην ξεχάσω και κάψουλες espresso. Ναι αλλά οι ωραίες κάψουλες έρχονται μόνο μέσω ηλεκτρονικής παραγγελίας, καλά, άστο, είναι πιο ακριβές, θα πάρω από το ράφι. Η Α. «όλα καλά», πήγε σχολείο κανονικά. Η μέρα έχει ξεκινήσει.
Κατηφορίζω την Κηφισίας. Ο ήχος του messenger διακόπτει την λίστα του Spotify, νέες εξελίξεις για το ChatGPT, ο Biden κάτι είπε για την οπλοκατοχή, ο πόλεμος στην Ουκρανία συνεχίζεται, μια νέα τάση εμφανίστηκε στο TikTok που λέει ότι βοηθάει την Gen Z να αποταμιεύει. Τι; Λεφτά; χα-χα-χα! Τρόλεϊ μπροστά μου, έλα, εντάξει, μου κάνουν πλάκα. Μηχανάκια κάνουν σφήνες μέσα στην κίνηση, μια μούτζα στον αέρα, «ΤΙ ΜΑΛΑΚΑΣ ΕΙΣΑΙ», κόρνα. Παραλίγο να τον ρίξει αλλά ποιος φταίει; Δεν πρόλαβα να δω, είχα το μυαλό μου στην θερμοκρασία του κινητήρα, μην ανέβει απότομα και χρειαστεί να κάνω στην άκρη να γεμίσω παραφλού αφού κρυώσει. Μην ξεχάσω να φτιάξουμε την πρόσκληση της μικρής για το πάρτι γενεθλίων της τον επόμενο μήνα. «Είπαμε να κάνουμε μπόμπες ή τοστάκια;» Καλά, θα το δούμε.
Στην αίθουσα σύνταξης έχουν πάρει φωτιά τα πληκτρολόγια, έχουν «ανάψει» οι συζητήσεις. Κάτι είπε ο Σαββόπουλος, κάτι σχολίασε η Ακρίτα και το ελληνικό ίντερνετ έχει χωριστεί σε στρατόπεδα. Τέλος πάντων. Διακαναλικές των κομμάτων, ομιλίες πολιτικών αρχηγών σε πλατείες, χαμός, ψάχνουμε τις ταυτότητές μας μην τυχόν και την έχουμε χάσει κάπου γιατί πώς θα ψηφίσουμε την Κυριακή. Αυτό, ναι! Είναι σοβαρό event, δεν το χάνεις.
Χτυπάει το κινητό: προωθητική ενέργεια. «Όχι δεν ενδιαφέρομαι, ευχαριστώ». Ευκαιρία να πάρω τηλέφωνο για εκείνη την συνέντευξη. Δεν μπορεί αυτή την περίοδο, το αφήνουμε για κάποια άλλη στιγμή. OK, πάμε παρακάτω. Πέρυσι είχα σταμπάρει μία ωραία βερμούδα. Θα την βρω φέτος; Μεσημέριασε και πείνασα. Α, ναι. Έχω φέρει φαγητό μαζί μου, μια σαλάτα. Όσο τρώω διαβάζω για «κάτι» για τον Eddie Murphy. Έχω να γράψω για μια επιστημονική έρευνα βέβαια, καμία σχέση δηλαδή, αλλά «όλα στην ζωή είναι», όπως λέμε με τη Μ., όταν θέλουμε να δώσουμε μια χροιά αποδοχής σε διάφορα γεγονότα που σοκάρουν.
Ρε, έχω να απαντήσω σε κάμποσα email. Ξεκινάνε τα replies. Πέρασε η ώρα, ούτε σήμερα θυμήθηκα να πάρω τηλέφωνο στο 1535 για να κλείσω ένα ραντεβού στον γιατρό που θέλω. Αύριο πάλι. Ένας φίλος αντιμετωπίζει κάποια προβλήματα και χρειάζεται στήριξη, οι δικοί μου έχουν βγάλει κάτι αλλεργικό, αλήθεια, «Πώς είστε σήμερα; Καλύτερα;» Σχόλασε η μικρή, τελείωσε το ολοήμερο, «όλα καλά».
Δουλεύουμε πυρετωδώς. Πρέπει να «κλείσουμε» το τεύχος του επόμενου μήνα με ένα μεγάλο αφιέρωμα. Θα προλάβουμε; «Φυσικά!» και γελάμε. Το μυαλό σούπα, μπετόν, σαν καρδιογράφημα νεκρού. Αποφασίζουμε να το λήξουμε για σήμερα, να πάμε σπίτια μας, ο καθένας να επιστρέψει στην ζωή του.
Φεύγω από το γραφείο και στέκομαι στο πεζοδρόμιο του κτηρίου. Σαν χαμένος, σαν ακόμα ένα τουρίστας που έφτασε στην πόλη και δεν ξέρει ποιον δρόμο να ακολουθήσει, σαν τριπαρισμένος φασαίος που μόλις βγήκε από το κλάμπ «Μήλος» στην Ανάφη, σαν τον Robert Johnson που στάθηκε στο σταυροδρόμι του Διαβόλου, κοιτάζω αριστερά-δεξιά. «Πού έχω παρκάρει;», αναρωτιέμαι.
Βρίσκομαι στο σημείο από όπου ξεκίνησα να γράφω. Έκανα rewind και πάλι δεν θυμάμαι. Υπάρχουν πολλά κενά μνήμης. Δεν έχω ξεχάσει μόνο που έχω παρκάρει, σίγουρα. Αλλά αυτό τώρα με εκνευρίζει. «Είναι δυνατόν;» λέω από μέσα μου. Κι όμως. Έτσι όπως μας «καταπίνει» ο σύγχρονος τρόπος ζωής και μας αποσυντονίζει ο ρυθμός της καθημερινότητας, θυμόμαστε επιδερμικά, κάνουμε ασυναίσθητες κινήσεις, βυθιζόμαστε χωρίς ανάσα σε μια μπανιέρα γεμάτη ερεθίσματα, δήθεν ότι διευρύνονται οι ορίζοντές μας. Ναι, αλλά εγώ τώρα δεν θυμάμαι που παράτησα το αμάξι το πρωί και το πνεύμα μου δεν μπορεί να βοηθήσει.
Αποφασίζω να δράσω στην τύχη και πηγαίνω προς τα αριστερά. Που θα πάει, θα το βρω. Ίσως τότε θυμηθώ και όλα τα υπόλοιπα που έχω ξεχάσει.
*Τελικά, πήρα λάθος δρόμο. Είχα παρκάρει στην αντίθετη κατεύθυνση.