Πρόσφατα χώρισε μία φίλη μου μετά από ένα χρόνο σχέσης, όχι υπό τις καλύτερες συνθήκες, γεγονός που την οδήγησε να τον κάνει follow στο Instagram. Δύο εβδομάδες μετά όταν την ρώτησα αν έχει μπει στο προφίλ του και μου απάντησε καταφατικά, αμέσως την ρώτησα γιατί το κάνει αυτό. Όπως μου είπε, δεν μπορούσε να συγκρατήσει τον εαυτό της, ακόμα κι αν ήξερε ότι θα αισθανθεί δυσφορία μετά από αυτή την ολιγόλεπτη “επίσκεψη”, η περιέργεια της κυρίευσε. Ήλπιζε ότι η ζωή του μακριά της, θα είχε πάρει την κάτω βόλτα, όμως δεν είχε συμβεί κάτι τέτοιο. Όσο κι αν ήθελα να της πω ότι αυτό το mini stalking είναι λάθος, ήξερα ότι ήταν φυσιολογικό. Κι εγώ το έχω κάνει αλλά και ένα μεγάλο ποσοστό χωρισμένων, επίσης, μου έχει εκμυστηρευτεί ότι το έχει κάνει.

Το παράδειγμα του πρωήν δεν είναι η μοναδική περίπτωση ανθρώπου που μπορεί να μπούμε στο προφίλ του. Η διαβολική φωνούλα μέσα στο κεφάλι μας, όχι μόνο υπάρχει, αλλά της αρέσει να μας προστάζει να κρυφοκοιτάμε τις ζωές όσων αντιπαθούμε. Σύμφωνα με τους ειδικούς, είμαστε κοινωνικά προκαθορισμένοι να κοιτάμε τις ζωές των άλλων ανθρώπων, ακόμη και άλλων ανθρώπων που δεν μας αρέσουν. «Βασικά, είμαστε όλοι καλωδιωμένοι στο να δίνουμε προσοχή στο πώς είναι οι άλλοι άνθρωποι», δήλωσε στο VICE η Pam Rutledge, ψυχολόγος που ίδρυσε το Media Psychology Research Center. «Η κοινωνική παρακολούθηση, η κοινωνική σύγκριση, όπως θέλετε να το ονομάσετε, είναι πολύ φυσική και φυσιολογική».

Κάθεστε στον καναπέ κάνοντας scroll down, η βαρεμάρα έχει χτυπήσει κόκκινο, ώσπου ξαφνικά εμφανίζεται στην αρχική σας σελίδα μία φωτογραφία από εκείνον τον αντιπαθέστατο και αγενή συναδέλφο, με τον εκνευρισμό -ξαφνικά- να αντικαθιστά την αφόρητη πλήξη που βιώνατε μέχρι πριν από λίγα δευτερόλεπτα. Ανάμεσα στον εκνευρισμό και τη φούντωση, αρχίζει να αναδύεται και το αίσθημα της ευχαρίστησης. Παράδοξο δεν φαίνεται; Μην ανησυχείτε, σύμφωνα με τον ψυχολόγο, είναι κι αυτό φυσιολογικό. Τόσο ο Rutledge όσο και η κοινωνική ψυχολόγος Erin Vogel συνέκριναν τη φόρτιση από το hate-following με την απήχηση των ταινιών τρόμου. «Η παρακολούθηση μιας ταινίας τρόμου μπορεί να είναι διασκεδαστική, παρόλο που το να φοβάσαι είναι γενικά δυσάρεστο», δήλωσε η Vogel, προσθέτοντας ότι «τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης μας επιτρέπουν να παρακολουθούμε τις ζωές των άλλων ανθρώπων σαν να ήταν οι ζωές τους ταινίες».

Ναι, είναι μία συνηθισμένη συνήθεια, όσο περίεργη κι αν φαίνεται. Γιατί, ας είμαστε ειλικρινείς πόσοι από εσάς θα παραδεχόσασταν στους γνωστούς, ακόμη και τους φίλους σας, ότι “παίρνετε μάτι” στα social media τη ζωή του ατόμου που αντιπαθείτε. Και αυτή τη φορά δεν αναφερόμαστε σε κάποιον πρώην. Μπορεί να είναι κάποιος συνάδελφος, γνωστός ή κάποιος συγγενής. Το να παρακολουθούμε ανθρώπους που αντιπαθούμε θεωρείται συχνά ως παραβίαση των κοινωνικών κανόνων, μπορεί να θεωρηθεί, δηλαδή, ως μια πράξη με αρνητικό αντίκτυπο προς το παρακολουθούμενο άτομο. Αυτή η συνήθεια, λοιπόν, ανήκει στα guilty pleasures και ίσως ο ρόλος της παράβασης μας ωθεί περισσότερο σε αυτή τη πράξη. Ωστόσο, είναι σημαντικό να αναφέρουμε ότι δεν την υιοθετήσαμε τώρα, τα τελευταία χρόνια, με την ανάπτυξη των social media. Οι άνθρωποι, ανέκαθεν, ένιωθαν ευφορία κατά την αναζήτηση και την απόκτηση πληφορίων για τον κόσμο γύρω τους. Σύμφωνα με τους επιστήμονες, δεν έχει σημασία αν έτρεφαν μίσος ή αγάπη, αυτές οι πληροφορίες ή η διαδικασία της αναζήτησής τους καταφέρνουν να ενεργοποιούν ορισμένα κυκλώματα του εγκεφάλου και στη συνέχεια μας ανταμείβουν με συναισθήματα.

Υπάρχουν διάφοροι επιπρόσθετοι λόγοι που κρύβονται πίσω από αυτό το φαινόμενο. Αν δεν αντέχετε κάποιον που έχει αδικήσει εσάς ή έναν φίλο σας, μπορεί να επιθυμείτε να πραγματοποιηθεί μία καρμική δικαιοσύνη και ο μόνος τρόπος για να τη δείτε, είναι να έχετε κάνει το απαιτούμενο follow. Να τον δείτε, δηλαδή, να υφίσταται κάποια μορφή τιμωρίας ή αρνητικών συνεπειών. Αυτό μπορεί να είναι μια μορφή εκδίκησης ή ένας τρόπος να νιώσουν ότι επιβεβαιωθούν οι δικές σας πεποιθήσεις γι’ αυτόν, ότι είναι δηλαδή κακός άνθρωπος. Επίσης, μπορεί απλά να μας ιντριγκάρει ο ίδιος ή τρόπος ζωής του.

Το συναίσθημα της κοινωνικής σύγκρισης που ακολουθεί μετά από το κρυφοκοίταγμα, μας αναγκάζει να συμβαδίζουμε με τα υπάρχοντα φαινόμενα και να υπεραντισταθμίζουμε ό,τι μας λείπει. Η κοινωνική σύγκριση δεν έχει να κάνει μόνο με το τι κάνουν ή τι έχουν οι άλλοι άνθρωποι. Έχει να κάνει και με το ποιοι είναι – και ποιοι θέλουμε να γίνουμε. Κοιτώντας τα χαρακτηριστικά του ανθρώπου που δεν αντέχουμε, είναι πιθανό να μπούμε σε φάση ενδοσκόπησης και μέσω αυτής να θέσουμε τα κατάλληλα πρότυπα για τον εαυτό μας.

Η άνοδος των μεσω κοινωνικής δικτύωσης έχει μεγάλο μερίδιο ευθύνης γι’ αυτή μας τη συνήθεια, γιατί όσο κι αν είναι στη φύση μας, η διαβολική φωνούλα αρχίζει να δαιμονίζεται όταν μπαίνουμε στο TikTok ή το Instagram, ειδικά όταν δεν είμαστε καλά ψυχολογικά, με αποτέλεσμα να υπάρχει ο κίνδυνος να μετατραπεί σε επιζήμια. Αν η (παρ)ακολούθηση γίνει εμμονική, τότε θα έχει άμεσο αρνητικό συναισθηματικό αντίκτυπο και είναι πολύ πιθανό το άτομο να μπει σε ένα κύκλο αρνητικότητας, η οποία θα δημιουργεί πόνο και εκνευρισμό. Αν φτάσετε σε αυτό το σημείο, τότε θα καταλάβετε ότι ήρθε η ώρα να κάνετε unfollow αυτόν που δεν αντέχετε, ώστε να απεμπλακείτε από αυτή την κατάσταση.

ΠΡΟΣΟΧΗ: Σε καμία περίπτωση το κείμενο δεν αναφέρεται στην εγκληματική παρακολουθήση κάποιου, η οποία μπορεί να ενέχει κάποιο άλλο κίνητρο, όπως τον εκφοβισμό ή την παρενόχληση. Αυτή η παρακολούθηση ούτε είναι φυσιολογική, ούτε συγχωρείται και μπορεί να οδηγήσει σε ποινικό αδίκημα. 

❈ Δείτε επίσης: Πόσα σχόλια “μίσους” μπορούμε να αντέξουμε στα social media;