Κατά τη διάρκεια της πανδημία διαταράχτηκε η σχέση με το σώμα μας. Εντάθηκαν τα συμπτώματα των καταθλίψεων, αυξήθηκαν τα ψυχοσωματικά, οι κρίσεις πανικού και οι κυτταρικές μεταλλάξεις ενώ υποτροπίασαν τα αυτοάνοσα νοσήματα. Η αντανάκλαση του πολιτικού στο βιολογικού απασχόλησε για πρώτη φόρα τόσο πολύ τους ειδικούς ψυχικής υγείας. Διότι δεν είμαστε μόνο βιολογικά σώματα, αλλά ενσώματες υπάρξεις που σωματοποιούμε την ψυχική οδύνη, το στρες, το τραυματικό γεγονός. Τι σωματοποιούμε και γιατί; Ποια είναι η σχέση του σύγχρονου πολιτισμού με τα ψυχοσωματικά και άλλες ψυχικές διαταραχές; Γιατί ο καρκίνος παραμένει ένα θέμα ταμπού, που αποφεύγουμε ακόμα και να συζητάμε, παρόλο που έχει λάβει διαστάσεις επιδημίας; 

Ο Σάββας Σαββόπουλος, ψυχίατρος- ψυχαναλυτής, μέλος της Διεθνούς Ψυχαναλυτικής Ένωσης, ο οποίος για περισσότερα από τριάντα χρόνια εργάζεται με καρκινοπαθείς ως επόπτης σε ψυχο-ογκολογικές υπηρεσίες, είναι ο κατάλληλος άνθρωπος για να ρίξει φως στα παραπάνω ερωτήματα και να προσεγγίσει τη σχέση βιοπολιτικής και ψυχικής υγείας. Ανήκει, εξάλλου σε εκείνους που παράγουν έναν επιστημονικό λόγο που λαμβάνει υπόψη το ανθρώπινο υποκείμενο ως ψυχισμό και όχι μόνο ως βιολογικό σώμα.

Μιλήσαμε μαζί του για τη σχέση μιας χρόνιας νόσου με την ψυχική μας υγεία, για όλα αυτά που σωματοποιεί ο σύγχρονος άνθρωπος, για το πώς η πανδημία μας βοήθησε να προσφύγουμε με μεγαλύτερη ευκολία στην ψυχοθεραπεία, για την αλληλεπίδραση των διαχρονικών τραυμάτων της ελληνικής κοινωνίας με τις σύγχρονες παθογένειες, για τις φαντασιώσεις που διακινεί η λέξη καρκίνος και τον τρόπο που επιδρούν στη διαχείριση της νόσου. Αυτό είναι και το θέμα που πραγματεύεται στο βιβλίο του «Επτά παραμύθια ζωής. Είναι η νόσος ένα αμετάφραστο μήνυμα;» ( Εκδόσεις Αρμός), το οποίο αφιερώνει στους ασθενείς του για όλα όσα του έμαθαν…

– Έχετε μιλήσει πολύ για τον ναρκισσιστικό πολιτισμό και την εγωκεντρική κοινωνία σήμερα. Πώς συνδέονται με τη ραγδαία αύξηση των ψυχοσωματικών νοσημάτων;

Ο ναρκισσισμός, ο οποίος κυριαρχεί στο σημερινό πολιτισμό μας, μπορεί να θεωρηθεί ως μια ψυχική και συμπεριφορική άμυνα του ατόμου στην προσπάθειά του να προσαρμοστεί στις πολλαπλές προκλήσεις και απειλές του σύγχρονου ρευστού κόσμου. Ο ναρκισσιστικός εγκλεισμός του ατόμου στον εαυτό του συχνά οδηγεί στο να βιώσει τον χρόνο ως μηχανιστικό. Το άτομο γαντζώνεται στην πραγματικότητα, κάτι που περιορίζει την εγκατάσταση μιας αυθεντικής σχέσης με το παρελθόν και το μέλλον του, αλλά και με τους άλλους. Το ναρκισσιστικό άτομο αποπροσανατολισμένο στο χρόνο και στον τόπο από τους διαδοχικούς τραυματισμούς “καταστρέφει” τον ψυχικό χρόνο ως απάντηση στους τρέχοντες κινδύνους και τον φόβο ότι τα αντικείμενα – δηλαδή ο κόσμος – αλλά και το ίδιο, θα εκλείψουν. Το άτομο που αγνοεί την ψυχική του πραγματικότητα, την καταστέλλει, ζει σε τρέχοντα χρόνο κολλάει στην καθημερινότητα. Έτσι ο ναρκισσιστής αλλοτριώνεται από την ιστορία του, αποξενώνεται από τις ενδεχόμενες επιθυμίες του, τα όνειρά του, γιατί Καταστέλλει όλη την ψυχική του ζωή για να αποκρύψει οτιδήποτε τραυματικό έχει βιώσει. Για να σιγήσουν οι επώδυνες εμπειρίες σιγεί ταυτόχρονα και οποιαδήποτε φωνή ελπίδας. Ωστόσο παρά την μαζική καταστολή της ψυχικής ζωής το τραύμα μπορεί να επανέλθει στη συνείδηση μέσα από τραυματικά όνειρα, εφιάλτες ή λευκά όνειρα, δηλαδή όνειρα όπου υπάρχει μόνο το λευκό της οθόνης, αλλά κανένα περιεχόμενο δεν προβάλλεται πάνω της. Η μηχανιστική σκέψη στο άτομο περιορίζει σημαντικά την λειτουργία της σκέψης, η  οποία χάνει την συνειρμικότητα της, το σφρίγος της και δημιουργεί τις συνθήκες σε κοινωνικό πεδίο να λειτουργούμε ως συλλογικότητα  όλο και πιο πολύ μηχανιστικά, λίγο σαν ρομπότ, να γίνουμε δηλαδή αλεξιθυμικοί. Ως αλεξιθυμικοί θα αδυνατούμε να αναγνωρίσουμε, να περιγράψουμε, να εκδηλώσουμε τα συναισθήματά μας και η ψυχική ζωή μας θα γίνει πιο γκρίζα. Σε τέτοιες συνθήκες διευκολύνεται η εκδήλωση της θεμελιώδους κατάθλιψης, μιας κατάθλιψης όπου συρρικνώνεται το εγώ του ατόμου και χάνεται ο ζωτικός τόνος του. Τότε ανοίγει ο δρόμος για μία μείζονα ψυχική αποδιοργάνωση που θα οδηγήσει στην εμφάνιση μιας εξελικτικής νόσου (αυτοάνοσο, καρκίνος, στεφανιαία νόσος). Μπορεί όμως να εμφανιστούν και λιγότερο σοβαρές ασθένειες οι οποίες εκδηλώνονται περιοδικά και δεν αντιστοιχούν σε μεγάλη αποδιοργάνωση του ψυχισμού αλλά σε περιορισμένη ψυχοσωματική παλινδρόμηση. Πρόκειται για ασθένειες που εκδηλώνονται κατά κρίσεις όπως η κεφαλαλγία, η ραχιαλγία, το άσθμα, η νευροδερματίτιδα.

– Ο καρκίνος έχει λάβει χαρακτηριστικά επιδημίας. Κι όμως ακόμα και σήμερα η λέξη είναι ταμπού. Γιατί μας έχει τρομάξει τόσο πολύ αυτή η λέξη; Τι ρόλο παίζει στην εμφάνιση και στη διαχείριση της νόσου;

Η κοινωνία και η ιατρική αντιμετωπίζουν τον καρκίνο στοχεύοντας κυρίως, αν όχι αποκλειστικά, την θεραπεία στο σωματικό πεδίο. Ενδιαφέρονται για το πώς θα αντιμετωπιστεί ο όγκος στο οργανικό επίπεδο, ενώ δεν φροντίζουν ανάλογα, αν δεν αγνοούν, τις επώδυνες καταστάσεις που βιώνει ο ασθενής από την διάγνωση της νόσου μέχρι τις θεραπευτικές παρεμβάσεις και την ζωή του μετά από αυτές. Κοινωνία και επίσημη ιατρική συχνά εμφανίζουν δυσκολίες να αντιμετωπίσουν ορθολογικά και συμπόνια, αλληλεγγύη τις καταστάσεις που δεν είναι ιάσιμες. Οτιδήποτε διακινεί το άγχος θανάτου, οι περισσότεροι άνθρωποι και θεσμοί το αποφεύγουν .Αυτό διαπιστώνουμε να συμβαίνει ιδιαίτερα στις περιπτώσεις των καταληκτικών ασθενών. Ευτυχώς για αυτούς τους ασθενείς,  στην Δυτική Ευρώπη και στην Βόρεια Αμερική, αναπτύχθηκαν μονάδες παρηγορητικής θεραπείας που φροντίζουν τόσο το σώμα και την  ψυχή. Η Ιατρική, στο πρόσωπο κάποιων λειτουργών της,  αισθάνεται ως μία ήττα την αδυναμία της να θεραπεύσει μια παθολογική οργανική κατάσταση και αποσύρεται. Ξεχνάει ότι κάποιος άνθρωπος, ακόμα κι αν πάσχει από ανίατο νόσημα, ζει μέχρι την τελευταία του πνοή, Μέχρι εκείνη τη στιγμή έχει δικαίωμα να έχει την καλύτερη συμπόρευση από τους συμπολίτες του και πάνω απ’ όλα από τους γιατρούς και το παραϊατρικό προσωπικό. Αλλά και η κοινωνία, ιδιαίτερα η καταναλωτική, θέλει να κλείσει την αρρώστια σε τέσσερις τοίχους. Αυτό συμβαίνει γιατί συχνά εκπέμπεται το μήνυμα  ότι στον σημερινό πολιτισμό όλα είναι δυνατά για τον άνθρωπο. Στην δυναμική της ναρκισσιστικής του οίησης ο σύγχρονος πολιτισμός επιδιώκει να διαψεύσει την θνητότητα, την οδύνη της απώλειας.

– Έχετε εργαστεί σχεδόν 30 χρόνια ως ψυχαναλυτής – επόπτης σε ογκολογικές και ψυχο-ογκολογικές υπηρεσίες. Τι ανακαλύπτουν για τον εαυτό τους οι καρκινοπαθείς κατά τη διάρκεια της ψυχοθεραπείας

Αρκετά  άτομα όταν προσβληθούν από καρκίνο, μετά το πρώτο σοκ στην διάγνωση , όπου νιώθουν σαν να τους έχει χτυπήσει κεραυνός, προσπαθούν να μαζέψουν όσες δυνάμεις έχουν για να επιβιώσουν μέσα από τις επώδυνες θεραπείες. Είναι μια πάλη με το θάνατο. Έτσι το αισθάνονται. Αργότερα, όταν νιώσουν να κινδυνεύουν λιγότερο υπαρξιακά, μοιάζει να «αφυπνίζονται» και αναζητούν την αιτία που νόσησαν στο παρελθόν τους, στην ιστορία τους. Διαπιστώνουν ότι ζούσαν μηχανιστικά, σχεδόν σαν ρομπότ, αποκομμένοι από τα συναισθήματά τους στο πλαίσιο μιας καθημερινής ρουτίνας που τους αλλοτρίωνε. Είχαν χάσει επαφή με την προσωπική ιστορία τους, με την ιστορία της γενιάς τους, με τις επιθυμίες τους. Συμμορφωμένοι στις απαιτήσεις του περιβάλλοντος ζούσαν για τους άλλους, για να πλουτίσουν, για την δόξα, για αξιώματα κι όχι για τον εαυτό τους. Η αρρώστια τους γίνεται η αφορμή να αναζητήσουν το νόημα σε όσα συμβαίνουν τώρα, σε όσα έζησαν στο παρελθόν, σε πένθη που δεν μπόρεσαν να καταναλώσουν οι γονείς τους και στοίχειωσαν την οικογένειά τους. Στο πλαίσιο της ψυχοθεραπείας ή της ψυχανάλυσης, η προσωπική και η οικογενειακή ιστορία του ασθενούς μπορεί να γίνει αντικείμενο επεξεργασίας από εκείνον και τον αναλυτή ώστε να καλυφθούν τα κενά που υπάρχουν στον ψυχισμό του. Κάποια άτομα, όταν εκδηλωθεί ο καρκίνος συνειδητοποιούν για πρώτη φορά ότι έχουν ένα σώμα, το οποίο αγνοούσαν και θα πρέπει να φροντίσουν μιας και είναι το θεμέλιο, το σπίτι της ύπαρξής τους. Έχουν ένα σώμα, το οποίο μπορεί να μετατραπεί από πεδίο οδύνης σε τόπο ευχαρίστησης. Για κάποιους παραδόξως ο καρκίνος βιώθηκε ως ευλογία. Ένας ασθενής για να είναι λειτουργικός στις καθημερινές υποχρεώσεις του έκανε για πολλά χρόνια χρήση ναρκωτικών και αλκοόλ. Όταν διαγνώστηκε ο καρκίνος, εγχειρίστηκε και έκανε τις απαραίτητες επώδυνες θεραπείες. Τότε συνειδητοποίησε ότι έχει ένα σώμα, που μέχρι τότε δεν γνώρισε ποτέ, που το κακοποιούσε. Αργότερα όταν στην ψυχοθεραπεία μίλησε για όσα βίωνε το σώμα του μού είπε: « ευτυχώς που δημιούργησα τον καρκίνο, διαφορετικά θα είχα πεθάνει από τα ναρκωτικά και το αλκοόλ».

– Τι έχετε μάθει εσείς από τους ασθενείς σας;

Αφιέρωσα το βιβλίο μου « Επτά παραμύθια ζωής» στους ασθενείς μου, γιατί με διδάσκουν καθημερινά τη ζωή, καθώς παλεύουν με μια θανατηφόρο νόσο. Η εργασία ενός ψυχαναλυτή με έναν καρκινοπαθή απαιτεί να μπορεί να ταυτιστεί με αυτόν. Η στενή σχέση που δημιουργείται μεταξύ τους, υποχρεώνει τον θεραπευτή να βυθιστεί στον εαυτό του και να συνειδητοποιήσει το εφήμερο της ύπαρξης. Τού μαθαίνει επίσης πόσο σημαντικό είναι το το μοίρασμα των επώδυνων εμπειριών και των ελπίδων, το μαζί. Με το μαζί ο καρκινοπαθής μπορεί να αντιμετωπίσει το άγχος θανάτου, τη θλίψη, το κενό. Κάποιες φορές που συμπορεύτηκα με έναν ασθενή που παλεύει με τον θάνατο, με έκπληξη διέκρινα το αληθινό φως της ζωής στα μάτια του. Με τους καρκινοπαθείς έμαθα ότι η ζωή έχει νόημα όταν επικοινωνούμε με τον πιο εσωτερικό εαυτό μας, τις κρυφές επιθυμίες μας και τους άλλους. Μαζί τους ένιωσα ότι η ζωή είναι πολυτιμότερη από την μακιγιαρισμένη καθημερινότητα που μας προσφέρει ο σύγχρονος ναρκισσιστικός πολιτισμός, με τον καταναλωτισμό και τις επιφανειακές σχέσεις. Οι καρκινοπαθείς με δίδαξαν ότι όταν το άτομο απομονώνεται στην συμμόρφωση, στον κομφορμισμό και ζει μέσα σε ένα ψεύτικο εαυτό, τον οποίο ουσιαστικά απεχθάνεται, πεθαίνει.  Ολοκληρώνεται μόνον όταν συναντάει και αλληλοεπιδρά ουσιαστικά με τον «άλλον». Αυτό το μοίρασμα είναι η ζωή.

– Τελικά τι σωματοποιεί  ο σύγχρονος άνθρωπος;

Στην ψυχαναλυτική ψυχοσωματική παραδεχόμαστε ότι αυτό που συμβαίνει μέσα μας ή έξω μας και δεν μπορεί να εγγραφεί στον ψυχισμό και να εκφραστεί με εικόνες και λέξεις, γενικότερα με σύμβολα, μπορεί να οδηγήσει σε προβλήματα του χαρακτήρα, της συμπεριφοράς (μη ψυχικές εκδηλώσεις) και τελικά σε σωματοποιήσεις. Στην τελευταία περίπτωση οι τραυματικές διεγέρσεις και οι ενορμήσεις που υποβαθμίζονται ποιοτικά λόγω της πλημμελούς ψυχικής οργάνωσης μπορεί να πλήξουν το σώμα μέσα από νευρο-ψυχο-βιοχημικούς μηχανισμούς. Η διαδικασία σωματοποίησης, όπως είπα προηγουμένως, ευνοείται από τον κατακερματισμό του εαυτού, την συμμόρφωση στις επιταγές του περιβάλλοντος και την διάψευση της εσωτερικής κ εξωτερικής πραγματικότητας.

– Τι λέτε για τη σχέση βιοπολιτικής και ψυχικής υγείας;

Τώρα αναφορικά με την σχέση βιοπολιτικής και ψυχικής υγείας. Η βιοπολιτική, για τον Φουκώ, είναι ο έλεγχος των σωμάτων τόσο σε μικροσκοπικό επίπεδο, δηλαδή στην μοριακή τους διάσταση (αισθητηριακά ερεθίσματα, ενορμήσεις, επιθυμίες, απόλαυση, συναισθήματα αγάπης και μίσους, ψυχικά και σωματικά συμπτώματα κλπ.) αλλά σε ένα μακροσκοπικό επίπεδο (πληθυσμιακό). Η Βιοπολιτική ελέγχει το περιβάλλον ύπαρξης των σωμάτων, από την πλευρά μου θα έλεγα των ψυχοσωμάτων και προσαρμόζεται στις οποίες αντιστάσεις ή αποκλίσεις εκδηλώνουν τα ψυχοσώματα σε σχέση με τις νόρμες. Η βιοπολιτική θα επιδράσει ενεργητικά στη ζωή των ψυχοσωμάτων και στα δυο επίπεδα και θα τα οδηγήσει στο να καταστούν αυτά τα ίδια το «αντικείμενο» του ελέγχου της. Το κάθε ψυχόσωμα αναλαμβάνει έναν αυτορυθμιζόμενο  ρόλο που κατατείνει στον αυτοέλεγχό του, ώστε η δράση του να είναι συμβατή με τις υποδείξεις της βιοπολιτικής. Η βιοπολιτική, ελέγχοντας το περιβάλλον των ψυχοσωμάτων διαμορφώνει την «κανονικότητα», την οποία τα ψυχοσώματα θα σπεύσουν να εφαρμόσουν στον εαυτό τους και στον άλλο. Η βιοπολιτική επιδιώκει επίσης στο να υπερβεί την διαφορά μεταξύ πολιτικής και ζωής, κατατείνει σε μια ομογενοποίηση που θα καταργεί κάθε αντίσταση και απόκλιση του ψυχοσώματος στις νόρμες. Αυτή η επιδίωξη είναι η βασική προϋπόθεση για την συμμόρφωση του ψυχοσώματος για την παράδοσή του στον κομφορμισμό, μου Διαμέσου της καταστολής που χρησιμοποιεί ευνοεί την σωματοποίησης στις σύγχρονες κοινωνίες.

– Τι είδους φαντασιώσεις διακινεί ο καρκίνος και πόσο έχουν διαφοροποιηθεί μέσα στο χρόνο δεδομένου πως δεν είναι μια νέα ασθένεια;

Ο καρκίνος διακινεί τις πιο επιθετικές φαντασιώσεις. Πρώτον τις στοματικές σαδιστικές φαντασιώσεις που χαρακτηρίζονται από μια αδηφάγο ενόρμηση που τα κατατρώγει όλα και τα εξαφανίζει. Συχνά ακούμε να λένε για έναν καρκινοπαθή ότι τον «τρώει» ο καρκίνος ή για άλλον ότι έχει μέσα του το σαράκι που τον «κατατρώγει». Κάποιοι ασθενείς αποδίδουν την εμφάνιση του καρκίνου στο «κακό μάτι» κάποιου προσώπου, «το οποίο ήθελε να του κάνει κακό». Σε αυτό το «κακοήθες» πρόσωπο με το «κακό μάτι», συχνά, έχουν προβάλει ένα σαδιστικό και ζηλόφθονο στοματικό κομμάτι του εαυτού τους, το οποίο αγνοούν.Συχνές είναι και οι φαντασιώσεις ναρκισσιστικού ευνουχισμού. Ο ασθενής βιώνει ότι ο καρκίνος και οι θεραπείες στις οποίες υποβλήθηκε μπορούν να τον έχουν καταστήσει «τέρας» είτε επειδή ακρωτηριάστηκε κάποιο μέλος ή όργανο του, είτε επειδή εμφάνισε αλωπεκία μετά από χημειοθεραπεία κλπ. Όλα δραματοποιούνται και ο απεγνωσμένος ασθενής κλείνεται στο σπίτι του γιατί δεν επιθυμεί οι άλλοι να τον δουν «ευνουχισμένο», δηλαδή ένα τέρας. Πολλές φορές υπάρχει μία κατακρήμνιση του φανταστικού πεδίου και έρχεται στην επιφάνεια μια διάχυτη αγωνία, η οποία επιχειρεί να καλύψει ένα κενό. Όταν κι αυτή παγώσει τότε το άτομο μοιάζει με μηχανή που πρέπει να εκτελέσει ένα πρόγραμμα. Σε τέτοιες περιπτώσεις η προσφυγή στην τέχνη μπορεί να είναι πολύ ωφέλιμη ώστε να εκφραστούν οι ανείπωτες  αγωνίες με εικόνες, με μουσική, με το θέατρο, την λογοτεχνία, την φωτογραφία. Μερικές φορές ο καρκινοπαθής έχει την πεποίθηση ότι η νόσος εκδηλώθηκε ως θεία τιμωρία για κάποιο αμάρτημά του που νιώθει να τον βαραίνει και με τη νόσο βρίσκει την τιμωρία που έψαχνε και έτσι ανακουφίζεται.  Άλλοι ασθενείς θεωρούν ότι έπρεπε να νοσήσουν για να ανασυγκροτηθούν, να αναγεννηθούν να βρουν τον εαυτό τους. Να πεθάνει ο παλιός νοσηρός εαυτός για να γεννηθεί ο καινούργιος ο υγιής. Ο Zorn έγραφε λίγο πριν πεθάνει, περίπου στα 30 του από λέμφωμα: «το καλύτερο πράγμα που έτυχε στη ζωή μου ήταν ο καρκίνος».

– Ποια θεωρείτε πως είναι τα διαχρονικά τραύματα της ελληνικής , ποιες οι σύγχρονες παθογένειες και πως αλληλοεπιδρούν μεταξύ τους;

Θεωρώ ότι η ελληνική κοινωνία διαποτίζεται από ιδεολογίες που αλλοτριώνουν τους πολίτες και τους απομακρύνουν από τον εαυτό τους και την πραγματικότητα στην οποία ζουν. Όπως έλεγε ο Σεφέρης «Παράξενος κόσμος που λέει πως βρίσκεται στην Αττική και δε βρίσκεται πουθενά». Το γεγονός ότι στη χώρα μας ποτέ δεν έγινε αστική «επανάσταση», δεν υπήρξε μια σοβαρή αστική τάξη και ποτέ δεν επικράτησε ο ορθολογισμός το πληρώνουμε πολύ βαριά. Τα καπετανάτα, οι προεστοί, γενικότερα ο νόμος του μπάρμπα της Κορώνης βρίσκονται σε ισχύ ακόμα. Ευτυχώς που ήρθε η ευρωπαΐκή ένωση να επιβάλει ορισμένα πράγματα. Στις συνθήκες αυτές ήταν αναπόφευκτο τα δύσκολα προβλήματα να μην αντιμετωπιστούν με διάλογο, διαπραγμάτευση και συναινέσεις , αλλά με δικτατορίες, εμφυλίους, άγονες αντιπαραθέσεις που δημιουργούσαν διαρκώς θύτες και θύματα. Πρόκειται για τόσο τραυματικά γεγονότα τα οποία μεταφέρονται ασυνείδητα από γενιά σε γενιά και έτσι υπάρχουν σήμερα νέοι άνθρωποι, οι οποίοι -όπως διαπιστώνουμε στις ψυχαναλύσεις τους- κατοικούνται από νεκρούς του εμφυλίου πολέμου της δεκαετίας του 40, που αγνοούν. Αυτές οι παλιές διχοτομήσεις και απαρνήσεις της πραγματικότητας που οδήγησαν σε εγκληματικές εμφύλιες συγκρούσεις τηλεσκοπούνται με αντίστοιχες σύγχρονες και οδηγούν σε επαναλήψεις, σχεδόν προβλέψιμες, για κάποιον ψύχραιμο παρατηρητή. Ας πάρουμε την περίοδο των μνημονίων. Όλοι οι πρωθυπουργοί εκείνης της περιόδου εξελέγησαν με την υπόσχεση ότι θα καταργήσουν τα μνημόνια. Και όλοι υπέγραψαν επαχθή για τους πολίτες της χώρας μας μνημόνια. Το μίγμα κομματικής ιδιοτέλειας και η άγνοιας της πραγματικότητας στον διεθνή χώρο ήταν εκρηκτικό. Αν δεν υπάρξει μια κριτική προσέγγιση του παρελθόντος χωρίς κατά το δυνατόν ιδεολογικές αλλοτριώσεις τότε θα είμαστε υποχρεωμένοι να επαναλαμβάνουμε τα ίδια λάθη.

– Η πανδημία λειτούργησε ως επιταχυντής στην εξάλειψη ενός ταμπού στην ελληνική κοινωνία: εκείνο της ψυχοθεραπείας. Οι άνθρωποι μιλούν πια  ανοιχτά για την ανάγκη τους. Τι  συνέβη και εξαφανίστηκε αυτή τη ντροπή ; Θα έλεγα οριακά πως  ξαφνικά πλέον θεωρείται «παράσημο» το να κάνεις ψυχοθεραπεία;

Νομίζω ότι η πραγματικότητα έσπασε αυτό το ταμπού. Η πανδημία του Covid-19 άπλωσε ένα πέπλου φόβου στον πλανήτη και προκάλεσε μια ψυχιατρική πανδημία που θα κρατήσει πολλά χρόνια ακόμα. Τα περιστατικά ψυχικών διαταραχών αυξήθηκαν στον πλανήτη από ένα τέταρτο έως ένα τρίτο σε σχέση με την χρονιά πριν την πανδημία. Κυρίως επλήγησαν τα παιδιά, οι έφηβοι, οι νέοι χωρίς απασχόληση, οι γυναίκες κυρίως στην επαρχία ή σε ανεργία, οι ηλικιωμένοι και οι εργαζόμενοι σε υπηρεσίες υγείας. Από την αρχή της πανδημίας παρατηρήθηκε αύξηση της κατανάλωσης ναρκωτικών, αλκοόλ, μεγέθυνση της ενδοοικογενειακής βίας και της έμφυλης βίας, ενώ μεγάλωσε και η δυσκολία των ανθρώπων να επικοινωνήσουν μεταξύ τους. Επιπλέον η μοναξιά απλώθηκε στην κοινότητα και έγινε για πολλούς συμπολίτες μας μάλλον ερημιά, ψυχική ερήμωση, παρά μια δημιουργική μοναχικότητα. Τα περιστατικά κατάθλιψης, διατροφικών διαταραχών, αυτοκαταστροφικών και αντικοινωνικών συμπεριφορών εκτινάχθηκαν και τα συναντάμε κάθε μέρα. Οι δημόσιες υπηρεσίες αδυνατούσαν να ανταποκριθούν αρχικά στα αιτήματα για βοήθεια και σε μεγάλο βαθμό και τώρα δυσκολεύονται να καλύψουν τις ανάγκες του πληθυσμού. Τα ιδιωτικά κέντρα ψυχικής υγείας και τα  ιατρεία των επαγγελματιών ψυχικής υγείας επίσης γέμισαν από συμπολίτες μας που θέλουν να βρουν τα αίτια της δυσφορίας τους και μέσα τους, όχι μόνο έξω.  Νομίζω ότι οι άνθρωποι νιώθουν ανακουφισμένοι να γνωρίζουν ότι οι συγγενείς τους, οι γείτονες τους, οι συνάδελφοί τους αναζητούν επίσης βοήθεια σε ειδικό και έτσι μπορούν να μοιραστούν τις εντυπώσεις τους από αυτές τις διαδικασίες.Και έχετε δίκιο να λέτε ότι ξαφνικά η ψυχοθεραπεία θεωρείται στις μέρες μας ένα «παράσημο» διότι όλο και πιο πολλοί συμπολίτες μας αντιλαμβάνονται ότι με την ψυχική εργασία αναπτύσσουν το πεδίο της σκέψης τους, ζωντανεύουν και εμπλουτίζουν τα συναισθήματά τους, εξημερώνουν τα άγχη τους που παλιά τους τρομοκρατούσαν και τους άφηναν άυπνους, ξεπερνούν τους εφιάλτες τους. Με την ψυχοθεραπεία μπόρεσαν να κατακτήσουν ένα μέρος του εαυτού τους που αγνοούσαν, ένα κομμάτι τους που δεν είχε μορφή και μπόρεσαν να το συνδέσουν με τον εαυτό που γνωρίζουν. Η ύπαρξή τους εμπλουτίστηκε έστω κι αν εμπεριείχε επώδυνα βιώματα για το άτομο. Πώς να μην θεωρήσει την ψυχοθεραπεία «παράσημο» σε ένα ιδιότυπο πολέμου ενάντια στον ίδιο τον εαυτό του, τις αντιστάσεις του να γίνει πιο αληθινός, διευρύνοντας την σκέψη του και ζωντανεύοντας τα χρώματα των συναισθημάτων του.