Με μία έκθεση της, η Παγκόσμια Ομοσπονδία Παχυσαρκίας προειδοποιεί ότι πάνω από το ήμισυ του παγκόσμιου πληθυσμού θα ταξινομηθεί ως παχύσαρκος ή υπέρβαρος έως το 2035, εκτός εάν οι κυβερνήσεις λάβουν αποφασιστικά μέτρα για να περιορίσουν την αυξανόμενη επιδημία του υπερβολικού βάρους.

Περίπου 2,6 δισεκατομμύρια άνθρωποι παγκοσμίως – το 38% του παγκόσμιου πληθυσμού – είναι ήδη υπέρβαροι ή παχύσαρκοι. Σύμφωνα με την έκθεση, περισσότερα από 4 δισεκατομμύρια άνθρωποι αναμένεται να επηρεαστούν, με τα ποσοστά να αυξάνονται ταχύτερα μεταξύ των παιδιών.

Η πρόεδρος της ομοσπονδίας, καθηγήτρια Louise Baur, περιέγραψε τα ευρήματα της έκθεσης ως σαφή προειδοποίηση προς τις χώρες για άμεση δράση. Χωρίς ευρεία χρήση τακτικών όπως οι φόροι και τα όρια στην προώθηση ανθυγιεινών τροφίμων, ο αριθμός των ατόμων που είναι κλινικά παχύσαρκοι θα αυξηθεί από 1 στους 7 σήμερα σε 1 στους 4 έως το 2035. Υπογράμμισε ότι η τάση είναι «ιδιαίτερα ανησυχητική», προσθέτοντας ότι «οι κυβερνήσεις και οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής σε όλο τον κόσμο πρέπει να κάνουν ό,τι μπορούν για να μην περάσουν το υγειονομικό και κοινωνικό- οικονομικό κόστος στη νεότερη γενιά» αξιολογώντας «τα συστήματα και τους βασικούς παράγοντες που συμβάλλουν στην παχυσαρκία».

Τα ευρήματα εκτιμούν ότι οι αυξήσεις στα ποσοστά παχυσαρκίας σε όλο τον κόσμο θα έχουν σημαντικό αντίκτυπο στην παγκόσμια οικονομία καθώς προβλέπουν ότι το κόστος της παχυσαρκίας θα ανέλθει σε περισσότερα από 4 τρισεκατομμύρια δολάρια ετησίως έως το 2035 (που αντιστοιχεί στο 3% του παγκόσμιου Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος). Τονίζεται βέβαια ότι η παραδοχή για τον οικονομικό αντίκτυπο της παχυσαρκίας «δεν αποτελεί σε καμία περίπτωση αντανάκλαση της ευθύνης στα άτομα που ζουν με παχυσαρκία».

Η έκθεση επισημαίνει ειδικότερα τα αυξανόμενα ποσοστά παχυσαρκίας μεταξύ των παιδιών και των εφήβων, που μέχρι το 2035 να αναμένεται να διπλασιαστούν από τα επίπεδα του 2020 τόσο στα αγόρια όσο και στα κορίτσια.

Επισημαίνονται επίσης οι επιπτώσεις του επιπολασμού της παχυσαρκίας σε χώρες με χαμηλότερο εισόδημα, καθώς είναι «συχνά οι λιγότερο ικανές να ανταποκριθούν στην παχυσαρκία και τις συνέπειές της». Εννέα από τις 10 χώρες με τις μεγαλύτερες αναμενόμενες αυξήσεις στην παχυσαρκία παγκοσμίως είναι χώρες χαμηλού ή χαμηλότερου μεσαίου εισοδήματος στην Αφρική και την Ασία. «Οι μεγαλύτερες αυξήσεις θα παρατηρηθούν σε χώρες χαμηλού και μεσαίου εισοδήματος, όπου οι περιορισμένοι πόροι και η έλλειψη ετοιμότητας θα δημιουργήσουν μια τέλεια καταιγίδα που θα επηρεάσει αρνητικά περισσότερο τους ανθρώπους που ζουν με παχυσαρκία», αναφέρει χαρακτηριστικά η κ. Baur. Κατατάσσει τα πλούσια ευρωπαϊκά έθνη ως τα 10 καλύτερα προετοιμασμένα από 183 χώρες που μελετήθηκαν. Επικεφαλής αυτής της λίστας είναι η Ελβετία, η Νορβηγία, η Φινλανδία, η Ισλανδία και η Σουηδία.

Οι λόγοι αυτής της αύξησης περιλαμβάνουν τις τάσεις στις διατροφικές προτιμήσεις προς τα πιο επεξεργασμένα τρόφιμα, τους περιορισμούς του Covid, τα μεγαλύτερα επίπεδα καθιστικής ζωής, τις πιο αδύναμες πολιτικές για τον έλεγχο της προσφοράς και την εμπορία τροφίμων, την προώθηση των πιο ανθυγιεινών τροφίμων, τις λιγότερο καλά εξοπλισμένες υπηρεσίες υγειονομικής περίθαλψης για να βοηθήσουν στη διαχείριση βάρους και την ελλιπή ενημέρωση σε θέματα υγείας.

Για τις αξιολογήσεις αυτές οι συντάκτες της έκθεσης χρησιμοποίησαν τον δείκτη μάζας σώματος (BMI), αριθμό που υπολογίζεται με τη διαίρεση του βάρους δια το τετράγωνο του ύψους. Σύμφωνα με τις κατευθυντήριες οδηγίες του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας (ΠΟΥ), ένας άνθρωπος είναι υπέρβαρος όταν ο δείκτης μάζας σώματός του ξεπερνάει το 25 και παχύσαρκος όταν ξεπερνάει το 30.

Με πληροφορίες από: The Guardian, CNN