Να ξεκαθαρίσω εξαρχής κάτι σημαντικό: πολιτικά, απέχω έτη φωτός από τον πολιτικό χώρο που ανήκει ο Διονύσης Σαββόπουλος.

Ανήκω αρκετά κοντά, ιδεολογικά και πολιτικά, στο χώρο που εκπροσωπεί η κυρία Ελενα Ακρίτα.

Ωστόσο, κατά το γνωστό λατινικό ρητό «Redde Caesari quae sunt Caesaris, et quae sunt Dei Deo», διαρκώς υπενθυμίζω στον εαυτό μου να μην βλέπω τα πάντα γύρω μου με τα κόκκινα, μπλε ή ροζ γυαλιά μου (όπως έλεγε και ο μακαρίτης ο Φίλιππος Συρίγος), αλλά να είμαι ανά πάσα στιγμή σε θέση να «αποδώσω τα του Καίσαρος τω Καίσαρι και τα του Θεού τω Θεώ».

Επίσης, όπως έχω ξαναπεί και ξαναγράψει, όλοι κρινόμεθα, ειδικά εμείς που γράφουμε δημοσίως την άποψη μας, άνθρωποι όπως η συνάδελφος Ελενα Ακρίτα, εγώ ή ο οποιοσδήποτε διαθέτει ένα δημοσιογραφικό μετερίζι προκειμένου να γράφει το μακρύ και το κοντό του, κατά το δοκούν.

Διαβάζω λοιπόν ότι η (υποψήφια με το ψηφοδέλτιο του ΣΥΡΙΖΑ) κυρία Ακρίτα, με ανάρτησή της, επιθυμεί «να επιστρέψει το άλμπουμ “Φορτηγό” στον Διονύση Σαββόπουλο», μετά τις δηλώσεις του τελευταίου ότι «θα ψηφίσει Νέα Δημοκρατία και Κυριάκο Μητσοτάκη».

Και συνεχίζει σε άλλη της ανάρτηση: «Έλα, κάνε μου τη χάρη που οι ακροδεξιοί λατρέψατε ξαφνικά τα τραγούδια του Σαββόπουλου λες και τα ξέρατε και από χτες».

Εδώ λοιπόν έχουμε δυο faux pas εν είδη lapsus linguae εκ μέρους της κυρίας Ακρίτα: αφενός, υποπίπτει στο «προπατορικό αμάρτημα» πολλών μουσικόφιλων και μη, αδυνατώντας να καταλάβει ότι άπαξ και ένα τραγούδι ή δίσκος ή καλλιτεχνικό έργο κυκλοφορήσει, δεν ανήκει πια στον δημιουργό του, αλλά στη δημόσια σφαίρα και μαζί στο συλλογικό συνειδητό ή υποσυνείδητο.

Και δεν καταλαβαίνω γιατί διαφέρει η επικριτική στάση της κυρίας Ακρίτα απέναντι σε ένα άλμπουμ και μια συλλογή τραγουδιών ενός καλλιτέχνη με τον οποίο διαφωνεί ιδεολογικά με εκείνη των (φανατικών φονταμενταλιστών) όψιμων οπαδών των Beatles στις ΗΠΑ, οι οποίοι το 1966 έσπευσαν να παραδώσουν στην πραγματική πυρά τα άλμπουμ του βρετανικού συγκροτήματος αμέσως μετά την παρεξηγημένη εκείνη δήλωση του Τζον Λένον ότι «οι Beatles είναι μεγαλύτεροι από τον Ιησού».

Αφετέρου, δεν γίνεται να αναφέρεσαι συλλήβδην σε όσους «λατρέψαν τα τραγούδια του Σαββόπουλου» ως «ακροδεξιούς».

Είναι τόσοι άνθρωποι «ακροδεξιοί» όταν ακούνε Σαββόπουλο; Αξίζει, κατά την κρίση της κυρίας Ακρίτα, να χρωματίζονται και να κατηγορούνται ως οπαδοί της πιο απεχθούς πολιτικής κάστας και κατεύθυνσης, άνθρωποι όπως εγώ που απλώς βάζουν στο πικάπ τον «Μπάλλο» και κλαίνε;

Και, τέλος πάντων, τι πρέπει να ισχύει με την Μουσική και κάθε μορφή τέχνης εν γένει; Να είναι αμιγώς «στρατευμένη»; Χρωματισμένη πολιτικά στην απόχρωση κάθε κόμματος, προκειμένου οι άνθρωποι να γνωρίζουν ποιον ακούνε και τι εκπροσωπεί αυτός;

Φυσικά και υπάρχουν πλείστα όσα παραδείγματα που επιβεβαιώνουν αυτή την τάση. Ο κόσμος είναι γεμάτος με Φιλ Οκς και Τζόαν Μπαέζ και Γούντι Γκάθρι και Μπομπ Ντίλαν. Και Μίκη Θεοδωράκη φυσικά, μετέπειτα υπουργού, κάποτε, επί κυβερνήσεως Κωνσταντίνου Μητσοτάκη.

Να επιστρέψουμε και την «Ρωμιοσύνη» λοιπόν στον Μίκη ή να την κάψουμε, τελετουργικά, στην πυρά, στη πλατεία Συντάγματος, επειδή ο άνθρωπος αυτός, σε μια προχωρημένη ηλικία, συστρατεύτηκε με τις συντηρητικές πολιτικές δυνάμεις;

Να το κάνουμε. Και μετά να δούμε ποιος θα βγει χαμένος στο τέλος. Εμείς, ως ακροατές και μουσικόφιλοι ή η καλλιτεχνική υστεροφημία του όποιου Μίκη και του όποιου Νιόνιου;

Γιατί όπως γουστάρω Θανάση Παπακωνσταντίνου γι’ αυτό που πρεσβεύει μουσικά – ενδεχομένως και πολιτικά ή ιδεολογικά – άλλο τόσο λατρεύω τους δίσκους του Σαββόπουλου.

Η υστεροφημία του καλλιτέχνη

Θα κάνω μια παρένθεση εδώ: πριν από 15 χρόνια, έτυχε (χωρίς να έχει σημασία το πώς και το με ποιο τρόπο) να κινούμαι εντός του κύκλου του Διονύση Σαββόπουλου. Με τον άνθρωπο αυτό ακόμη και τότε, το 2006-07, μας χώριζε ένας ωκεανός όσον αφορά κοινωνικά ζητήματα, απόψεις υπέρ ή κατά των ομοφυλοφίλων, και πάσης φύσεως δικαιωματισμού.

Ποτέ μου όμως αυτός ο άνθρωπος, ο οποίος μας κέρναγε φαγητά στο «Γιάντες» στα Εξάρχεια και πλήρωνε τα εισιτήρια μας για να πάμε μαζί στο Θέατρο του Νέου Κόσμου για να δούμε μια παράσταση (ένα έργο του Μπρεχτ, αν θυμάμαι καλά), δεν έχασε τον μουσικό μου σεβασμό.

Μπορεί να γυρνούσα σπίτι μου, μετά από ένα βράδυ σε μια παρέα με τον Σαββόπουλο στην κεφαλή του τραπεζιού, και να έλεγα από μέσα μου «πάει, φύρανε ο Νιόνιος με αυτά που άκουσα πάλι», αλλά πάλι, την επόμενη ημέρα, θα σηκωνόμουν το πρωί και θα έβαζα στο πικάπ να παίξει το «Βρώμικο Ψωμί» και το «Αχαρνής».

Για τον Σαββόπουλο όμως τα έγραψε καλύτερα χθες ο Γιάννης Παπαϊωάννου, οπότε θα ξαναγυρίσω στην κυρία Ακρίτα, η οποία κρίνει, εντελώς λανθασμένα κατά την ταπεινή μου άποψη, την καλλιτεχνική υστεροφημία του Σαββόπουλου μέσα από ένα κομματικό και ιδεολογικό φίλτρο.

Ο Σαββόπουλος όμως δεν θα μείνει, σε 50-60 χρόνια από τώρα, στην ιστορία όσον αφορά στο τι ψήφισε στα γεράματα του, λίγο πριν τα 80 του χρόνια – ή, έστω, η πράξη του αυτή θα αποτελεί απλώς μια υποσημείωση, ένα λήμμα επουσιώδους σημασίας σε σχέση με το υπόλοιπο καλλιτεχνικό του έργο.

Αντίστοιχα, σε 50-60 χρόνια από τώρα, εμένα είναι περισσότερο πιθανό να με θυμούνται για την ψήφο που κάποτε έριξα, παρά για όποια δημοσιογραφική ή συγγραφική παρακαταθήκη. Ελάχιστοι εκεί έξω αφήνουν ένα ευδιάκριτο καλλιτεχνικό στίγμα που διαπερνάει διαγενεακά την μουσική ραχοκοκαλιά ενός έθνους.

Η Ελλάδα έχει βγάλει καμιά δεκαριά σπουδαία μουσικά μυαλά και ο Σαββόπουλος ανήκει δικαιωματικά μέσα σε αυτό το κλειστό κλαμπ των εκλεκτών.

Σε αντίθεση με μένα ή την κυρία Ακρίτα που δεν θεωρώ ότι ανήκουμε, από άποψης συγγραφικής υστεροφημίας, σε κανένα κλειστό κλαμπ.

Είναι πιθανότερο να μας έχουν ξεχάσει σε 100 χρόνια από τώρα, παρά να ασχολούνται με την (δική μου) «Ντοπαμίνη» ή, αντίστοιχα, με τα «Χτυποκάρδια στο κρανίο», το «Φόνος 5 αστέρων», «Τα τάπερ της Αλίκης» και «Το σκισμένο τούλι».

Που μια χαρά βιβλία είναι όλα τους, αλλά δεν διεκδικούν τίποτα περισσότερο από το Σήμερα και το Τώρα. Και σίγουρα όχι το «Ροκ του Μέλλοντός μας», έτσι όπως το εμπνέυστηκε και το συνέθεσε, προ 50ετίας, ένας νεαρός, ούτε 30άρης, μουσικός με (ακόμη και τότε) φύσει και θέσει συντηρητικές αντιλήψεις (γιατί είναι όντως συντηρητικό, αλλά και «μάγκικο» ταυτόχρονα, να στρέφεσαι για έμπνευση στην δημοτική παράδοση και στο παρελθόν και να «γυρνάς» τον μουσικό αυτό συντηρητισμό προς όφελος του ίδιου σου του έργου).

Τελικά, η κυρία Ακρίτα, αποδομώντας και σκυλεύοντας ένα ολόκληρο καλλιτεχνικό έργο και παραδίδοντας στην συνειδησιακή της πυρά όλη την μουσική συνεισφορά ενός ανθρώπου απλά και μόνο επειδή θα ψηφίσει ένα άλλο κόμμα από το δικό της, το μόνο που κατάφερε είναι να εμφανιστεί αδιανόητα επικριτική και άκριτη.